Με την μεγαλειώδη Αΐντα του Τζουζέππε Βέρντι, η Εθνική Λυρική Σκηνή ανοίγει το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών, στις 10, 11, 12, 15 Ιουνίου 2016 στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Η δημοφιλής όπερα παρουσιάζεται σε νέα παραγωγή της ΕΛΣ, από το φημισμένο Φεστιβάλ Όπερας της Ταορμίνας, σε μουσική διεύθυνση Μύρωνα Μιχαηλίδη και Ηλία Βουδούρη, και σκηνοθεσία Ενρίκο Καστιλιόνε.
Η Αΐντα αποτελεί έργο ορόσημο της Ιταλικής μουσικής και ισορροπεί ανάμεσα στην ρομαντική όπερα και την γαλλική μεγαλόπρεπη όπερα. Οι σπουδαίες άριες, οι εντυπωσιακές σκηνές πλήθους, τα εκτενή ντουέτα και το εντυπωσιακό μπαλέτο κάνουν την όπερα αυτή να ξεχωρίζει, ενώ σηματοδοτούν νέες κατακτήσεις στη μουσικοδραματική γλώσσα του Βέρντι. Το θριαμβικό εμβατήριο, αποτελεί μία εντυπωσιακή σελίδα μεγαλόπρεπης, εξωτικής μουσικής. Στη διαχρονική δημοτικότητα της συνεισφέρει επίσης το πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται η όπερα, καθώς η δράση ξετυλίγεται στη φαραωνική Αίγυπτο σε μυθική εποχή, με την οποία το κοινό του 20ού αιώνα εξοικειώθηκε μέσα από την εικόνα που της προσέδωσαν οι χολιγουντιανές ταινίες. Όμως, αυτή είναι μονάχα μία από τις όψεις της Αΐντας του Βέρντι. Στο κέντρο της όπερας υπάρχει ένα ακόμα διάσημο ερωτικό τρίγωνο, όπως σε αρκετά από τα έργα του Βέρντι: η Αΐντα, πριγκίπισσα της Αιθιοπίας και αιχμάλωτη στην αυλή των φαραώ, είναι ερωτευμένη με τον Αιγύπτιο στρατηγό Ρανταμές, ο οποίος ανταποδίδει τα αισθήματά της δυσαρεστώντας την Αμνέριδα, κόρη του φαραώ, η οποία είναι επίσης ερωτευμένη μαζί του. Στον πυρήνα του έργου βρίσκεται η Αΐντα, παγιδευμένη ανάμεσα στα συναισθήματά της για τον άντρα που αγαπά και στο καθήκον απέναντι στον πατέρα και την πατρίδα της.
Η δημόσια όψη και το ιδιωτικό συναίσθημα βρίσκονται σε συνεχή διάλογο στην Αΐντα και ορίζουν την αισθητική του έργου, που κινείται από την πιο χαμηλόφωνη εξομολόγηση, έως την πιο λαμπρή διακήρυξη. Οι σκηνές πλήθους, όπως αυτή του θριάμβου στη 2η Σκηνή της Β’ Πράξης, έρχονται σε αντίθεση με τα ιδιωτικά συναισθήματα των τριών βασικών χαρακτήρων του έργου. Μια από τις μεγάλες κατακτήσεις του Βέρντι στο έργο αυτό ήταν ότι κατάφερε να ισορροπήσει τα μεγέθη: αφενός στη σκηνή του θριάμβου παίρνει το μέρος των ηττημένων, αφετέρου ολοκληρώνει το έργο με υποβλητικό και χαμηλόφωνο τρόπο προκαλώντας την αβίαστη συγκίνηση με τα λιτά μέσα που επιλέγει. Δεν είναι τυχαίος ο τρόπος που χτίζει την αξιοπρεπή στάση του βασικού του χαρακτήρα του έργου, της Αΐντας, θέλοντας να μιλήσει για τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα των λιγότερο προνομιούχων, κάτι που ο σπουδαίος συνθέτης υπερασπίστηκε με πάθος σε όλη του τη ζωή.
