Η ανουσιότητα του να ζεις – Λένα Κιτσοπούλου: Κριτική θεάτρου

Από την πρώτη κιόλας σκηνή, ο θεατής νιώθει ότι κρυφοκοιτάζει μέσα σε ένα σπίτι από την κλειδαρότρυπα. Η Λένα Κιτσοπούλου και ο Γιάννης Κότσιφας είναι δύο άνθρωποι, δύο φίλοι των οποίων τα ονόματα, τη δουλειά και την οικογενειακή κατάσταση δεν μαθαίνουμε ποτέ, καθισμένοι στον αναπαυτικό λευκό καναπέ τους.

– Πολύ καλή κίνηση η ζυγαριά. Μπράβο.

– Ναι, κι εγώ χάρηκα πολύ. Ξέρεις, αυτό είναι τελικά. Πώς ένα μικρό πράγμα μπορεί να σε κάνει να χαρείς ρε παιδί μου.

– Ε ναι ρε, εννοείται. Εδώ ένα μπλουζάκι αγοράζεις και φτιάχνει η μέρα σου, τι λες τώρα;

Από την πρώτη κιόλας σκηνή, ο θεατής νιώθει ότι κρυφοκοιτάζει μέσα σε ένα σπίτι από την κλειδαρότρυπα. Η Λένα Κιτσοπούλου και ο Γιάννης Κότσιφας είναι δύο άνθρωποι, δύο φίλοι των οποίων τα ονόματα, τη δουλειά και την οικογενειακή κατάσταση δεν μαθαίνουμε ποτέ, καθισμένοι στον αναπαυτικό λευκό καναπέ τους. Μέσα από τη συζήτηση θα αποκαλύψουν τις αυταπάτες αλλά και πολλές πτυχές της νοοτροπίας του Νεοέλληνα: τον επίμονο και μονότονο σχολιασμό του φαγητού και των εκλογών, τον καταναλωτισμό, τον ρατσισμό και την αποστροφή στην άσχημη πλευρά της ζωής, τους ψυχαναγκασμούς και την επιθυμία να γίνει η ζωή ευκολότερη μέσα από συγκεκριμένα μαχαιροπήρουνα, κούπες καφέ και ποτήρια νερού.

Η συζήτηση κυλά κανονικά, όταν ξαφνικά διακόπτεται απότομα είτε από σιωπές που στάζουν απελπισία και πλήξη είτε από υπερβολικά βίαιες σκηνές εξαιτίας ασήμαντης αφορμής. Η ισορροπία επανέρχεται και η ατμόσφαιρα αποφορτίζεται μέσα από το χιούμορ που διαποτίζει ολόκληρο το έργο, ένα χιούμορ μέσα από το οποίο ξεπηδά όλη η τραγικότητα της καθημερινότητας.

Όταν κάποτε εκείνη αντιλαμβάνεται το μάταιο της κουβέντας, εκείνος τη διακόπτει απότομα και εμποδίζει κάθε ψήγμα φιλοσοφικής διάθεσης: καλύτερα να μιλάμε για τη σάλτσα στα μακαρόνια και για ψηφιακές ζυγαριές, όχι για υπαρξιακά προβλήματα. Εξάλλου, «μόνος του είναι ο άνθρωπος, μόνος του γεννήθηκε μόνος θα πεθάνει. Το’ πάμε αυτό, το καταλάβαμε. Ας ξέρει τουλάχιστον να φτιάξει ένα μακαρόνι. Το μακαρόνι θα χρειαστεί, τι θα χρειαστεί; Η ψυχική του ανάταση;». Έτσι έκαναν και οι παλιές νοικοκυρές που ήταν απαίδευτες κι απασχολούσαν το μυαλό τους συνεχώς δίχως να τους απομένει χρόνος για υπαρξιακές αναζητήσεις. Μέσα από την απλότητα των λέξεων όμως αναδύεται κάτι πιο βαθύ και επώδυνο. Όλο αυτό δεν είναι παρά μια προσπάθεια συγκάλυψης της αγωνίας μπροστά στα ερωτήματα της ύπαρξης. Ο άνθρωπος δεν τολμά να κοιτάξει τον φόβο χωρίς να κατεβάζει το βλέμμα του και ευχαρίστως προτιμά να ρίχνει στάχτη στα μάτια του, να αποκοιμιέται και να ξεχνιέται.

Η Λ. Κιτσοπούλου και ο Γ. Κότσιφας έχουν δουλέψει με όλα τα εκφραστικά τους μέσα τους ρόλους τους δίνοντας την εικόνα ότι βρίσκονται πραγματικά στον καναπέ του σπιτιού τους. Περνούν με άνεση από όλα τα στάδια του χιούμορ, της δραματικότητας, των βίαιων ξεσπασμάτων, του θυμού και της ματαιότητας. Διαθέτουν όλη την ενέργεια και τη δυναμική που απαιτούν κυρίως οι σκηνές έντασης όπου οι στροφές ανεβαίνουν επικίνδυνα. Ξεχωριστή είναι η σκηνή του μονολόγου της Λ. Κιτσοπούλου καθώς και ο χορός του Γ. Κότσιφα υπό τους ήχους ανατολίτικης μουσικής.

Η αφαιρετική σκηνοθεσία ανήκει στην πρωταγωνίστρια η οποία επιλέγει να δώσει έμφαση στα δύο πρόσωπα, ενώ τα σκηνικά και ο φωτισμός είναι απολύτως λειτουργικά.

Έξυπνη και πρωτότυπη, αν και με μια δόση υπερβολής, η αναφορά στο κοινό μέσα από το παραλήρημα – ανάλυση της υπέρμετρης σημασίας που δίνει ο Έλληνας στην καταγωγή του. Διότι, φυσικά, δεν είναι όλοι ίσοι κι όμοιοι. Εκείνη είναι κάποια. Διαθέτει πνευματικότητα, κατανόηση, σοφία, καλοσύνη, προσωπικότητα. Είναι η επίλεκτη, η σχεδόν ισόθεη. Η κορυφή όμως δεν φέρνει την ευτυχία, κουβαλά μαζί της αφόρητη μοναξιά και αυτή η συνειδητοποίηση την κάνει να βυθίζεται αργά μέσα στα σκοτεινά νερά της απαισιοδοξίας και της θλίψης.

Λίγο πριν το τέλος, η παρωδία – μικρογραφία που θυμίζει τελετή απονομής βραβείων Όσκαρ σε αργή κίνηση, δίνει τη θέση της σε μια παρατεταμένη κραυγή – διαμαρτυρία που τρυπά τα αυτιά και προκαλεί σφίξιμο στο στομάχι.

«Η ανουσιότητα του να ζεις» λοιπόν, είναι ένα ιδιόρρυθμο έργο που θα διχάσει. Περιέχει βαθιά νοήματα δοσμένα ως επί το πλείστον με ωμό και σε στιγμές σπλάτερ τρόπο και πιθανότατα θα ξενίσει όσους περιμένουν ένα κλασσικό ανέβασμα με αρχή, μέση και τέλος. Ωστόσο, η υπόθεσή του μας αφορά όλους κι ο καθένας από εμάς αναμφισβήτητα θα αναγνωρίσει κάτι οικείο μέσα από την καθημερινότητά του, μέσα από την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι του. 

Το Θέατρο Τέχνης παρουσιάζει από τις 13 Φεβρουαρίου 2015 το νέο έργο της Λένας Κιτσοπούλου. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