Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί το βιβλίο της Αντωνίας Ζεβόλη-Νταουντάκη, Η φαμέγια.
1905, στην Κρήτη, πριν την ένωσή της με την Ελλάδα.
Σ’ένα ορεινό χωριό γεννιέται ένα κορίτσι σε μια πολυμελή φτωχή οικογένεια. Στα επτά της χρόνια, μετά το θάνατο του πατέρα, αναγκάζεται να γίνει φαμέγια…
<<Και είχα ένα προαίσθημα πως με περίμενε μια ζωή τρομαχτική από δω και μπρος, που θα εξαρτιότανε πια αποκλειστικά από τα δικά μου αδύναμα ακόμα παιδικά χέρια, από το δικό άπηχτο μυαλό, από το δικό μου αδιαμόρφωτο χαρακτήρα. Κι ένιωθα πως τώρα, τώρα όχι αργότερα, πρέπει να αποκτήσω δύναμη. Δύναμη στα χέρια, στο μυαλό, στο χαρακτήρα, για να αντέξω αυτά που με περιμένουν και που καταλάβαινα πως θα τα αντιμετωπίσω όλα μόνη μου. Εντελώς μόνη μου >> έλεγε.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Κι αυτά που την περίμεναν σφυρηλάτησαν το μυαλό, τα χέρια, το χαρακτήρα της στο πέρασμα των χρόνων και των γεγονότων που ακολούθησαν τη ζωή και τη ζωή αυτής της χώρας. Η φυγή στην Αθήνα, η δουλειά στο εργοστάσιο, η οικογένεια, ο Πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, τα μεταπολεμικά χρόνια που ακολούθησαν είναι ο καμβάς όπου πάνω του κέντησε την προσωπικότητά της.
Γεννήθηκα όταν οι άνθρωποι προσπαθούσαν ν’ανασάνουν, μετά την κατάρα δύο πολέμων. Μεγάλωσα όταν τα παιδιά παίζανε ακόμα στους δρόμους και στις αυλές. Η εφηβεία μου βλάστησε στη μαυρίλα της επτάχρονης δικτατορίας. Σπούδασα στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πάντειου Πανεπιστήμιου και στη Νομική Σχολή Αθηνών, μέσα στο βράσιμο της φοιτητικής εξέγερσης. Βρήκα το σύντροφο μου όταν τα αισθήματα ήταν ακόμα αληθινά. Πρόλαβα να μεγαλώσω τα παιδιά μου όταν οι ελπίδες ήταν ακόμα παρούσες. Έγραφα όλα αυτά τα χρόνια κείμενα, διηγήματα, σκέψεις και ποιήματα, που τα έκλεινα στο συρτάρι, μάλλον από παλιομοδίτικη αιδημοσύνη. Τελείωσα αυτό το βιβλίο όταν το φως της ελπίδας άρχισε να λιγοστεύει στην πατρίδα.