Η Αΐντα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της ΕΛΣ. Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Οργανισμού και πρώτος αρχιμουσικός της παραγωγής, σημειώνει: “Πρωτοπαρουσιάστηκε από την ΕΛΣ στις 8 Ιανουαρίου του 1958, την καλλιτεχνική περίοδο που εγκαινιάστηκε το νέο Θέατρο Ολύμπια. Και φέτος, δεν έρχεται απλώς στο τέλος άλλης μιας καλλιτεχνικής σεζόν -2015-16-, αλλά και στο γύρισμα μιας λαμπρής σελίδας στην ιστορία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, εν όψει της επικείμενης μεταστέγασής της στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Με την Αΐντα του, αυτό το «περιδέραιο από πολύτιμα μουσικά πετράδια» όπως εύγλωττα -και δίκαια- την έχουν χαρακτηρίσει, ο Τζουζέππε Βέρντι όχι μόνο εμφύσησε νέα πνοή, φέρνοντας πολλαπλές ανατροπές στην «κουρασμένη» Ιταλική Όπερα, αλλά επίσης αποκάλυψε το πλήρες εύρος των δικών του ικανοτήτων, και καθιερώθηκε ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της λυρικής τέχνης στη χώρα του, και «δάσκαλος» στον υπόλοιπο κόσμο. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στο μεγαλόπρεπο, θριαμβικό της εμβατήριο ή στο μυθικό, εξωτικό ιστορικό της πλαίσιο -τη φαραωνική Αίγυπτο- ή ακόμη στην περίτεχνη ύφανση της ψυχολογίας των ηρώων της. Ωστόσο, καμιά περιγραφή δεν μπορεί να αποδώσει επαρκώς το εύρος της σημασίας της, ίσως μόνο τα λόγια του Τόμας Μαν, από το Μαγικό Βουνό, για την απλότητά τους, όταν αναφέρεται στο περίφημο ντουέτο του τέλους μεταξύ των δύο εραστών, της Αΐντας και του Ρανταμές: «Τραγούδησαν για τον παράδεισο, αλλά τα τραγούδια τους ήταν από μόνα τους παράδεισος, και ήταν σαν τον παράδεισο τραγουδισμένα»”.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η συγκεκριμένη παραγωγή της Αΐντας, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2009 στο φημισμένο Φεστιβάλ Όπερας της Ταορμίνας στην Ιταλία, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Την σκηνοθεσία, τα σκηνικά, τους φωτισμούς και τις βιντεοπροβολές υπογράφει ο Διευθυντής του Φεστιβάλ Όπερας της Ταορμίνας, Ενρίκο Καστιλιόνε, γνωστός για την κινηματογραφική ματιά και τον ρεαλισμό των θεαμάτων του. Τα κοστούμια υπογράφει η διακεκριμένη Ιταλίδα ενδυματολόγος Σόνια Καμμαράτα, τη χορογραφία ο Κορυφαίος του Μπαλέτου της ΕΛΣ Φώτης Διαμαντόπουλος και την Διεύθυνση Χορωδίας ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Τη Μουσική διεύθυνση της παραγωγής μοιράζονται ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ΕΛΣ Μύρων Μιχαηλίδης και ο Αρχιμουσικός Ηλίας Βουδούρης.
Πρωταγωνιστούν σπουδαίοι Έλληνες και ξένοι μονωδοί, όπως οι Τσέλια Κοστέα, Άντα Λουίζε Μπόγκτζα, Ντάριο ντι Βιέτρι, Σεμπαστιάν Φεράντα, Έλενα Γκαμπούρι, Ελένα Κασσιάν, Κίριλ Μανόλοφ, Άρης Αργύρης, Τάσος Αποστόλου, Δημήτρης Κασιούμης κ.α.
