Τα εγκαίνια της ατομικής έκθεσης «Η ‘εσωτερική εμπειρία’ του αντικειμένου» του Βασίλη Βασιλακάκη, θα πραγματοποιηθούν την Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015, στις 20:00 στη Γκαλερί Ζουμπουλάκη.
Θα παρουσιαστούν δύο έργα μεγάλων και περισσότερα μικρών διαστάσεων έργα, λάδια σε χαρτί και σε καμβά. Ο Βασίλης Βασιλακάκης, κάνοντας μια απέλπιδα προσπάθεια με ζητούμενο τη ζωγραφική γλώσσα, αποπειράται να δώσει στα πράγματα και -κατ’επέκταση στις έννοιες- νέο όνομα• σαν να βλέπει κανείς για πρώτη φορά ένα αντικείμενο. Το ελάχιστο αντικείμενο αποκτά πια νόημα και περιεχόμενο. Αποστερώντας τα από τον αρχικό τους προορισμό, τα αντικείμενα-σπαράγματα του καθημερινού, αποκομμένα από τον φυσικό τους χώρο, εμπλέκουν τον θεατή στην ανίχνευση του οικείου και ανοίκειου, του πραγματικού-μη πραγματικού, του υλικού-πνευματικού.
Η ζωγραφική για τον Βασιλακάκη μπορεί να ιδωθεί με την έννοια που ο Ζώρζ Μπατάιγ [George Bataille] ορίζει την «εσωτερική εμπειρία», ως την αναμέτρηση με τον ίδιο μας τον εαυτό, ως τη μόνη ουσιαστική επιλογή για την επίτευξη της «ατομικής κυριαρχίας».
*George Bataille [Ζωρζ Μπατάιγ], Η εσωτερική εμπειρία, μτφ. Ξενοφών Κομνηνός, επιμ. Πέτρος Γιαρμενίτης Εκδόσεις Ίνδικτος, 2013.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα
O Βασίλης Βασιλακάκης γεννήθηκε στην Aγγίστα το 1968. Σπούδασε στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1988-1994) και στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης (1995-1997). Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, όπου διδάσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. «Η ‘εσωτερική εμπειρία’ του αντικειμένου» είναι η πέμπτη ατομική του έκθεση.
Το κλασσικό και αγαπημένο Ασπρολίθι, του Άγγελου Ρούβαλη, με την χαρακτηριστική γεύση του, είναι ο ιδανικός συνοδός για μια βραδιά «ταξίδι» στους ξεχωριστούς δρόμους της τέχνης.
Μαρία Κενανίδου:
Στην ατομική του έκθεση στη γκαλερί Ζουμπουλάκη, ο Βασίλης Βασιλακάκης αποπειράται να συναρθρώσει σ΄ ένα κοινό εννοιολογικό χώρο τη ρωγμή, το εύθραυστο, το αποσπασματικό, το περατό, το σεμνό με ασύμπτωτες ανακλήσεις και διεργασίες που προδίδουν την ασκητική καλλιτεχνική πρακτική του. Ένας μικρόκοσμος ρηξιγενής, ως προς την πρόσληψη και αποτύπωση του αντικειμένου, αλλά με συνεκτικούς υποδόριους δεσμούς τις εσωτερικές διαδρομές ανάμεσα στην επιθυμία, την προφάνεια του πνευματικού και της περατότητάς μας, στην απόλαυση, στο πάσχειν και στον θάνατο.
Ένα εικαστικό συμβάν-ρήξη που κατά Badiou διανοίγει το δρόμο σε αλήθειες πέρα από την πρώτη ανάγνωση, πέρα από το εμφανές, το ορατό. Ένας κόσμος απέριττος, που συμπυκνώνει όμως και ενέχει, όλες εκείνες τις αρετές που συνθέτουν μία δυναμική ψυχογραφική αποτύπωση των εικόνων του, μέσω της «εσωτερικής εμπειρίας».
