Πρόκειται για ένα βιβλίο για τη Λεσβιακή ελιά που συμπορεύεται με τον ελληνικό πολιτισμό από τα βάθη των αιώνων, πλάι στη Σαπφώ και τον Αλκαίο, τον Φώτη Κόντογλου, τον Ηλία Βενέζη, τον Στράτη Μυριβήλη, τον Αλέξη Πανσέληνο, τον Γιώργο Ιακωβίδη, τον Ορέστη Κανέλλη, τον Αργύρη Εφταλιώτη, τον Στρατή Ελευθεριάδη, τον Θεόφιλο, τον Οδυσσέα Ελύτη.
Αναντίλεκτα, η ελιά είναι το δέντρο που πέρα από τον καρπό που έδωσε και εξακολουθεί να δίνει, με όλα τα κοινωνικά, οικονομικά, διατροφικά του οφέλη, έγινε για τον Έλληνα σύντροφος και βοηθός του. Κυριαρχεί και αγκαλιάζει την ελληνική ύπαιθρο, απλώνεται σε λόφους, ανηφορίζει τις πλαγιές ή ροβολά κατά τη θάλασσα, ακροβολεί στους κάμπους, γεμίζει τις αυλές, κοιτάζει μέσα από τα παραθύρια τα παιδιά να παίζουν, ακούει τα μυστικά τους, γίνεται ίσκιος των άγουρων ερώτων τους και αφουγκράζεται τους αιώνιους ψιθυρισμούς των εφηβικών τους όρκων.
Δέντρο χιλιόχρονο και αειθαλές, με ρίζες βαθιά χωμένες στα τρίσβαθα της ελληνίδας γης. Περήφανο και καρπερό σαν γυναικείο κορμί. Κορμί βασανισμένο, που γνώρισε την αντρίκια ορμή του ανέμου, το χάδι και την οργή του κι ασάλευτο αφέθηκε στη λαγνεία του. Ένα δέντρο που έγινε σύμβολο της σοφίας και τροφοδότησε γενιές ανθρώπων.
Από τους ομηρικούς χρόνους έως τις μέρες μας στη Μυτιλήνη η ζωή είναι συνυφασμένη με το ξύλο της. Τραχιά, άγρια, γεμάτη ρόζους, αλλά καρπερή και γενναία. Εκεί ακουμπούν οι ντόπιοι τους καημούς και τις χαρές τους. Γι’ αυτό και η ελιά υμνήθηκε όσο κανένα άλλο δέντρο στην ελληνική λογοτεχνία, καθώς, όπως γράφει ο Ελύτης, «εβρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να έχει σταλάξει στα φύλλα της καρδιάς». Από τα ομηρικά έπη, τον μινωικό πολιτισμό και τον μυκηναϊκό έως τους εκπροσώπους της περίφημης «λεσβιακής άνοιξης», τους κορυφαίους νομπελίστες μας οι ελαιώνες αποτέλεσαν σύμβολο αθανασίας, ειρήνης, επάρκειας, θρησκευτικών τελετουργιών, σύμβολο ελληνισμού. Αλλά και πηγή έμπνευσης λογοτεχνικών και εικαστικών επιτευγμάτων.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Δεν είναι τυχαίο που ο Ελύτης έγραφε πως: «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις», ακριβώς για να τονίσει πόσο καθοριστική είναι η ελιά για τον ταυτοτικό προσδιορισμό του Έλληνα. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο Βενέζης γράφει: «Στη Λέσβο, στα όρη των ελαιών της θα μπορούσε να διδάξει ο Χριστός» και ο Μυριβήλης: «Το δάσος της ελιάς είναι απέραντο. Μια θάλασσα γλαυκή και ασημένια, που κυματίζεται ανάλαφρα και κρατά αδιάκοπα στα φυλλώματα ένα απόφεγγο φεγγαριού. […] Σηκώνεις τα μάτια προς τον ουρανό κι αντικρίζεις τα ασημένια κύματα ν’ ανεβαίνουν. Είναι εκατομμύρια δέντρα, που γενιές αγροτών φύτεψαν ως πάνω στα κατσάβραχα, κουβαλώντας από τον κάμπο μέσα σε κοφίνια το χώμα για να τα θρέψουν. Περπατάς με σεβασμό μέσα στον ιερό ελιώνα. Το φως περνά σμαραγδί, σκορπιέται διακριτικά. Όλα είναι κατανυχτικά και ήσυχα, όπως μέσα σε μιαν εκκλησιά όταν έρχεται το σούρουπο».