Σημείωμα του σκηνοθέτη Ενρίκο Καστιλιόνε
Η Αΐντα την οποία παρουσιάζω στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, πρωτοπαρουσιάστηκε το 2009 στη σκηνή του αρχαίου θεάτρου της Ταορμίνας, που όπως και το Ηρώδειο είναι ένα από τα πιο ονομαστά θέατρα ελληνορωμαϊκής αρχιτεκτονικής της Μεσογείου. Να ανεβάζει κανείς ξανά μία παραγωγή που είχε σημειώσει τεράστια επιτυχία, όπως η πρώτη μου Αΐντα, αποτελεί πάντοτε πρόκληση συναρπαστική και είναι δύσκολο να επαναληφθεί ή και να ξεπεραστεί, ακόμα περισσότερο καθώς δίνει νέα προοπτική, προϋποθέτει νέες λύσεις, προκαλεί νέα συναισθήματα.
Η Αΐντα είναι πάθος, είναι δράμα, είναι πάλη για την εξουσία, είναι μεγαλείο αλλά είναι εξίσου μία «όπερα δωματίου», όπως συχνά αρεσκόταν να λέει ο Τζουζέππε Βέρντι. Μία όπερα η οποία έχει διπλή ψυχή, μία χαμηλόφωνη που αποτυπώνεται στην ερωτική ιστορία ανάμεσα στην Αΐντα και στον Ρανταμές, με τον οποίο είναι επίσης ερωτευμένη η Άμνερις, και μία εξωστρεφή, η οποία εκπροσωπείται από τη μεγαλοπρέπεια του αιγυπτιακού πολιτισμού και εκφράζεται έξοχα από τον Βέρντι στη Β’ Πράξη, στη «σκηνή του θριάμβου». Δεν είναι εύκολο να αποδώσει κανείς αυτές τις δύο όψεις, ειδικά σε μία όπερα όπως η Αΐντα, ένα από τα δημοφιλεστέρα και πιο γνωστά έργα παγκοσμίως.
Σε ένα ελληνορωμαϊκό θέατρο, όπως αυτό της Ταορμίνας, όταν σκηνοθετεί κανείς μία όπερα τόσο στενά συνδεδεμένη με τον αιγυπτιακό πολιτισμό το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι το πώς να «υποδεχτεί» την Αίγυπτο των φαραώ σε έναν χώρο που δεν φέρει κανένα της στοιχείο. Πρόθεσή μου ήταν η παραγωγή να αποδίδει την εποχή των φαραώ με την μέγιστη λαμπρότητα.
Έτσι, σχεδίασα μία μεγάλη πυραμίδα, σύμβολο της αρχαίας Αιγύπτου, η οποία αγκαλιάζει όλη τη σκηνή, μία πυραμίδα, μία πλατιά πυραμίδα στην οποία ξετυλίγεται η δράση των τεσσάρων πράξεων της όπερας του Βέρντι. Όμως, αυτό δεν αρκούσε προκειμένου να αποδοθεί η αρχαία Αίγυπτος με όλα της τα χρώματα και τη μεγαλοπρέπεια. Έτσι, εκτός από την πυραμίδα, σκέφτηκα μία διαμόρφωση η οποία θα «ντύνει» το εσωτερικό του θεάτρου με τα χρώματα, τις μορφές και τα σύμβολα της αρχαίας Αιγύπτου. Αυτό πραγματοποιήθηκε χάρη σε υψηλής ανάλυσης προβολές μιας σειράς εικόνων, που έχουν την ικανότητα να «μεταμορφώνουν» τα ερείπια του θεάτρου σε περιβάλλον αποκλειστικά αιγυπτιακό.
