Μια υβριδική συνάντηση του θεάτρου με τα εικαστικά, το ραδιόφωνο, τη μουσική και τον κινηματογράφο, για μια χώρα μεταμφιεσμένη σε γυναίκα που χωρίζει χωρίς να ξέρει γιατί, που δίνει μια εξήγηση λιγότερη, που φεύγει για ένα αόρατο ελληνικό νησί˙ που δεν βουτάει στη θάλασσα, ώσπου να είναι έτοιμη να κολυμπήσει προς τη γραμμή του ορίζοντος.
Η ταυτότητά της γράφει Ρέα Φραντζή. 32 χρόνων, μελαχρινή, ελαφρά ντυμένη. Αυτή τη στιγμή λείπει. Χιλιάδες χρόνια μετά την Αποκάλυψη. Τρεις μέρες από τότε που χώρισε με τον άντρα της. Πρώτη φορά βλέπει ζωντανή μπροστά στα μάτια της την ελληνική σημαία. Κανείς δεν προσέχει τη σημαία που στέκει αόρατη. Μόνο μια γυναίκα που μόλις χώρισε είναι σε θέση να την αντιληφθεί. Βγάζει τα μαύρα γυαλιά και ο ήλιος την τυφλώνει.
Το πενθήμερο ταξίδι της Ρέας Φραντζή στην Πάτμο είναι ένα οδοιπορικό σε ισάριθμους σταθμούς της (νεο)ελληνικής Ιστορίας: Βυζάντιο, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Ελληνική Επανάσταση, ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, Μεταπολίτευση. Με πρόσχημα το ταξίδι της, ο Βακαλόπουλος μιλάει για την Ελλάδα και την πορεία μιας εθνικής ταυτότητας που έως και «αυτή τη στιγμή λείπει».
Για την καλλιτεχνική ομάδα της Θέρος, η Γραμμή του Ορίζοντος αποτελεί τα τελευταία πέντε χρόνια ένα κείμενο-πρόσκληση, να αναζητήσει νέους τρόπους και δρόμους στη θεατρική τέχνη. Από τον τίτλο του ήδη το μυθιστόρημα του Βακαλόπουλου καλεί τον αναγνώστη να προσέξει όχι τα ίδια τα πράγματα, αλλά το σημείο της ένωσής τους. Μπορεί άραγε το θέατρο να καλέσει τον θεατή, με τρόπο αντίστοιχο, σε μια συνάντηση όπου δεν θα έχουν σημασία τα ίδια τα γεγονότα αλλά τα σημεία ένωσής τους;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η εμπειρία της «κοινής ζωής» με τη Γραμμή του Ορίζοντος δείχνει ότι -τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δημιουργική διαδικασία- ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο σκοπός του Βακαλόπουλου σε αυτό το μυθιστόρημα ήταν σαφής και γι’ αυτό κάθε μέσο που χρησιμοποίησε, αγίασε· κυριολεκτικά και λογοτεχνικά.
Η παράσταση Η Γραμμή του Ορίζοντος στηρίζεται σε αυτή την απελευθερωτική διαπίστωση. Κανένα θεατρικό εργαλείο δεν μένει αναξιοποίητο, τόσο σε πρακτικό όσο και σε δραματουργικό επίπεδο. Ακριβώς όπως το μυθιστόρημα είναι ένα μωσαϊκό λογοτεχνικών υλικών και υφών, έτσι και η παράσταση αποπειράται να δημιουργήσει ένα μωσαϊκό θεατρικών υλικών και υφών.
Τεχνολογικά και αναλογικά μέσα έρχονται και φεύγουν· οι άξονες απεύθυνσης και οι σκηνικές λειτουργίες των ηθοποιών υπηρετούν πολλαπλούς θεατρικούς κώδικες· αλλού το κείμενο έρχεται κατά γράμμα κι αλλού αφαιρείται ολόκληρο και αντικαθίσταται από άλλα κείμενα. Κεφάλαια ολόκληρα λείπουν και έχουν δώσει τη θέση τους σε μια εντύπωση. Μένει τώρα να φανεί, αν ο σκοπός είναι όντως τόσο ουσιαστικός που θα επιτρέψει σε αυτό το χάος να κολλήσει αρμονικά.