Γι’ αυτό τον λόγο, το παρόν λεύκωμα που εξέδωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Ελαίας Νήσος Λέσβος», σε μια παραγωγή των εκδόσεων Τοπίο είναι πολύ σημαντικός. Συνοψίζει στις 204 σελίδες του τα πάντα για τη μεσογειακή ελιά της Λέσβου, την ελιά των ποιητών, των ζωγράφων, του παρελθόντος, των μουσείων, των ελαιώνων και του μόχθου, του λιομαζώματος και της μνήμης, την ηλιοπότισσα ελιά της Λέσβου. Περιγράφει τη μοναδικότητα του ελαιόλαδού της, ακολουθεί τα ίχνη της μνήμης, τις μαζώχτρες στο Λιομάζωμα, το λιοτρίβι, τη βιομηχανία, την ιστορική και κοινωνική ανθρωπογεωγραφία ενός πολιτισμού που γεννήθηκε και γιγαντώθηκε δίπλα στις ρίζες των ελαιώνων που βρέχονται από τη θάλασσα ή στέκονται στην άκρη του βουνού με τις ξερολιθιές να συγκρατούν το χώμα και περιγράφει πώς στο πέρασμα των αιώνων έγιναν το αντιστύλι του.
Το λεύκωμα, το οποίο κυκλοφορεί στην ελληνική αλλά και στην αγγλική γλώσσα, είναι χωρισμένο σε επτά ενότητες: Η ελιά στην τέχνη, Περί ελαίας λόγος, Με το βλέμμα στον χρόνο, Μουσεία, ίχνη της μνήμης, Ελαιώνες αιωνόβια νιότη, Λιομάζωμα η ανατομία του μόχθου, Εξέλιξη, επιστροφή στο μέλλον.
Ενότητες
Πίνακες δεκατεσσάρων σπουδαίων ζωγράφων κοσμούν τον καλαίσθητο αυτόν τόμο στην πρώτη ενότητα. Θεόφιλος, Στρατής Αθηναίος, Στρατής Αναστασέλλης, Βασίλης Βαγιάνης, Χρήστος Γαρουφάλης, Βάσω Γκιώνη, Νίκη Ελευθεριάδη, Βασίλης Ιθακήσιος, Μανώλης Καλλιγιάννης, Ορέστης Κανέλλης, Γιώργος Λολοσίδης, Θόδωρος Μανωλίδης, Καίτη Μεσσηνέζη και Χρόνης Μπότσογλου είναι οι εικαστικοί δημιουργοί που μετατρέπουν σε τέχνη την υπαρκτική δύναμη της ελιάς της Λέσβου, με έναν άλλο, εξίσου σημαντικό αφηγηματικό τρόπο με τον λόγο. Χρησιμοποιώντας το χρώμα ή την αφαίρεσή του και κατασκευάζοντας το φως και τη διαύγεια του, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως διαφαίνεται στα φαιοπράσινα κύματα των ελαιώνων.
Ακολουθεί η δεύτερη ενότητα με κείμενα έξι σημαντικών συγγραφέων. Στο πρώτο κείμενο με τον τίτλο Ελαιόφυτη νήσος ο Νίκος Ψιλάκης περιγράφει τους τρόπους με τους οποίους η ελιά συνδέθηκε με τη νήσο Λέσβο στην πάροδο των αιώνων, ιστορικά, λαογραφικά και θρησκευτικά και το πώς επηρέασε τα μεγάλα πνεύματα των Ελλήνων λογοτεχνών, με αναφορές στην ποίηση του Ελύτη, στην πεζογραφία του Βενέζη και του Μυριβήλη αλλά και στη σχέση του νομπελίστα Λέσβιου ποιητή με το νησί.