Οι προβολές δημιουργήθηκαν ακριβώς με βάση τα δομικά στοιχεία του θεάτρου, τους κίονες, τι κόγχες, τις καμπύλες του, έτσι ώστε να μην προβάλλουν με τυχαίο και αδιάφορο τρόπο απλές εικόνες σε κάποιο μέρος του θεάτρου ή με βάση κάποια κορυφογραμμή. Δημιουργήθηκαν ώστε να «μεταμορφώνουν» έναν ελληνορωμαϊκό κίονα σε αιγυπτιακό, έναν ελληνορωμαϊκό τοίχο σε αυτόν του αυτοκρατορικού ανακτόρου της Αμνέριδας, αλλά επίσης «μεταμορφώνοντας» το εσωτερικό του θεάτρου σε μακριές δενδροστοιχίες με φοίνικες στις όχθες του Νείλου.
Θυμάμαι ακόμα τη συγκίνηση των θεατών, οι οποίοι απροσδόκητα βρέθηκαν στις όχθες του Νείλου ή στο παλάτι των φαραώ, ακριβώς επειδή χάρη στην τεχνολογία προβολών υψηλής ανάλυσης το αρχαίο θέατρο «μεταμορφώθηκε» στην αρχαία Αίγυπτο… και θυμάμαι την έκπληξη όσων με ρωτούσαν πως τα καταφέραμε να τοποθετήσουμε αιγυπτιακές κολώνες στο ελληνορωμαϊκό θέατρο.
Τα ίδια αυτά συναισθήματα, ακόμα πιο έντονα και δυνατά, ελπίζω να βιώσουμε και πάλι στο Ηρώδειο, όπου η πλατιά πυραμίδα στην οποία ξετυλίγεται η δράση και οι υψηλής ανάλυσης προβολές θα «μεταμορφώσουν» το Ωδείο σε αιγυπτιακό περιβάλλον και πιο συγκεκριμένα σε αυτό της Αΐντας του Βέρντι, προσφέροντας στον θεατή εφέ που θα τον εντυπωσιάσουν και θα εντυπωθούν στη μνήμη του.
Τα κοστούμια της Σόνιας Καμμαράτα υποβάλλουν με φαντασία και ταλέντο τις φορεσιές των αρχαίων Αιγυπτίων. Τα εξαιρετικής λεπτότητας ενδύματα της Αΐντας και της Αμνέριδας και οι ιδιαίτερα υποβλητικές στολές του Βασιλιά και του Αμονάσρο με το εντυπωσιακό παιχνίδι από κολάρα, φτιαγμένα με την τεχνική του μωσαϊκού από χιλιάδες πολύχρωμα κομμάτια γυαλί, τα οποία λάμπουν σε όλο τους το μεγαλείο, όλα αυτά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της πρότασης.
Σε αυτή την απολύτως αιγυπτιακή εκδοχή, τα πρόσωπα της όπερας κινούνται με μεγάλη ευκινησία, ζώντας τα πάθη, τις επιθυμίες, τα δράματα και τα όνειρά τους πάνω στο κατ’ εξοχήν σύμβολο της αρχαίας Αιγύπτου: την πυραμίδα. Μία πυραμίδα, η οποία στη Β’ Πράξη υποδέχεται τη μεγαλοπρέπεια του θριάμβου, όπως στην τέταρτη αποκαλύπτει την μικρή κλίμακα του τάφου, μέσα από την ίδια δομή.
Μία ερωτική πρόκληση, αυτή της Αΐντας και του Ρανταμές, την οποία θέλησα να υπογραμμίσω από την πρώτη κιόλας εμφάνιση της Αΐντας στη σκηνή, κατά την Α’ Πράξη, ενώ είναι παρόντες η Άμνερις και ο Ρανταμές. Ένας έρωτας ανάμεσα στην Αΐντα και τον Ρανταμές, ο οποίος οδηγεί και τους δύο στο θάνατο, έναν οδυνηρό θάνατο, ο οποίος τους βρίσκει αγκαλιασμένους στο σκοτάδι του τάφου, κάτω από το βωμό της Αμνέριδας.
