Ο δυτικός άνθρωπος είναι ζώο εξομολογητικό. Είναι συνηθισμένος διαρκώς να αυτοεξετάζεται, να αυτοαναλύεται και να μοιράζεται τα ευρήματα της ενδοσκόπησής του με διάφορους αποδέκτες: τον ψυχίατρο, τον δικαστή, τον ιερέα, το αντικείμενο του έρωτά του, τους φίλους και γνωστούς του, τις ανυποψίαστες επαφές του στα social media.

Το μεγαλύτερο όπλο του δυτικού ανθρώπου είναι η ειλικρίνειά του, η διάθεσή του να μην αποκρύψει το παραμικρό, να τα βγάλει όλα στο φως, και τις πιο μικρές λεπτομέρειες. Κάθε μύχια σκέψη, κάθε μισοξεχασμένη ανάμνηση, κάθε θραύσμα της βιογραφίας, κάθε βιωμένη εμπειρία πρέπει να ερευνηθούν και να μοιραστούν.

Τι πιο ειλικρινές από την λεπτομερή περιγραφή των συναισθημάτων. Το ακροατήριο διψάει για συναισθήματα. Απαιτεί αυθεντικότητα. Να ξέρεις ποιος είσαι και να το λες.

Ο καθένας κρίνεται από αυτά που λέει, από αυτά που μοιράζεται. Όποιος δεν μοιράζεται αρκετά, όποιος δεν αυτοαναλύεται και αυτοπαρουσιάζεται επαρκώς, είναι ύποπτος.

Η εξομολόγηση ήταν πάντοτε εργαλείο της εξουσίας. Της εξουσίας του ιερέα, του δικαστή και του ψυχιάτρου, που ασκούσαν μέσω αυτής έλεγχο στο υποκείμενό της. Πλέον είναι εργαλείο μιας εξουσίας αποκεντρωμένης, απαλλαγμένης από το απειλητικό πρόσωπο της αυθεντίας και της τιμωρητικής πειθαρχίας. Όργανο επιβολής της εξομολόγησης είναι πλέον ο καθένας. Όλοι μας.

Ελέγχουμε τους άλλους. Και ελέγχουμε τον εαυτό μας. Ψάχνοντας να βρούμε τον ύποπτο, τον μη αυθεντικό, αυτόν που έχει κάτι να κρύψει, αυτόν με το ένοχο μυστικό και το σκοτεινό παρελθόν, αυτόν που δεν ξέρουμε τι σκέφτεται, αυτόν που δεν μοιράζεται συνεχώς το πού και με ποιους είναι.

Το ίδιο συμβαίνει και στο θέατρο. Έχουμε συνηθίσει να εξετάζουμε τα συναισθήματα των χαρακτήρων, τις κρυφές τους σκέψεις, τις σκοτεινές τους επιθυμίες, ώστε να τους συλλάβουμε στην ολότητά τους, να τους δείξουμε αυθεντικούς και ξεκάθαρους. Στην διαδικασία αυτή εξετάζουμε παράλληλα τον εαυτό μας, πώς νιώθουμε εμείς σε σχέση με τους χαρακτήρες, ποιες δικές μας μύχιες επιθυμίες έρχονται στην επιφάνεια μέσα από τους ρόλους, ποια είναι η δική μας αυθεντικότητα μέσα στους χαρακτήρες.

Όμως η Ιστορία δεν γράφεται με συναισθήματα και με επιθυμίες, αλλά με πράξεις. Και όπως η ενοχή ενός κατηγορούμενου δεν εξαρτάται από τις σκέψεις του, αλλά αποκλειστικά και μόνο από τις πράξεις του, έτσι και εμείς θέλουμε στη ζωή και στη σκηνή να κριθούμε από τις πράξεις μας.

Το Ξύπνημα της Άνοιξης δεν είναι ένα έργο για κάποιους νέους που νιώθουν να καταπιέζονται, γενικώς και αορίστως. Είναι ένα έργο για μια παρέα νέων που εξεγείρεται, κι ας είναι με τρόπο αυτοκαταστροφικό. Είναι ένα έργο για μια παρέα νέων που όταν τους κλείνουν στο αναμορφωτήριο δραπετεύουν και βρίσκουν καταφύγιο στο νεκροταφείο, ανάμεσα στους νεκρούς τους φίλους.

Δεν ξέρουμε τι σκέφτονται οι χαρακτήρες του έργου, ούτε τι νιώθουν. Ξέρουμε όμως τι κάνουν. Και πιστεύουμε πως το πραγματικά αυθεντικό δεν είναι η αυτοανάλυση, αλλά η δράση.

Βιογραφικό:

Γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα, ζει στο Βερολίνο. Εργάζεται ως σκηνοθέτης, δραματουργός, ηθοποιός και μεταφραστής σε Ελλάδα και Γερμανία. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και Σκηνοθεσία στην Ακαδημία Θεάτρου του Αμβούργου. Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας, το Schauspielhaus Hamburg, το Kampnagel και το Ballhaus Naunynstraße. Εργάζεται πάνω στον συνδυασμό Ιστορίας, μυθοπλασίας και πραγματικότητας και στην αναζήτηση μιας σύγχρονης μορφής της τραγωδίας.


Διαβάστε επίσης:

Ένα Ξύπνημα Της Άνοιξης, του Φρανκ Βέντεκιντ στο Θέατρο Σφενδόνη