Το έργο
Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ έγραψε την «Δωδέκατη Νύχτα» μεταξύ 1601 και 1602, δίνοντας επίσης τον υπότιτλο ή δεύτερο τίτλο, Όπως επιθυμείτε (με σαφείς απόηχους από το Όπως σας αρέσει), υπογραμμίζοντας την αλληλουχία παρεξηγήσεων και αναγνωρίσεων που υπάρχουν στο έργο. Η υπόθεση λαμβάνει χώρα την έκτη ημέρα μετά τα Χριστούγεννα, δηλαδή την ημέρα των Φώτων (όταν ακόμα τα ξωτικά και τα τελώνια τριγυρνούν ελεύθερα και κάνουν φάρσες). Ο τίτλος του έργου όμως αναφέρεται επίσης στην «Γιορτή των Τρελών» (“Feast of Fools”), στην οποία τα λάθη και οι κωμικές σκανταλιές αποτελούσαν τον κανόνα, ενώ οι συμμετέχοντες φορούσαν μάσκες κρύβοντας την αληθινή τους ταυτότητα. Το ζήτημα της ταυτότητας αναδύεται ως εκ των σημαντικότερων στο σαιξπηρικό αυτό έργο, αφού ο καθένας κρύβεται ή υποδύεται κάποιον άλλον. Η μεταμφίεση όμως στο ελισαβετιανό θέατρο ήδη ξεκινάει από τους ίδιους τους ηθοποιούς, καθώς αποκλειστικά νέοι και μεγαλύτεροι άνδρες, υποδύονταν όλους τους ρόλους, τόσο ανδρικούς όσο και γυναικείους. Στην Δωδέκατη Νύχτα, η Βιόλα υιοθετεί την ταυτότητα του Σεμπάστιαν, του αδελφού της που αγνοείται μετά από ναυάγιο. Μεταμφιεσμένη σε Σεζάριο ερωτεύεται τον άνθρωπο που υπηρετεί, τον Ορσίνο, ο οποίος όμως είναι ερωτευμένος με την θλιμμένη Ολίβια, η οποία θα ερωτευτεί τον Σεζάριο. Το κουβάρι αυτό περιπλέκουν ακόμα περισσότερο τα ίδια τα ονόματα των βασικών ηρώων, τα οποία μοιάζουν μεταξύ τους (Ορσίνο-Σεζάριο-Σεμπάστιαν-Ολίβια-Βιόλα).
Ο Σαίξπηρ με τα θεατρικά του έργα, αλλά και με τα σονέτα του, ύμνησε τον έρωτα, αλλά και την σαρκική αγάπη. Και στην Δωδέκατη Νύχτα, ο έρωτας είναι το κεντρικό του θέμα, σε όλες του τις μορφές: ο ανικανοποίητος, αυτός που έχει αίσιο τέλος, ο ετεροφυλόφιλος, ο ομοφυλόφιλος, ο πλατωνικός. Ο θεατής ωστόσο δεν βλέπει κανένα ζευγάρι, πριν το τέλος, να εκφράζει τον έρωτά του στο άλλο του μισό, με μόνη εξαίρεση τον πλατωνικό και ανικανοποίητο έρωτα του Αντόνιο προς τον Σεμπάστιαν.
Η σκηνοθεσία
Ο Γιάννης Κακλέας τοποθέτησε το σύγχρονο αυτό ερωτικό γαϊτανάκι στο σήμερα ιδωμένο μέσα από μια σύγχρονη ματιά. Με κάποιες μεμονωμένες προσθήκες στο κείμενο, η μετάφραση (Ερρίκος Μπελιές) διατήρησε το λυρισμό του κειμένου. Με διάθεση να μην μείνει σε μια στείρα, μουσειακή αποτύπωση της Δωδέκατης Νύχτας, ο σκηνοθέτης αναζήτησε τις παραλληλίες και τις αναφορές με τη σημερινή εποχή. Σε αυτό του το εγχείρημα βρήκε πολύτιμους συνεργάτες τόσο τη μουσική, όσο και τα κοστούμια. Ο Γιάννης Κακλέας εστίασε κυρίως στο παιχνίδι της μεταμφίεσης και της αλλαγής ταυτότητας, τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά, σε ερωτικό, αλλά και κοινωνικό επίπεδο. Ενδιαφέρουσα και κεντρικής σημασίας στη διαδικασία της πρόσληψης ήταν η επιλογή του Φέστε ως ερμαφρόδιτου, με έντονο σεξουαλικό ταπεραμέντο, αναδεικνύοντας το ερωτικό στοιχείο ως την κινητήριο δύναμη. Παράλληλα, διαχώρισε από τον κόσμο των ερωτευμένων (Ορσίνο-Ολίβια-Βιόλα) τον κόσμο των Σέρ Τόμπι και Σερ Άντριου, οι οποίοι ζουν βουτηγμένοι στην ακολασία και την αδιάκοπη διασκέδαση. Γενικότερα, έστρεψε την προσοχή του περισσότερο προς τη σκοταδιστική πλευρά του έρωτα και του πόθου, όπου δύνανται να κρυφτούν οι μύχιες ανθρώπινες σκέψεις, αλλά και να αναβαπτισθούν τα καλώς κρυμμένα συναισθήματα. Έτσι, μολονότι η Δωδέκατη Νύχτα είναι μια από τις πιο πολυπαιγμένες και ενδιαφέρουσες κωμωδίες του Ο. Σαίξπηρ, η σκηνοθεσία του Γ. Κακλέα κινήθηκε σε μια πιο σκοτεινή εκδοχή της, η οποία όμως συνδέεται απόλυτα με τον σαρκικό πόθο τον οποίο επίσης αναφέρει και εξυμνεί ο ελισαβετιανός συγγραφέας.