Η Αΐντα με μια ματιά
Ο συνθέτης / Ο Τζουζέππε Βέρντι, ο διασημότερος συνθέτης του ιταλικού Ρομαντισμού, γεννήθηκε στο Λε Ρόνκολε της βόρειας Ιταλίας το 1813 και πέθανε στο Μιλάνο το 1901. Σπούδασε μουσική στο επαρχιακό Μπουσσέτο και στη συνέχεια στο Μιλάνο. Τα πρώτα του έργα γράφηκαν μέσα στο επαναστατικό κλίμα της εποχής, απηχώντας ιδεολογικά τον αγώνα για την απελευθέρωση των ιταλικών κρατιδίων από τους Αυστριακούς και την ενοποίησή τους σε κυρίαρχη χώρα. Η ενασχόληση του Βέρντι με την πολιτική τον ανέδειξε σε εθνικό σύμβολο. Ως ακροστιχίδα το σύνθημα «Viva Verdi» σήμαινε «Ζήτω ο Βίκτωρ Εμμανουήλ βασιλιάς της Ιταλίας» – «Viva Vittorio Emanuele Re D’ Italia». Το 1861 ο συνθέτης εξελέγη μέλος του πρώτου ιταλικού κοινοβουλίου. Διασημότερες όπερές του είναι οι Ναμπούκκο (1842), Μάκβεθ (1847/1865), Ριγολέττος (1851), Ο τροβαδούρος (1853), Η παραστρατημένη/Τραβιάτα (1853), Η δύναμη του πεπρωμένου (1862), Αΐντα (1871), Οθέλλος (1887) και Φάλσταφ (1893).
Με τη μουσική του ο Βέρντι εξέφρασε σε αισθητικό επίπεδο το πνεύμα του ώριμου Ρομαντισμού και σε πολιτικό επίπεδο την επιθυμία των συμπατριωτών του να δουν την Ιταλία ελεύθερη και ενωμένη. Αγαπήθηκε από ιδιαίτερα πλατύ κοινό και απέκτησε εξαρχής δημοτικότητα που παραμένει αμείωτη μέχρι σήμερα. Στις ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες του 19ου αιώνα, ο Βέρντι υπήρξε ο συνθέτης που έζησε εκείνη τη μοναδική στιγμή στην Ιστορία της μουσικής, κατά την οποία η υψηλή τέχνη έγινε ταυτόχρονα και λαϊκή.
Το έργο / Η Αΐντα, όπερα σε τέσσερις πράξεις, είναι σε ποιητικό κείμενο του Αντόνιο Γκισλαντσόνι βασισμένο σε σενάριο του Ωγκύστ Μαριέτ. Η δράση εκτυλίσσεται στη Μέμφιδα και στις Θήβες την εποχή ισχύος των φαραώ. Η Αΐντα, κόρη του βασιλιά της Αιθιοπίας, είναι σκλάβα της Αμνέριδας, κόρης του Βασιλιά της Αιγύπτου. Και οι δύο γυναίκες αγαπούν τον Ρανταμές, αρχιστράτηγο των Αιγυπτίων, ο οποίος επιστρέφει νικητής από τον πόλεμο κατά των Αιθιόπων. Υποκύπτοντας στις πιέσεις του πατέρα της, η Αΐντα εκμαιεύει από τον ερωτευμένο Ρανταμές ένα στρατιωτικό μυστικό. Εξοργισμένη, η Άμνερις τον κατηγορεί για προδοσία. Στη συνέχεια προσπαθεί να τον σώσει, αλλά μάταια· ο Ρανταμές καταδικάζεται από το ιερατείο να ταφεί ζωντανός σε μία υπόγεια κρύπτη. Εκεί έχει κρυφτεί η Αΐντα, επιθυμώντας να πεθάνει στο πλευρό του αγαπημένου της.