Σε χώρο κλειστό και εσωστρεφή, με τρυφερότητα, και εσωτερική ρυθμολογία που δονεί, χωρίς να προσβάλει ούτε στο ελάχιστο την αλήθεια του, με την κατά Σπινόζα «εμμένεια των αληθειών» , εναποθέτει στα ανεπίκριτα ιδωμένα αντικείμενα, μια ποιητική διάσταση και ένα συμβολικό φορτίο, που μέσα από την πατίνα του χρόνου και της μνήμης, ανακόπτονται από το συμβατικό τους νόημα και αποκτούν μία απρόβλεπτη έλευση, παραμένουν αιωρούμενα, σαν την συνείδηση του δημιουργού “ανάμεσα στο χάσμα και το καθαρό συμβάν” ώστε να επιτελεσθεί η αναγωγή των αφηγημάτων και των επεισοδίων της φόρμας, σε Λόγο.
Ανέστια, αντικείμενα περικλείουν και εκδιπλώνουν νέα εννοιακά συμφραζόμενα ως πυρήνες του cogito, ως εικαστικά σπαράγματα και εννοιολογικά ολισθήματα, χωρίς καταφύγιο, πάνω στον καμβά. Αποδίδονται υπαινικτικά και απωθώντας οτιδήποτε περιττό, εμπεριέχουν το ουσιώδες αυτού που ο Καρτέσιος δίνει το όνομα “ουσία” στην γενική μορφή του είναι ως κάτι αληθώς υπαρκτό.
Με μία διαλεκτική συλλειτουργία χρώματος και σχήματος και μία ιδεαλιστική-ποιητική, ερμηνευτική αντιμετώπιση, χλευάζουν τη φυσιοκρατική υπόστασή τους και πάνω στο βάθρο αποκτούν οντολογικό πένθος, με σαφή μετατόπιση στο χώρο της εσωτερικευμένης εμπειρίας. Με τη έννοια που ο Ζώρζ Μπατάιγ [George Bataille] ορίζει την «εσωτερική εμπειρία», ως την αναμέτρηση με τον ίδιο μας τον εαυτό, ως την μόνη ουσιαστική επιλογή για την επίτευξη της «ατομικής κυριαρχίας».
Για πρώτη φορά αποπειράται την απομάκρυνση από την επιφάνεια του τοίχου έκθεσης. Εισχωρεί στον κεντρικό χώρο της επιτυγχάνοντας έτσι μία διπλή αποκοπή αφενός του έργου τέχνης από την επιφάνεια έκθεσής του και έπειτα του εικονιζόμενου αντικειμένου από τον φυσικό του χώρο.
Επαναδιατυπώνει και επαναφέρει εμφαντικά την αληθοφάνεια της αναπαράστασης με μία προσδοκία για το πέρα από το πραγματικό. Μέσα στην ενικότητά τους, η μοναξιά και το πένθος των σπαραγμάτων τα αυτονομεί, τα μετουσιώνει, υπογραμμίζοντας την εννοιολογική τους υπόσταση. Αναδεικνύει τις κρυμμένες ποιότητες στο εσωτερικό του έργου και την εκφραστικότητα και πνευματικότητα του περιεχομένου. Αυτή τη διεργασία, που οδηγεί από το είναι στο συμβάν ως επέκεινα-του-είναι, και ο Alain Badiou την ονομάζει υφαίρεση, αλλά εδώ ως ένα είδος εννοιολογικού συμπληρώματος, που δεν είναι αρχικά ορατό διά γυμνού οφθαλμού και το οποίο αναδεικνύει τον πλούτο του νοήματος, δηλαδή ενός πολλαπλού υποκειμένου, ή μιας πολλαπλής ενικότητας, ανοικτού στο α-νόητο.