Οι ηθοποιοί
Η Ολίβια της Ηλιάνας Μαυρομάτη ήταν απλώς εξαιρετική. Απλή, μεστή, ουσιαστική, με περίσσια άνεση, κινήθηκε στη σκηνή με απόλυτη φυσικότητα. Εξίσου εκπληκτικός ήταν ο Μαλβόλιο του Αλέξανδρου Ζουριδάκη, ο οποίος πέτυχε να αποδώσει τον πουριτανό μισάνθρωπο, ενώ στην σκηνή με τις κίτρινες καλτσοδέτες κατάφερε να αυτό-γελοιοποιηθεί, χωρίς όμως να εξευτελίσει τον χαρακτήρα του, αποδεικνύοντας τη φαιδρότητα του πουριτανισμού. Εξαιρετικός επίσης ο Σερ Άντριου του Πωλ Ζαχαριάδη, ο οποίος απέδωσε με μοναδικό τρόπο τον εστέτ ευγενή, που ζει στην ακολασία και την πολυτέλεια, παρασιτικά, σε βάρος των υπολοίπων. Πολύ καλό δίδυμο στον Σερ Άντριου υπήρξε επίσης ο Σερ Τόμπι (Παναγιώτης Παπαϊωάννου). Καλή ήταν η Βιόλα-Σεμπάνστιαν της Αμαλίας Καβάλη, αν και κάπως υποτονική. Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής ως Ορσίνο ήταν υπερβολικός, αναλωνόμενος σε αναίτιες υπερβολές. Καλοί τέλος, ο Φέστε (Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος), η Μαρία (Ελευθερία Παγκάλου) και η Φοίβη (Αγγελική Τρομπούκη).
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι υπόλοιποι συντελεστές
Ο πιο σημαντικός συνεργάτης της σκηνοθετικής γραμμής υπήρξε η μουσική (Γρηγόρης Ελευθερίου). Άλλοτε ζωντανή, με τον Κωνσταντίνο Μπιμπή να παίζει υπέροχο πιάνο και να τραγουδάει καταπληκτικά, και άλλοτε με ηχογραφημένη, οι μουσικές επιλογές υπογράμμιζαν και αναδείκνυαν την δράση και τα συναισθήματα ή διλήμματα των ηρώων. Σύγχρονες μουσικές επιλογές, συχνά «πειραγμένες», έδωσαν το στίγμα της παράστασης. Σε ελάχιστες περιπτώσεις, η μουσική θα μπορούσε να απουσιάζει ή να έχει μικρότερη διάρκεια, καθώς επιστρατεύτηκε προκειμένου να καλύψει την αμηχανία του σκηνοθέτη απέναντι στο κείμενο. Ως επί το πλείστον όμως, η μουσική υπογράμμισε, σχολίασε και ανέδειξε την υπόθεση του έργου. Το λιτό, αλλά απολύτως λειτουργικό σκηνικό (Ηλένια Δουλαδίρη-Γιάννης Κακλέας) με κλίμακες στο βάθος της σκηνής, επιβεβαίωνε την σκηνοθετική επιλογή να εστιάσει στο λόγο. Καθοριστικής σημασιολογικής αξίας ωστόσο ήταν και η σκηνοθετική επιλογή να τοποθετηθεί αυτό το ερωτικό γαϊτανάκι που έστησε ο Σαίξπηρ σε προθήκες βιτρίνας, υπονοώντας το αγοραίο και εφήμερο που πλεονάζει στον έρωτα. Τα κοστούμια (Ηλένια Δουλαδίρη) ήταν εξίσου έντονα σημασιολογικά φορτισμένα, τόσο δηλώνοντας τους διαφορετικούς κόσμους (Σερ Τόμπι-Σερ Άντριους-Μαρία και οι ερωτευμένοι), όσο και υπογραμμίζοντας την πλοκή αλλά και τη σύνδεση του έργου με τη σημερινή εποχή. Ενδεικτικές είναι οι σκηνές με τον Σεζάριο όταν μεταφέρει το μήνυμα του Ορσίνο στην Ολίβια, αλλά και με την ερωτική εξομολόγηση του Μαλβόλιο. Τέλος, οι φωτισμοί ανέδειξαν τη σκηνοθετική γραμμή και τόνισαν στοιχεία της δράσης.
Εν κατακλείδι
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα αποτύπωσε με ενδιαφέροντα και σύγχρονο τρόπο το ελισαβετιανό κείμενο, δείχνοντας ότι ο Σαίξπηρ δεν είναι ένας μουσειακός, σκηνικά, θεατρικός συγγραφέας. Τουναντίον, έδειξε ότι ο Σαίξπηρ ασχολήθηκε με θεματολόγια η οποία είναι διαρκώς επίκαιρη, αφού καταπιάνεται με προαιώνια ζητήματα όπως είναι ο έρωτας και η ταυτότητα της ανθρώπινης φύσης.
Photo Credit: Πάτροκλος Σκαφίδας
Διαβάστε επίσης:
Δωδέκατη Νύχτα, του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα στο Θέατρο Τέχνης