Πρεμιέρες / Η Αΐντα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Όπερα του Καΐρου στις 24 Δεκεμβρίου 1871, σε μουσική διεύθυνση του συνθέτη και κοντραμπασίστα Τζοβάννι Μποττεζίνι. Πρωταγωνιστούσαν η Αντονιέττα Ποτσόνι-Αναστάζι ως Αΐντα, η Ελεονόρα Γκρόσσι ως Άμνερις, ο ΠιέτροΜοντζίνι ως Ρανταμές και ο Φραντσέσκο Στέλλερ ως Αμονάσρο. Στις 8 Φεβρουαρίου 1872 πραγματοποιήθηκε στη Σκάλα του Μιλάνου η ευρωπαϊκή πρεμιέρα της όπερας, με μικρές τροποποιήσεις στο μουσικό κείμενο. Διεύθυνε ο Φράνκο Φάτσο, ενώ η διανομή περιλάμβανε την Τερέζα Στολτς ως Αΐντα, τη Μαρία Βάλντμαν ως Αμνέριδα, τον Τζουζέππε Φαντσέλλι ως Ρανταμές και τον Φραντσέσκο Παντολφίνι ως Αμονάσρο.
Στην Αθήνα αναφέρεται παράσταση της όπερας το 1882 στα ιταλικά. Τον Απρίλιο του 1916 εγκαινιάστηκε το πρώτο θέατρο Ολύμπια με την όπερα Ερνάνης του Βέρντι. Κατά την πρώτη εκείνη καλλιτεχνική περίοδο παρουσιάστηκε επίσης η Αΐντα. Η παράσταση επαναλήφθηκε λίγους μήνες αργότερα στο Παναθηναϊκό Στάδιο υπό τη διεύθυνση του Βέλγου συνθέτη, βιολονίστα και αρχιμουσικού Αρμάνδου Μαρσίκ.
Από την Εθνική Λυρική Σκηνή η Αΐντα πρωτοπαρουσιάστηκε στις 8 Ιανουαρίου 1958, κατά την καλλιτεχνική περίοδο που εγκαινίασε το σημερινό Θέατρο Ολύμπια. Τις παραστάσεις διεύθυνε ο Ανδρέας Παρίδης. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευσε η Ρένα Κανάκη, τον Ρανταμές ο τενόρος Άντζελο Λοφορέζε και την Αμνέριδα η μεσόφωνος Φράνκα Σάκκι.
Συντελεστές:
Μουσική διεύθυνση: Μύρων Μιχαηλίδης (10, 11/6), Ηλίας Βουδούρης (12, 15/6)
Σκηνοθεσία: Ενρίκο Καστιλιόνε
Σκηνικά, βιντεοπροβολές, φωτισμοί: Ενρίκο Καστιλιόνε
Κοστούμια: Σόνια Καμμαράτα
Χορογραφία: Φώτης Διαμαντόπουλος
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Αΐντα: Τσέλια Κοστέα (10, 12/6) – Άντα Λουίζε Μπόγκτζα (11, 15/6)
Ρανταμές: Ντάριο ντι Βιέτρι (10, 12, 15/6) – Σεμπαστιάν Φεράντα (11/6)
Άμνερις: Έλενα Γκαμπούρι (10, 12/6) – Ελένα Κασσιάν (11, 15/6)
Αμονάσρο: Κίριλ Μανόλοφ (10, 12/6) – Άρης Αργύρης (11, 15/6)
Ράμφις: Τάσος Αποστόλου
Βασιλιάς: Δημήτρης Κασιούμης
Ιέρεια: Λένια Ζαφειροπούλου (10, 12/6) – Βούλα Αμιραδάκη (11, 15/6)
Αγγελιαφόρος: Χαράλαμπος Βελισσάριος
Συμμετέχουν η Ορχήστρα, η Χορωδία και το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Στην Ιταλική γλώσσα, με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους
Περισσότερες πληροφορίες για το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2016 μπορείτε να δείτε εδώ.