Με ένα διπλό φορτίο απώλειας τα αντικείμενα-σπαράγματα του καθημερινού αποκομμένα από την συνήθη χώρο έκθεσής τους αλλά το φυσικό τους χώρο εμπλέκουν τον θεατή στην ανίχνευση του οικείου και ανοίκειου, του πραγματικού-μη πραγματικού, του υλικού-πνευματικού. Αποστερεί τα αντικείμενα από τον αρχικό τους προορισμό έτσι ώστε να παρεκκλίνουν απόμακρα ως εννοιολογικό ίχνος προτείνοντας μέσα από τη σιωπηλή προσμονή τον αναστοχασμό τους υπονομεύοντας τον καθιερωμένο τρόπο θέασής τους και να αποκτούν συμβολικό περιεχόμενο, εμποτισμένο με σπέρμα αμφισημίας που φιλοξενεί το μυστικό της ελπίδας του.
Αυτό υπογραμμίζεται εμφαντικά από την εμπαικτική διάθεση του δημιουργού στην επιλογή της κλίμακας απόδοσης και αποτύπωσή τους. Μεγιστοποιεί το ελάχιστο και το ασήμαντο γίνεται σημαντικό, γίνεται φορέας νοήματος. Εγκλωβίζει το φορτίο που του αποδίδει και το εκπέμπει στο θεατή μέσα από ένα ιδιόρρυθμο φως και χρώμα, αδιαμεσολάβητα, εκπέμποντας ενέργεια μέσα στο μαύρο φόντο έτσι που το αντικείμενο αποκτά αυτόφωτη ύπαρξη, μετατρέπεται σε πηγή μιας παράδοξης λάμψης. Ήδη η κορνίζα και έπειτα η τοποθέτησή του πάνω σε βάθρο τού προσδίδει προσκυνηματικό δέος, το νοηματοδοτεί και το αναγάγει σε σύμβολο.
Αποδίδει τους όγκους και φόρμες, απροϋπόθετα, με ευκρίνεια, ενάργεια και ευπείθεια. Το φως αναδεικνύει το τρισδιάστατο των όγκων, αγγίζοντας τη σεζανική στιβαρότητα και οργάνωση της ζωγραφικής επιφάνειας.
Ορίζει και διαχέει «ασύνορα» τον χώρο του έργου έξω από τις διαστάσεις του τελάρου, εισχωρώντας στο χώρο έκθεση,ς προσδίδοντας όρους εγγύτητας στην υποδοχή και θέασή του, με μια διαρκή αναζήτηση των χρωματικών και μορφικών αξιών μέχρι να αποτυπωθεί το ουσιαστικό και η δική του αλήθεια.
Με αρχέγονη αμεσότητα και ζωγραφικό δυναμισμό, μορφική καθαρότητα, έλεγχο προοπτικής και απλότητα στην έκφραση ποιητική ερμηνευτική, μελετημένα ευάλωτος και εκτεθειμένος, υποδηλώνει ελλειπτικά και γοητευτικά τα επιμέρους στοιχεία του έργου που αποσιωπά εκφράζοντας με σαφήνεια τις προθέσεις του καλλιτέχνη για την απόδοση μιας εσωτερικής μοναξιάς, νοσταλγίας και αβεβαιότητας. Μέσα από τον ψίθυρό του οξύνει την εσωτερική μας όραση προτείνοντας μία νέα ματιά μέσω της κοινής εμπειρίας, ώστε να διασωθεί το ουσιώδες.
Με ένα ιδιότυπο ελλειπτικό ρεαλισμό, μία ποιητική της ήττας, μάχη των νοσταλγιών, ως πόλεμος κατά της παρακμής, τα καθηλώνει στο μαύρο, στο σκοτάδι και επιτείνει την χρωματική σαγήνη και ασκητική με υλική απόλαυση που συνυπάρχουν ισότιμα όπως κάθε αντιθετική σύζευξη θετικού αρνητικού που ενυπάρχει μέσα μας θέτοντάς μας ανοιχτούς ανάμεσα στην αιώρησή μας μεταξύ έλλειψης και ταύτισης.