Η Μικρή Άρκτος παρουσιάζει στον Ιανό την νέα συλλεκτική έκδοση με τίτλο Μουσική και Τραγούδια για το Θέατρο της Ελένης Καραΐνδρου στις 8 Δεκεμβρίου 2015.
Το βιβλίο περιέχει 2 CD με τις πρωτότυπες ηχογραφήσεις (1983-2012) από ιστορικές παραστάσεις που σκηνοθέτησαν οι Λευτέρης Βογιατζής, Ζυλ Ντασσέν, Μάγια Λυμπεροπούλου, Βασίλης Παπαβασιλείου και Αντώνης Αντύπας (τα τρία τελευταία έργα στο Απλό θέατρο), ενώ συμμετέχουν μερικοί από τους σημαντικότερους Έλληνες ηθοποιούς. Στην παρουσίαση θα προβληθούν σπάνια ηχητικά και οπτικά ντοκουμέντα.
Βασικά Στοιχεία
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Πρόκειται για ένα βιβλίο με 2 CD με ανέκδοτες μουσικές και τραγούδια της Ελένης Καραΐνδρου, για το θέατρο. Συνεργασίες με 5 κορυφαίους σκηνοθέτες (Βογιατζής, Ντασσέν, Αντύπας, Λυμπεροπούλου, Παπαβασιλείου)
για 12 θεατρικά έργα μεγάλων συγγραφέων (Πίντερ, Μπέκετ, Γκολντόνι, Σαίξπηρ, Γκόργκι, Τσέχωφ, Τουργκένιεφ, Γκριμπογέντοφ, Μίλλερ, Λούλα Αναγνωστάκη, Λεωνίδας Προυσαλίδης)
Στο διπλό αυτό άλμπουμ έχουμε πολλά τραγούδια. Ξεχωρίζουν το τραγούδι με την Τζένη Καρέζη από την τελευταία της παράσταση, Διαμάντια και μπλούζ, η Ράνια Οικονομίδου, από τις Ευτυχισμένες Μέρες του Μπέκετ, η Άννα Παρλαπάνου από τους Μικροαστούς του Γκόργκι, η Αρλέτα και όλος ο θίασος στο τραγούδι της λίμνης από τον Γλάρο του Τσέχωφ. κ.α.
Εισαγωγικό κείμενο Ελένης Καραΐνδρου
Κρατάω στα χέρια μου ένα πολύτιμο φορτίο, μια κιβωτό γεμάτη ταξίδια, όνειρα, υποσχέσεις, βλέμματα, φωνές, αγγίγματα, χρώματα, ήχους, μνήμες, χαμόγελα, αποφάσεις, δάκρυα, αποχωρισμούς, πάθη, έρωτες και θανάτους. Είναι τα δώρα μου από τις συναντήσεις μου, στον μαγικό κόσμο του θεάτρου, με έντεκα σπουδαίους συγγραφείς και πέντε κορυφαίους σκηνοθέτες, πέντε ανθρώπους ταγμένους που με εμπιστεύτηκαν και μού χάρισαν ταξίδια μοναδικά, γεμάτα εμπειρίες και συγκίνηση.
Είναι ο Λευτέρης Βογιατζής που μαζί του έζησα το δόσιμο της ύπαρξής του στον υπέρτατο σκοπό της ζωής του, το θέατρο. Τον φέρνω πάντα στο μυαλό μου, όπως ήταν στην πρώτη μας συνάντηση, στους διαδρόμους της ΕΡΤ, στο Τρίτο Πρόγραμμα (τότε ήταν ο πρίγκιπας της Λιλιπούπολης). Βρισκόμουν στο Studio B και δούλευα πάνω στη μουσική μου στην Περιπλάνηση, του Χριστοφή. Ξαφνικά, από τη μισάνοιχτη πόρτα ξεπρόβαλλε το κεφάλι του Λευτέρη (1979) που έπαιζε στην ταινία αλλά δεν είχε δει ούτε ένα πλάνο. «Υπάρχει κάτι από τη μουσική σου σ’ αυτή την ταινία;» με ρωτάει με προσμονή. «Ναι» του απαντάω «και είσαι πολύ καλός στην ταινία, με έχεις εμπνεύσει». Έκτοτε δημιουργήθηκε μια γέφυρα αληθινής επικοινωνίας ανάμεσά μας κι όταν μου ζήτησε να γράψω τη μουσική για τους Αγροίκους (1982), η συνεργασία μας εξελίχθηκε εν μέσω γενικευμένης ευφορίας ανάμεσά μας. Τον θυμάμαι ζωντανά, στο σπίτι μου στο Μετς, να διακόπτει τις συζητήσεις γύρω από το έργο και να υποδύεται τους ρόλους, να δημιουργεί χορογραφίες, να χορεύει ο ίδιος κι εγώ να συμμετέχω αυτοσχεδιάζοντας στο πιάνο. Ακόμα θυμάμαι, στο άλλο έργο που συνεργαστήκαμε, στο Συμφορά από το πολύ μυαλό να έρχεται σε πρόβα που έκανα με την Ντόρα Μπακοπούλου, την Μαρκέλα Χατζιάνο, (στο ξεκίνημά της τότε) και τον Αντώνη Κοντογεωργίου, για το τραγούδι της παράστασης, να το ακούει και να μας γυρίζει την πλάτη για να μη δούμε ότι τον είχαν πάρει τα δάκρυα.