Οι «Μεταμφιέσεις» είναι μια σειρά έργων από όλο το φάσμα των τεχνών, που συνθέτουν ένα μωσαϊκό αποτύπωσης της θεματικής και μορφικής πληθωρικότητας του σπουδαίου έργου του Χρήστου Βακαλόπουλου. Φέρνοντας κοντά 14 ραδιοφωνικούς παραγωγούς, 11 εικαστικούς, 15 κινηματογραφιστές, 15 μουσικούς, φιλολόγους, λογοτέχνες και μελετητές σε ισάριθμα έργα βασισμένα στη Γραμμή του Ορίζοντος κι εγκαινιάζοντας καλλιτεχνικά την Κάμιρο, τον νεοσύστατο χώρο της ομάδας στην Κυψέλη, η Γραμμή του Ορίζοντος μεταμφιέζεται σε ραδιοφωνική εκπομπή, σε έκθεση, σε ταινία, σε μουσική, σε συζητήσεις, σε θεατρική παράσταση.
Σ Κ Η Ν Ο Θ Ε Τ Ι Κ Ο Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α
Πέρασαν έξι χρόνια από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω τη «Γραμμή του Ορίζοντος». Σήμερα, σκέφτομαι ότι η Ρέα Φραντζή είναι ψεύτικη κι όμως υπαρκτή, φανταστική κι όμως υπαρκτή, κοντινή, πραγματική. Και για αυτό μπορεί η ιστορία της να ειπωθεί ακόμα και σήμερα, που δεν υπάρχει πια τίποτα να (ανα)παρασταθεί.
Σκέφτομαι μια σύντομη σειρά από ανεπίδοτα γράμματα που φτάνουν στον παραλήπτη τους στην ώρα τους, ωραία.
Σκέφτομαι ότι σπουδαίες ιστορίες είναι αυτές που υποχωρούν, για να πεις τη δική σου και ότι η Ιστορία που γράφεται με γιώτα κεφάλαιο το κάνει, γιατί δεν έχει άλλον τρόπο να πιέσει τις υπόλοιπες να της αναγνωρίσουν τα πρωτεία.
Σκέφτομαι πως Έλληνας είναι αυτός που στέκεται στο τέλος μιας εικόνας και βλέπει το τέλος και όχι την εικόνα.
Σκέφτομαι πως, τελικά, η απόσταση ανάμεσα στην Κυψέλη και την Πάτμο είναι όση από το Παγκράτι στα Πετράλωνα και όση από τον ουρανό ως τη θάλασσα.
Σκέφτομαι πως πέρασαν 30 χρόνια από τότε που είχαν περάσει 20 χρόνια και όλα είναι ίδια, ακριβώς τα ίδια, επειδή επιμένουν να αλλάζουν είναι τα ίδια. Είναι λυτρωτικό να είσαι ακριβώς ο ίδιος με κάποιους 30 ή 50 χρόνια πριν και διαφορετικός από αυτούς που διαφέρουν, που είναι σίγουροι ότι διαφέρουν. Μέσα σε 50 χρόνια όλα γίνονται λίγο πιο γρήγορα, κάποιοι δημοσιογράφοι λίγο πιο πλούσιοι, οι σταυροφόροι εκλέγονται, οι ερωτευμένοι εξακολουθούν να μην λένε τίποτα και να λένε τα πάντα, και οι τουρίστες του ίντερνετ δεν πρόκειται να σταματήσουν ποτέ να πυροβολούν με τα κινητά τους και να σκοτώνουν όλες τις στιγμές, να τις κάνουν πόζες.
