Ο Χέρμαν Έσσε σχεδόν ποτέ δεν αντιδρούσε στις απόψεις των κριτικών λογοτεχνίας αναφορικά με τα βιβλία του. Στο θέμα της Γερτρούδης, θα απαντήσει όμως σε κάποιον ονόματι Χόις εν έτει 1910 – το αναφέρει ο Φόλκερ Μίχελς στο επίμετρό του – αναφέροντας τα παρακάτω ενδιαφέροντα: «Δεν μπορείτε να γνωρίζετε ότι με το «ύφος» αυτής της Γερτρούδης, τα υπόλοιπα ελαττώματα της οποίας γνωρίζω, δούλεψα πολύ καιρό και σκληρά, και πως ειδικά σε αυτό το σημείο έχω καθαρή τη συνείδησή μου. Στο γραφείο μου έχω καταχωνιασμένα δύο χειρόγραφα των εκατό περίπου σελίδων το καθένα, στα οποία προσπάθησα να αφηγηθώ τη Γερτρούδη όχι σε πρώτο πρόσωπο, αλλά σε τρίτο, με καθαρά επικό ύφος. Αυτή η δουλειά διήρκησε δύο χειμώνες · τον τρίτο, μετά από οκτάμηνη σκέψη, έγραψα εκ νέου το βιβλίο σε πρώτο πρόσωπο». Αυτά τα λόγια είναι από καρδιάς και συμπυκνώνουν όλο το μεράκι και τον ζήλο που έχει επενδύσει ο Έσσε όχι μόνο σε αυτό το βιβλίο αλλά στο σύνολο του έργου του, το Νόμπελ Λογοτεχνίας μόνο τυχαία συγκυρία δεν υπήρξε.

Γράφοντας ένα κείμενο βγαλμένο από την ίδια τη ζωή του, ένα κείμενο τόσο βιωματικό

Πολλά από τα βιβλία κορυφαίων συγγραφέων ενέχουν στοιχεία αυτοβιογραφικά και ο Έσσε δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση σε αυτό. Ο πρωταγωνιστής του δεν είναι ένας τυχαίος άνθρωπος, είναι ένας περίφημος συνθέτης, ο οποίος πέφτει στα δίχτυα του έρωτα και είναι θύμα της ομώνυμης ηρωίδας, της Γερτρούδης. Ο κόσμος του Κουν, αυτό είναι το όνομα του συνθέτη και πρωταγωνιστή, είναι η προσωποποίηση ενός ήρωα που παλεύει να αντιμετωπίσει την απόρριψη της γυναικείας φύσης και να επικεντρωθεί στο έργο του ως αντίβαρο σε έναν κυκεώνα αρνητικών γεγονότων. Διότι ο έρωτας του χτύπησε την πόρτα ηχηρά μα δεν έλαβε δυστυχώς την αντίστοιχη ανταπόκριση και τώρα βαδίζει στο δρόμο της απογοήτευσης βλέποντας τον καλό του φίλο Χαίνριχ να γεύεται εκείνος τους καρπούς του έρωτα με την Γερτρούδη. Η αποτυχία της σχέσης και του γάμου του Χάινριχ με την Γερτρούδη κάπως ενδόμυχα του δίνει ελπίδες αλλά δεν ευοδώνονται, όπως ο ίδιος θα περίμενε ιδανικά για να την κατακτήσει πίσω. Αυτός ο έρωτας τελικά μπορεί να καταστεί τόσο διαλυτικός και τόσο καταστροφικός για τον Κουν σε σημείο που να ξεχνά τη μουσική για την οποία είναι πλασμένος, γιατί αυτή είναι η λύτρωσή του.

Το βιβλίο αυτό γράφεται σε μία περίοδο ιδιαίτερα δημιουργική για πολλούς από τους συγγραφείς που είναι ενεργοί. Είναι μια περίοδος όπου ο καθημερινός άνθρωπος αντιμετωπίζει προβλήματα και έχει ανησυχίες, αγωνίες και ένα περιρρέον άγχος για την υπόστασή του σε μια κοινωνία εξαιρετικά ασταθή. Δεν είναι τυχαίο πως ο ίδιος ο Έσσε, όπως έκανε και με τον Ντέμιαν, μιλά τη γλώσσα του στοχασμού και της φιλοσοφίας, γιατί όχι και της ψυχολογίας. Δεν είναι εξάλλου ο μόνος που θα καταπιαστεί με την κρίση του σύγχρονου ανθρώπου που αναζητά συνεχώς απάγκια και λιμάνια για να κατευνάσει τα εσωτερικά του άγχη. Αυτός ο περιπλανώμενος ήρωας που μας παρουσιάζεται εδώ μήπως δεν προέρχεται άραγε από τον ίδιο τον Δον Κιχώτη που ζει ελεύθερος και βρίσκεται σε συνεχή περιδίνηση σε αναζήτηση ευτυχίας; Ο Έσσε, πιστός στις επάλξεις και αναζητώντας απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα, χρησιμοποιεί τον Κουν ως πρόσωπο για να θέσει τα δικά του διλήμματα. Ο Κουν είναι ένας ήρωας που συνταράσσεται από έναν χειμαρρώδη έρωτα που του ανατρέπει όλα τα πράγματα στη ζωή του, η Γερτρούδη γίνεται το Βατερλώ του με την έννοια πως όλο του το είναι διοχετεύεται στη σκέψη της και η μουσική την οποία τόσο αγαπά δέχεται πλήγμα, εκείνος προσπαθεί να εκλογικεύσει τα συναισθήματά του και όμως βρίσκεται όμηρος μιας ολόκληρης δυσμενούς κατάστασης για τον ίδιο. Πώς θα μπορέσει άραγε να ανατρέψει αυτό το εις βάρος του κλίμα και να επανέλθει στην κανονικότητα του νου του, να γίνει και πάλι ο εαυτός του;

