Ο πρόωρα χαμένος Αυστριακός συγγραφέας Βέρνερ Σβαμπ συνθέτει στο ΥΠΕΡΒΑΡΟ, ασήμαντο: ΑΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟ μια συμφωνία από τα υπόγεια της σύγχρονης κοινωνίας, ένα εκρηκτικό μίγμα απογοήτευσης, εγκατάλειψης, καταχρήσεων και βίας, ένα έργο πρωτοπόρο τόσο για τη μοναδική του γλώσσα όσο και για τη δομή του, που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα – στο Θέατρο Θησείον, σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Γιαννοπούλου.
***
Υπάρχουν έργα που γίνονται κλασικά κι ενσωματώνονται στον κανόνα, υπάρχουν έργα που με την πάροδο του χρόνου ξεχνιούνται, και υπάρχουν κι έργα που είναι πάνω και πέρα από ταξινομήσεις, που αντιστέκονται στις ακαδημαϊκές νόρμες, που σαμποτάρουν τον εαυτό τους, που αδιαφορούν για την υστεροφημία του δημιουργού τους και ανατινάσσονται στα χέρια όποιου τολμήσει να τα ακουμπήσει. Έργα που δε θα γίνουν ποτέ κλασικά, κι όμως ποτέ δε θα ξεχαστούν. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει το ΥΠΕΡΒΑΡΟ, ασήμαντο: ΑΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟ του Βέρνερ Σβαμπ.
Ο Σβαμπ γεννήθηκε το 1958 στο Γκρατς της Αυστρίας. Η μητέρα του εργαζόταν ως οικιακή βοηθός και ο πατέρας του, που εγκατέλειψε την οικογένεια πολύ νωρίς, ως οικοδόμος. Πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας σε ανάδοχες οικογένειες, λόγω της τραγικής οικονομικής κατάστασης της καταπιεστικής μητέρας του. Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βιέννης και τη δεκαετία του 1980 εργαζόταν ως υλοτόμος για να βγάζει τα προς το ζην, ενώ παράλληλα έκανε τις πρώτες προσπάθειες να γράψει λογοτεχνία.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το 1990 γνώρισε απότομα σημαντική επιτυχία στην αυστριακή θεατρική σκηνή με το έργο του Οι Προεδρίνες. Μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια έγραφε μανιωδώς, ολοκληρώνοντας δεκαέξι έργα. Παρά την εντελώς ασυνήθιστη γλώσσα των έργων του και την ωμότητα των θεμάτων τους, έγινε πολύ σύντομα ο πιο περιζήτητος γερμανόφωνος συγγραφέας της εποχής και κέρδισε σχεδόν κάθε συγγραφικό βραβείο. Την Πρωτοχρονιά του 1994 βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του. Ως αιτία θανάτου προσδιορίστηκε η δηλητηρίαση από αλκοόλ.
Τα έργα του είναι ωμά, βίαια, αστεία, ανελέητα, αθυρόστομα, βρώμικα. Αποδομούν και σατιρίζουν ό,τι βρεθεί μπροστά τους: τα καθώς πρέπει ήθη, τη σοβαροφάνεια των θεσμών, τη χριστιανική ηθική, την πυρηνική οικογένεια, τους φερέλπιδες καλλιτέχνες, την υποκρισία των μικροαστών. Εκπέμπουν έναν αφοπλιστικό ρεαλισμό, αρνούμενα κάθε σχέση με οποιαδήποτε ρεαλιστική αναπαράσταση και γλώσσα. Ο Σβαμπ αποδομεί την ίδια τη γλώσσα του, ώστε αργότερα να την ανασυνθέσει κομματιασμένη, θραυσματική, διφορούμενη, συγχρόνως φλύαρη και συμπυκνωμένη, άναρχη και αυστηρά δομημένη. Οι χαρακτήρες του είναι ανίκανοι να εκφράσουν την πιο απλή έννοια και ταυτόχρονα τρομερά επιδέξιοι λεξιπλάστες που καταπιάνονται με τις πλέον δύσκολες και αφηρημένες ιδέες.
Όπως το θέτει ο ίδιος «Ιδιαιτέρως θα έπρεπε να καταδειχθεί η περισσότερο ή λιγότερο βολική διαδρομή που διανύει ο ομιλητής, όταν απευθύνεται σε ένα αντικείμενο. Ομιλητής και ομιλούμενο μπλέκονται τότε καταφανέστατα και μοιάζουν έτσι “ακάθαρτα”. Η βρωμιά που προκύπτει από αυτό ανήκει αποκλειστικά στον εαυτό της και παράγει σαφήνεια, όμως όχι και κατανόηση, έτσι ελπίζει τουλάχιστον ο συγγραφέας.»

Στο ΥΠΕΡΒΑΡΟ, ασήμαντο: ΑΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟ, το οποίο φέρει και τον ιδιαίτερα εύστοχο και σκωπτικό υπότιτλο ένα ευρωπαϊκό δείπνο, ο Σβαμπ συνθέτει ένα μωσαϊκό της βίας, τόσο εντός των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, όσο και ανάμεσά τους: Από πού προέρχεται όλη αυτή η βαναυσότητα και το μίσος; Από τι εξαρτάται αν ένας φόνος θα θεωρηθεί από τους ιστορικούς του μέλλοντος έγκλημα; Τι άλλο είναι η ιστορία της Ευρώπης, αν όχι «ιστορίες για τα εγκλήματα των εγκληματιών»;
Οι ήρωες του Σβαμπ, θαμώνες ενός ξεχασμένου από τον χρόνο μπαρ, πίνουν μέχρι νηφαλιότητας, φιλοσοφούν, εξομολογούνται, τρώνε ό,τι σερβιριστεί μπροστά τους, και προπάντων περιμένουν τη λύτρωση, περιμένουν τη στιγμή εκείνη που, με τρόπο μαγικό, ο κόσμος θα τους κατανοήσει και θα τους κλείσει στη φιλόξενη και ζεστή αγκαλιά του, που όλα τους τα λάθη, όλες τους οι αμαρτίες κι όλες τους οι ατέλειες θα συγχωρεθούν και θα δικαιωθούν, οριστικά και αμετάκλητα. Μέχρι τότε είναι αναγκασμένοι «να παραμένουν άνθρωποι, με τα καλά τους και με τα κακά τους», να επιστρέφουν κάθε βράδυ στο ίδιο μπαρ και να το υπερασπίζονται, με κάθε τρόπο, απέναντι σε όσους εισβάλουν σε αυτό.
Γιατί πάντα θα υπάρχουν εισβολείς, άνθρωποι με εκλεπτυσμένο γούστο και κανονικές ζωές, γεμάτοι περιέργεια για το πώς ζουν και διασκεδάζουν οι άνθρωποι του περιθωρίου, ανυπόμονοι συλλέκτες αυθεντικών εμπειριών, δοσμένοι στην αναζήτηση για το νέο αντισυμβατικό στέκι που θα στεγάσει τα ειρωνικά τους σχόλια και την ανάλαφρη διάθεσή τους. Όμως στο μπαρ αυτό οι θαμώνες αρνούνται να παραδώσουν τα όπλα χωρίς μάχη, στο ΥΠΕΡΒΑΡΟ, ασήμαντο: ΑΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟ οι ήρωες είναι πρόθυμοι να ξεπεράσουν το όριο ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο, κι αυτό που ακολουθεί είναι μία εξαιρετικά βίαια αναμέτρηση δύο κόσμων.
Photo Credit Κεντρικής εικόνας θέματος: Κατερίνα Γιαννοπούλου