Ακολουθεί το κείμενο του Νίκου Ζούρου, με τον τίτλο Λέσβος, η γη της ελιάς, όπου ο συγγραφέας δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη γεωμορφολογία του νησιού, η οποία επέτρεψε την ανάπτυξη των ελαιώνων και διαμόρφωσε την ποιότητα του λαδιού της παρουσιάζοντας τις τρεις ποικιλίες της ελιάς που απαντούν στα εδάφη της Λέσβου.
Για την ποιότητα του λέσβιου ελαιόλαδου γράφει ο Νίκος Θωμαΐδης στο δοκίμιό του με τον τίτλο, Η μοναδικότητα του ελαιολάδου της Λέσβου, στο οποίο ο αναγνώστης βρίσκει εξαιρετικές πληροφορίες για το ελαιόλαδο ως διατροφικό ορόσημο των Ελλήνων και τα συστατικά που εμπεριέχονται στις τρεις ποικιλίες της ελιάς της Λέσβου.
Ο Νίκος Καραπιδάκης υπογράφει το δοκίμιο με τον τίτλο, Ελαιώνες και ελαιόλαδο στη Λέσβο. Στη μελέτη του για την ιστορία της ελιάς και κάνοντας μια ιστορική αναδρομή ανά τους αιώνες αναδεικνύεται η αναγνωρισιμότητα του νησιού από τον 19ο αιώνα χάρη στην ύπαρξη των καρποφόρων ελαιώνων του. Τον τρόπο με τον οποίο η ελαιοκαλλιέργεια κέρδισε σταδιακά τα εδάφη του, το πώς καθορίστηκε το εμπόριό του.
Η βιομηχανία του ελαιόλαδου είναι το κείμενο του Νίκου Σηφουνάκη το οποίο ακολουθεί στις σελίδες του λευκώματος και στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει την εξέλιξη της ελαιοπαραγωγής στη Λέσβο, τη βιομηχανική ανάπτυξη που επέφερε στα τέλη του 19ου αιώνα και τους δρόμους που πήρε από τη μικρασιατική στροφή βαδίζοντας προς τον 21ο αιώνα.
Τελευταία αλλά εξίσου σημαντική είναι η μελέτη της Μαρίας Γρηγορά που τιτλοφορείται Η «χρυσή εποχή» της Λέσβου και αναφέρεται στον μοναδικό αστικό πληθυσμό που δημιουργήθηκε στη Λέσβο από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ου, το εμπόριο, την οικιστική ανάπτυξη που ακολούθησε και την πνευματική και κοινωνική άνθηση που γνώρισε.
Σε όλα τα κείμενα του λευκώματος η γλωσσική αισθητική που ακολουθείται είναι υψηλή. Πέρα από τις πολύτιμες πληροφορίες που μπορεί κανείς να πάρει, αποθησαυρίζονται από τους συγγραφείς λέξεις που δεν χρησιμοποιούνται ευρέως και σχετίζονται με την ελιά. Ενδεικτικά σταχυολογώ λέξεις όπως «ελιόδακρυ», «λιοτόπι», «ελαιοποίηση», «ταϊφάδες», «ραβδιστάδες» και «μαζώχτρες», λέξεις που αντέχουν στον χρόνο και έρχονται ατόφιες στις μέρες μας από την αρχαιότητα, για να περιγράψουν με ακρίβεια την κοινωνία και τον πολιτισμό της ελιάς.