«…καθώς σκεφτόμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και ένιωθα γύρω μου την ήσυχη ροή της ανάρρωσης και της λύτρωσης, στα χείλη μου γεννήθηκε μια μελωδία, σχεδόν άηχα, την οποία συνέχισα να σιγομουρμουρίζω χωρίς σταματημό, και τότε είδα τη μουσική να με κοιτά κατάματα σαν αστέρι που φανερώνεται ξανά απρόσμενα, τη μουσική από την οποία είχα απομακρυνθεί τόσο καιρό · η καρδιά μου ρούφηξε τον ρυθμό της, ολόκληρη η ύπαρξή μου άνθισε, ο αέρας που ανάσαινα ήταν πάλι ολόφρεσκος…». Αυτό το απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσης του δημιουργού που παλεύει ενάντια σε δύσκολες και σκληρές συγκυρίες με σκοπό να βρει τα πατήματά του και να ξανανιώσει και πάλι ενεργός. Η μουσική για τον Κουν, όπως και η συγγραφή για τον ίδιο τον Έσσε, υπήρξε καταφύγιο και απάγκιο απέναντι στην ανοησία και την βιαιότητα των καιρών. Ειδικά εκείνη η περίοδος πριν τον Μεγάλο πόλεμο ήταν μια εποχή με διάφορες ιστορικές διακυμάνσεις και ο Έσσε είχε επιτέλους ηρεμήσει μετά από μια άστατη και ασταθή για τον ίδιο περίοδο. Η Γερτρούδη λοιπόν είναι μια ευκαιρία να ξαναπιάσει το νήμα των βιωμάτων και να καταθέσει τα όσα τον απασχόλησαν προηγουμένως, για αυτό και ο Κουν είναι σάρκα εκ της σαρκός του και πνεύμα εκ του πνεύματός του.

Ο Έσσε έχει λόγο ψύχραιμο αλλά συνάμα καίριο και επιχειρεί να εγείρει το μικρόβιο της αμφιβολίας απέναντι σε όλους αυτούς τους νέους αλλά και όχι μόνο ώστε στο μέλλον να μην ξανασυμβούν πόλεμοι και συγκρούσεις με τέτοιο ολέθριο αποτέλεσμα. Δυστυχώς βέβαια, το εγχείρημά του αυτό όχι μόνο δεν βρήκε ευήκοα ώτα αλλά δημιούργησε προβλήματα στον ίδιο καθώς η πλειοψηφία του λαού ενοχλήθηκε και τον θεώρησαν αντιπατριώτη λόγω των επικρίσεών του κατά της Γερμανίας. Ποτέ δεν κατάλαβαν και δεν κατανόησαν εις βάθος το πνεύμα του λόγου του μέσα στο θολό τοπίο της μεταπολεμικής περιόδου και των έντονων συναισθημάτων οργής από την ήττα. Ο έτερος Γερμανός συγγραφέας, ο Τόμας Μαν είχε δηλώσει κάποτε το παρακάτω σε μία προσπάθεια από μέρους του να αφυπνίσει τους συμπατριώτες του: «Τι θα απογίνεις, λαέ της Γερμανίας, όταν η κραυγή απόγνωσης εκείνων των θερμοκέφαλων γίνει κραυγή του κόσμου όλου;» Βέβαια, ούτε και αυτός εισακούστηκε ποτέ.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

«Ο ευδιάθετος Μότσαρτ κρατιόταν όρθιος με σαμπάνια, γι’ αυτό δεν είχε ούτε ψωμί να φάει · και κανείς δεν ξέρει γιατί ο Μπετόβεν δεν αυτοκτόνησε σε νεαρή ηλικία, παρά έγραψε αυτά τα αριστουργήματα. Ένας αξιοπρεπής καλλιτέχνης οφείλει να είναι δυστυχισμένος στη ζωή. Αν πεινάει και ανοίγει το σακί του, δεν βρίσκει μέσα φαΐ, παρά πολύτιμα μαργαριτάρια».

Διαβάστε επίσης:

Χέρμαν Έσσε – Γερτρούδη: Υπέροχο βιβλίο με πολλαπλές φιλοσοφικές προεκτάσεις