Αυτό το φοβερό παιδί που ήταν ο Λευτέρης, το δύσκολο παιδί, εγώ το είχα συνδέσει με πολύ γέλιο, στις παρέες ήταν απρόβλεπτος και πολύ αστείος και μόνο όταν έμπαινε μέσα του ο δαίμονας της «τελειομανίας», μπορούσε να γίνει πιεστικός έως και αφόρητος στις πρόβες. Το είδα κι αυτό αλλά τίποτα δεν μπορούσε να με κάνει να τον παρεξηγήσω. Η μανία του με όλα ήταν αυθεντική όπως και η μανία του με την υγεία του. Πάντα παραπονιόταν γι’ αυτήν και ποτέ δεν τον πιστεύαμε. Και να που μας την έσκασε το τρομερό παιδί. Κι έφυγε νωρίς… και μας λείπει. Λείπει από το θέατρο. Αυτό που ο ίδιος υπηρέτησε και το αποθέωσε.
Ακόμη ένας που μου λείπει είναι ο Ζυλ Ντασσέν, ο Τζούλη, ο Αμερικανός φίλος που πολιτογραφήθηκε Έλληνας και έδρασε κυρίως στο «Εθνικό Θέατρο». Εκεί με προσκάλεσε το 1984 για ένα υπέροχο έργο του Τουργκένιεφ το Ένας μήνας στην εξοχή. Βέβαια τον Τζούλη τον γνώριζα από το Παρίσι. Στο σπίτι του και της Μελίνας ζούσαμε λεπτό προς λεπτό τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973. Αγαπούσε τη μουσική μου και πίστευε πολύ στο ταλέντο μου.
Δεξιοτέχνης και μάγος στο στήσιμο της παράστασης μού χάρισε στιγμές γνώσης και εμπειρίας πολύτιμης που συνεχίστηκε και στη δεύτερη συνεργασία μας (1988), πάλι στο Εθνικό, με το εμβληματικό έργο του Τσέχωφ, Ο γλάρος. Είχε μια σπάνια αύρα και ευγένεια, δεν ήταν πιεστικός αλλά είχε την απαραίτητη επιμονή για να πραγματοποιήσει το όραμά του.
Το 1993, μετά τη συναυλία μου στην Επίδαυρο, με φώναξε στο σπίτι του, στο Λυκαβηττό και μου είπε ότι θα σκηνοθετούσε την τελευταία παράσταση της ζωής του, ότι ήταν παλιό του όνειρο ν’ ανεβάσει το έργο του Μίλλερ Ο Θάνατος του Εμποράκου και με ήθελε κοντά του οπωσδήποτε. ‘Έτσι κι έγινε. Όχι στο «Εθνικό» αλλά στο θέατρο «Αθήναιον» που μόλις είχε μετονομαστεί σε θέατρο «Τζένη Καρέζη». Είχε μια εμμονή μ’ αυτό το έργο, ένα πάθος θα έλεγα. Τον άγγιζε βαθιά ο τρόπος που ο συγγραφέας αντιμετώπισε το συνταρακτικό αυτό θέμα και, μη ξεχνάμε πως ήταν γέννημα θρέμμα της Αμερικής που εκδιώχτηκε από τον Μακαρθισμό.
Με την Μάγια Λυμπεροπούλου είχα δεσμούς από τότε που παρακολουθούσα το Θέατρο Τέχνης. Ήταν μια ηθοποιός που λάτρευα, που έλαμπε πάνω στη σκηνή κι έδινε κύρος στις μορφές που ενσάρκωνε. Και να που ήρθε η στιγμή να τη δω και να τη θαυμάσω από κοντά σαν σκηνοθέτρια. Αυτό έγινε στην Πάτρα, στο υπέροχο θέατρο «Απόλλων» (μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνο έλεγε η γιαγιά μου που κρατούσε στο όνομά της πάντα το θεωρείο 7).