Η επόμενη ενότητα του λευκώματος στρέφει το βλέμμα του αναγνώστη στον χρόνο μέσα από αρχειακό και ιστορικό υλικό πολύτιμων συλλογών χρησιμοποιώντας το Αρχείο Αναγνωστηρίου Αγιάσου, το Αρχείο Γεράσιμου Μπεκιάρη, το Αρχείο Στρατή Αναγνώστου και το Αρχείο Χουτζαίου με σημαντικές φωτογραφίες που παρουσιάζουν στιγμιότυπα από το λιομάζωμα άλλων εποχών, παλαιά ελαιοτριβεία, εργάτες στη συγκομιδή της ελιάς, ανθρώπους που πέρασαν τη ζωή τους με τις ελιές, μαγείρευαν και χόρευαν στο τελείωμα της συγκομιδής, δούλευαν στα ελαιοτριβεία και στους κάμπους. Παρουσιάζονται στιγμές μιας αλλοτινής εποχής που σημάδεψαν τον τόπο. Με τους δουλευτάδες της γης, γυναίκες που φορούν τσεμπέρια και άντρες με τις τραγιάσκες ιδρωμένες, να χαμογελούν ευχαριστημένοι από τη σοδειά που θα τους δώσει το λάδι της χρονιάς και να κοιτάζουν το μέλλον να ανοίγεται μπροστά τους, καθώς το λάδι θα τονώσει την οικονομία του νησιού, θα οδηγήσει σταδιακά στην οικιστική και πνευματική του ανάπτυξη, θα ζωντανέψει την αστική τάξη, θα δώσει δουλειά στους φτωχούς, θα δημιουργήσει επιχειρήσεις και εμπορικές συναλλαγές, θα ανοίξει δρόμους προς τη Μασσαλία, θα αναδείξει τη «Χρυσή εποχή» στην ιστορική πορεία του νησιού με τα μεγάλα αρχοντικά και την οικονομική και πνευματική άνθηση.
Στην ενότητα Μουσεία, ίχνη της μνήμης ο λόγος δίνει τη θέση του στην εικόνα με τον Δημήτρη Ταλιάνη να παίρνει τη σκυτάλη και να καταγράφει με τον φακό του τρία ελαιοτριβεία που μετατράπηκαν σε μουσεία για να παραμείνουν για πάντα ζωντανοί οργανισμοί ενός τόπου που θα θυμίζουν την Ιστορία του. Το Μουσείο Βιομηχανικής Ελαιουργίας στη Λέσβο, το Ελαιοτριβείο- Μουσείο Βρανά, στον Παπάδο και το Ελαιοτριβείο-Μουσείο στο Νεοχώρι Πλωμαρίου. Ο Ταλιάνης στρέφει με αγάπη τον πολύπειρο φωτογραφικό του φακό στα παλιά πέτρινα οικοδομήματα, αναδεικνύει τα φουγάρα και τις πλάστιγγες, τα βαρέλια, τις αντλίες, τις παμπάλαιες ξύλινες σκάλες, τα συνθλιπτικά πιεστήρια και τα λαγήνια, τις πλακόστρωτες αυλές. Και μας μεταφέρει έτσι στο παρελθόν, στην εποχή που τα ελαιοτριβεία έσφυζαν από ζωή όντας εμπορικά και επιχειρηματικά κέντρα.
«Κλέφτης» στιγμών, γνωρίζει τον τρόπο ν’ αρπάζει από το φως τη μοναδική στιγμή, μια από εκείνες που είναι καταδικασμένες να μην επαναληφθούν ποτέ, που εμφανίζονται μπροστά μας σε ανύποπτο χρόνο κι αποκαλύπτουν μπροστά στα απαθή μάτια μας την ομορφιά και έτσι μας την παρουσιάζει στην επόμενη ενότητα με τον τίτλο Ελαιώνες, αιωνόβια νιότη.