Σκέφτομαι ότι έχουμε εθιστεί στις μικρές δόσεις πόνου, σ’ αυτά τα γλυκά πνευματικά δηλητήρια που σε σοκάρουν τόσο όσο, που σου επιτρέπουν να κάνεις ότι πονάς χωρίς να πονάς πραγματικά, να τα βάφεις μαύρα μέσα σε πολύχρωμα διαμερίσματα και η εύκολη ζωή να συνεχίζεται.
(Άραγε ο Ιωάννης της Κλίμακος, ο Μακρυγιάννης, ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης, ο Γιαννόπουλος, ο Λορεντζάτος, ο Θεοτοκάς, ο Παπαγιώργης, ο Πεντζίκης και ο Βακαλόπουλος ήταν τελικά το ίδιο πρόσωπο;)
Σκέφτομαι ότι ο Γκυ Ντεμπόρ έγραψε την Κοινωνία του Θεάματος μόνο και μόνο για να μπορεί 20 χρόνια αργότερα να γράψει τα Σχόλια σε αυτήν και ότι έχουν περάσει άλλα 20 από τότε και ακόμα δεν έχουμε συλλάβει το νόημα της φράσης «το θέαμα εισχώρησε σε κάθε πραγματικότητα, ακτινοβολώντας την».
Σκέφτομαι πως όσοι επιμένουν να κάνουν θέατρο το οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή και πως, όταν υπήρχε ακόμα αυτό το θέατρο στο πτώμα του οποίου έχουν γαντζωθεί οι σημερινές παραστάσεις, η θεατρικότητα ήταν άγνωστη στους δημιουργούς. Τώρα μπορούν να παίζουν ό,τι θέλουν, να ανεβάζουν όσα έργα θέλουν, να σκηνοθετούν σε όσα θέατρα θέλουν: αυτός είναι ο νικηφόρος πολιτισμός και έχει όλο το δίκιο με το μέρος του.
Σκέφτομαι το ξημέρωμα της φετινής 29ης Ιουλίου στη Σκάλα της Πάτμου: παρακολουθούσα σειρές από μολυβί κύματα να αντιστέκονται σιωπηλά στην επέλαση του φωτός και η Στέλλα στεκόταν δίπλα μου με χαμηλωμένο το βλέμμα, ακουμπισμένη στο λευκό κάγκελο κι εγώ σκεφτόμουν ότι δεν θα μάθουμε ποτέ, αν υπήρχαν πάντα γυναίκες που ήθελαν να φύγουν, κι ας είναι το πιο σημαντικό.
Ηλέκτρα Ελληνικιώτη
Σ Υ Ν Τ Ε Λ Ε Σ Τ Ε Σ
Κείμενο: Χρήστος Βακαλόπουλος
Σύλληψη ιδέας – Δραματουργία – Σκηνοθεσία: Ηλέκτρα Ελληνικιώτη
Σκηνογραφία – Ενδυματολογία: Δήμητρα Λιάκουρα
Φωτισμοί: Ισμήνη Σταρίδα
Μουσική: Γρηγόρης Ελευθερίου
Βίντεο – Διεύθυνση φωτογραφίας: Μαρίλη Ζάρκου
Επιστημονικός συνεργάτης: Δήμητρα Δερμιτζάκη
Υπεύθυνη Επικοινωνίας: Ελεάννα Γεωργίου
Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Κούρτη
Βοηθός Σκηνοθέτιδος: Ηρώ Σοφία Σμυρνιούδη
Βοηθός Σκηνογράφου – Artwork: Έλενα Μπούγου
Φωτογραφίες – Trailer: Μαρίλη Ζάρκου
Παίζουν: Στέλλα Βογιατζάκη, Γιώργος Κριθάρας, Μαρία Μαμούρη, Άννα Μαρία Παπαϊωάννου, Ηρώ Σοφία Σμυρνιούδη.