Η Μάγια σαν καλλιτεχνική διευθύντρια έκανε θαύματα εκεί κι άφησε εποχή με το ρεπερτόριο και τις παραστάσεις της. Έζησα μαζί της τη γέννηση δυο μεγάλων παραστάσεων: Οι Μικροαστοί του Γκόρκι και Αγάπης, αγώνας άγονος του Σαίξπηρ. Τι οργάνωση, τι διείσδυση στο κείμενο, τι πνευματικότητα και τι φιλοσοφική οξυδέρκεια στολίζουν αυτή τη σπάνια προσωπικότητα! Ήταν ένα λουτρό ποίησης η συνεργασία μας και της χρωστάω μερικές από τις ωραιότερες μελωδίες μου.
Και έρχομαι στον επόμενο πυλώνα της κιβωτού μου, στον Βασίλη Παπαβασιλείου. Αυτόν τον μεγάλο ηθοποιό, τον διανοούμενο, τον στυλοβάτη, στο ξεκίνημά της, της Εταιρείας Θεάτρου «Η Σκηνή», το alter ego του Λευτέρη, τον προικισμένο ρήτορα και λογοπλάστη και τον δυναμικό σκηνοθέτη, κυρίως δε τον προκλητικά ασυμβίβαστο άνθρωπο της εποχής μας.
Δυο παραστάσεις. Η μια, Γκολντόνι, Το καινούργιο σπίτι, όπου πολύ το διασκέδασα με τις ιντριγκαδόρικες και κωμικοτραγικές καταστάσεις, τον τρελό ρυθμό της και την δεμένη αρχιτεκτονική της.
Η επόμενη παράστασή μας έμελλε να με κάνει να δακρύζω όποτε τη σκέφτομαι γιατί ήταν η τελευταία της Τζένης Καρέζη και το έργο έμοιαζε προφητικό. «Χάθηκα μέσα στη ζωή μου» τραγουδούσε η Τζένη. Αποφάσισα να τη άλω να το λέει δυο φορές στο CD. Μία με πιάνο, μόνο δύο στροφές και την άλλη ολόκληρο, με σαξόφωνο, στο τέλος του δεύτερου CD και το ονόμασα «Αποχαιρετισμός». Κάτι ήξερε η Λούλα Αναγνωστάκη όταν το έγραφε. Έτσι είναι οι μεγάλοι συγγραφείς, προικισμένοι με διαίσθηση.
Για τον Αντώνη Αντύπα έχω μιλήσει πολλές φορές κι έχω εκφράσει την ευγνωμοσύνη μου για τα υπέροχα δημιουργικά χρόνια και τις γεμάτες έμπνευση παραστάσεις του στις οποίες συνεργαστήκαμε. Πάνω από 27.
Τώρα, θα μιλήσω με συγκίνηση για τις τρεις τελευταίες παραστάσεις του που γεννήθηκαν στο «Απλό Θέατρο», τον χώρο στον οποίο με προσήλωση κι αυταπάρνηση αφιερώθηκε στη υπηρεσία του θεάτρου.
Γέννημα θρέμμα του ιστορικού «Θεάτρου Τέχνης» ο Αντώνης, ένας ταγμένος θεατράνθρωπος παρουσίασε ένα σπουδαίο ρεπερτόριο συστήνοντας στο ελληνικό κοινό και άπαιχτα έργα μεγάλων συγγραφέων όπως ο Χάρολντ Πίντερ, ο Μπράιαν Φρίελ, ο Ντάγκερμαν και πολλοί άλλοι.
Τα τρία τελευταία έργα στο «Απλό Θέατρο», ενδεικτικά των επιλογών του, Ο επιστάτης του Χ. Πίντερ, οι Ευτυχισμένες μέρες του Μπέκετ και το Βαγόνι στα νερά του ταλαντούχου και βραβευμένου θεσσαλονικιού νέου συγγραφέα Λεωνίδα Προυσαλίδη, μου χάρισαν στιγμές μεγάλης ευδαιμονίας και ανάτασης και νιώθω συγκίνηση που οι μουσικές μου περιλαμβάνονται σ’ αυτή την όμορφη έκδοση. Λέω όμορφη γιατί καμιά εικαστική επιλογή δεν θ’ αγκάλιαζε καλύτερα την κιβωτό μου όσο αυτός ο υπέροχος πίνακας της ζωγράφου Ειρήνης Ηλιοπούλου που απεικονίζει ένα θέατρο και έχει τον τίτλο «Théâtre de Paris», εμπνευσμένο από το περίφημο παρισινό θέατρο Le vieux-Colombier.
Toν πίνακα αυτό επέλεξε ο Ανδρέας Γεωργιάδης, ο σπουδαίος εικαστικός που σχεδίασε και όλη την υπέροχη έκδοση με έμπνευση, έρευνα και άφθαστο γούστο.
Τον ευχαριστώ, όπως ευχαριστώ όλους τους σπουδαίους μουσικούς που συμμετείχαν στις ηχογραφήσεις. Η έκδοση αυτή ανήκει και σ’ αυτούς.