«Αλλά εκεί που πραγματικά, τα δεσμά του χρόνου λύνονται κι η ίδια η βαρύτητα της γης αισθάνεσαι να αντισταθμίζεται σαν από ισχυρή ουράνια έλξη, έτσι που όλα τα πράγματα ν’ αποχτούν μιαν απίστευτη ελαφράδα και μια επιμηκυντική κατά τα ύψη παραμόρφωση, σαν άλλα νυχτερινά πλάσματα του Θεοτοκόπουλου, είναι, χωρίς αμφιβολία, στον Κόλπο της Γέρας», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Ταλιάνης φωτογραφίζει ακριβώς αυτό σε μια διαχρονική συνομιλία με τον ποιητή που ξεκίνησε με τη οπτικοποίηση των Προσανατολισμών του πολλά χρόνια πριν. Οι φωτογραφίες του απαθανατίζουν ανέμους που ακινητούν πάνω από τους παραθαλάσσιους ελαιώνες, τριξίματα κλαδιών, ανεμοδαρμένους κορμούς δέντρων, κοπάδια που βόσκουν στην αμεριμνησία των φαιοπράσινων κυμάτων, δάση γέρικων ελιών, το φως που σημαδεύει την ελευθερία των ασημοπράσινων φύλλων, αγέρωχα ελαιόδεντρα που επιβιώνουν στους αιώνες, με τις φλέβες να διαπερνούν το ξυλώδες σώμα τους, στοιχειωμένες κουφάλες δέντρων, πιθάρια- αντηχεία της μνήμης, πολύκαρπα κλαδιά που πάνω τους σιγοψιθυρίζει ο χρόνος τον αέναο κύκλο της νιότης, την άνοιξη να περιδιαβαίνει στα μονοπάτια των ελαιώνων, το πρόσωπο της πατρίδας που είναι ταυτόσημο με την ελιά.
Και συνεχίζει στην επόμενη ενότητα, το Λιομάζωμα, η ανατομία του μόχθου, να φωτογραφίζει τον μόχθο των εργατών, αποτυπωμένο πάνω στο εύσαρκο καρπό της ελιάς, τα κοφίνια με τον μαζεμένο καρπό, τους ραβδιστάδες και τις μαζώχτρες, το μοίρασμα της τροφής ανάμεσά τους, τις στιγμές της ξεκούρασης, τα ροζιασμένα χέρια που γερνούν πριν από την ώρα τους, εκτεθειμένα στον άνεμο και στο φως, στη σκληρή δουλειά και στην ειρηνική διαδικασία που υπαγορεύεται μέσα από το λιομάζωμα. Μεταφέροντας εικόνες απαράλλαχτες με εκείνες του αρχειακού υλικού, αλλά και του γνωστού πίνακα του Θεόφιλου για το Λιομάζωμα.
Εξέλιξη, η επιστροφή το μέλλον είναι ο τίτλος της έβδομης και τελευταίας ενότητας του λευκώματος και εδώ ο Δημήτρης Ταλιάνης φωτογραφίζει τις ελαιοκαλλιέργειες του νησιού να κατεβαίνουν προς τη θάλασσα και το σύγχρονο ελαιοτριβείο ψυχρής άλεσης στο Σίγρι, μια μονάδα σημαντική για το μέλλον του νησιού.
Ο φωτογράφος Δημήτρης Ταλιάνης
Για την ποιότητα του φωτογραφικού υλικού που καταθέτει στο λεύκωμα αυτό ο σπουδαίος φωτογράφος δεν χρειάζεται να πω πολλά. Θα πω μόνο ότι και σε αυτό του το έργο το αποτέλεσμα είναι πολύ μεγάλης αισθητικής αξίας. Στην πολυτελή και εξαιρετικά καλαίσθητη αυτή έκδοση, ο φωτογραφικός φακός του Δημήτρη Ταλιάνη βουτά ως τα βάθη της των ελαιώνων της Λέσβου και αποτυπώνει την ψυχή της, μια ψυχή ζυμωμένη με την ελαιοπαραγωγή από την αρχαιότητα, αγκυροβολεί σε λιμάνια εικόνων, τοπία πνευματικά οικεία στον Έλληνα, καταφέρνοντας έτσι να εξωτερικεύσει αισθήματα και συγκινήσεις, χωρίς ρετουσαρισμένες εικόνες μιας κραυγαλέας και εν τέλει αδιάφορης αισθητικής.
Με ζεστούς φωτισμούς που εκπέμπουν μια γλυκύτητα και μια εσωτερική γαλήνη το τοπίο αποσύρεται σιγά σιγά κι ο νους του αναγνώστη εκκινεί ένα πολύτιμο ταξίδι στην Ιστορία της Λέσβου, της ελιάς, αλλά και στους τρόπους του βίου που καθόρισε ανά τους αιώνες. Τα χρώματα των οπτικών του καταγραφών δυναμώνουν την εντύπωση κι οι εικόνες ενώνονται με ήχους σε μια αλχημεία μοναδικών στιγμών που επαναλαμβάνονται καθημερινά στους ελαιώνες του νησιού. Όλες οι αισθήσεις δοκιμάζονται. Γεύση, όσφρηση, όραση, ακοή, αφή συμμετέχουν κατά την πρόσληψη του υλικού και καταλήγουν στη γνώση. Τη γνώση της ιστορικής μοναδικότητας των ελαιώνων αυτών για την ύπαρξη του ελληνισμού.
Όσοι νοούν τη φωτογραφία ως ένα μέσο απαθανατισμού φευγαλέων και τυχαίων αντικατοπτρισμών κι όχι ως τρόπο εξωτερίκευσης αισθημάτων και συγκινήσεων αδυνατούν να κατανοήσουν την ταυτότητα αυτής της μοναδικής τέχνης. Ο Δημήτρης Ταλιάνης όμως, με πρωτεργάτη του το ελληνικό φως, άλλοτε επίμονο και καταιγιστικό αυτό του πρωινού, άλλοτε μελένιο του δειλινού κι άλλοτε πάλι τρυφερό του σούρουπου, κατορθώνει να μεταδώσει μια γοητεία άμεση και να παρασύρει το βλέμμα μας στα χώματα ενός τόπου αγαπημένου που έθρεψε γενιές ολόκληρες και χάραξε ένα ισχυρό πνευματικό αποτύπωμα, μεταφέροντας το αιολικό ήθος- απαράλλαχτα ίδιο από την εποχή της Σαπφούς ως τις μέρες μας.
Με μοναδικό του όχημα τον φωτογραφικό του φακό και σύμμαχο τη μεσογειακή φωτεινότητα που τυλίγει το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη, περιδιαβάζει στους ελαιώνες του νησιού και καταγράφει τις μέγιστες και ελάχιστες φωτεινές διακυμάνσεις του νησιωτικού ορίζοντα και μαζί του το θρίαμβο της φύσης, που για αιώνες επιμένει να κληροδοτεί τον τόπο με το απαραίτητο καρπό, πάνω στον οποίο αντικατοπτρίζονται οι αξίες της παράδοσης και της προόδου του τόπου.
Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στους συντελεστές αυτού του τόμου για την πολύτιμη προσφορά τους στην Ιστορία του νησιού αλλά και του ευρύτερου ελληνισμού. Στους συγγραφείς για τα εξαιρετικά τους κείμενα και στον Δημήτρη Ταλιάνη επειδή για μια ακόμη φορά δημιούργησε την οπτική απεικόνιση της ψυχής ενός πολιτισμού τόσο άρτια. Για την επιμέλεια κειμένων και τον σχολιασμό των φωτογραφιών στον Διονύση Καρατζά. Για την καλλιτεχνική επιμέλεια στη Γαβριέλλα Μαυριδή, Στον Πάνο Θεοδωρίδη και τη Λουϊζα Καραπιδάκη ως ειδικούς συμβούλους της έκδοσης, στην Πρόεδρο του Συλλόγου Ελαίας Νήσος Λέσβος κ. Φωτεινή Τιρπιντήρη, στην Ελίζα Κοκκίνη για τη σελιδοποίηση και τα γραφικά, στον Νίκο Λαγό για την επεξεργασία των εικόνων, τον Γιώργο Μπάξα γιαα την εκτύπωση και σε όλους όσοι εργάστηκαν για το εξαιρετικό αυτό αποτέλεσμα, αφιερωμένο στην ελιά της Λέσβου, στην ελιά της πατρίδας μας, αφού, όπως γράφει ο Θανάσης Παρασκευαϊδης σε ένα από τα ανθολογημένα κείμενα που πλαισιώνουν τις φωτογραφίες: «Πατρίδα είναι η ελιά που φύτεψες. Που ανάστησες με τα χέρια σου, για τα παιδιά σου. Για τη συνέχεια της γενιάς που φέρνει τ’ όνομά σου».