Το έργο “Η γυναίκα της Ζάκυθος” γράφτηκε στη Ζάκυνθο, με αφορμή τα φοβικά αισθήματα που κατέκλυσαν τον Σολωμό, όταν είδε κάποιες Γυναίκες από το πολιορκημένο Μεσολόγγι να αντιμετωπίζουν κατάμουτρα τη λεκτική βία από μια δύσμορφη, εμπαθή Γυναίκα του νησιού, επειδή της ζητούσαν τρόφιμα για τους έγκλειστους άνδρες τους. Γεγονός που προκάλεσε αρχικά τρόμο και απογοήτευση στον Ποιητή που δεν μπόρεσε να υπερασπισθεί επί τόπου αυτές τις Μεσολογγίτισσες.

Μ’ αυτό το έργο του όμως λυτρώθηκε, γιατί ανίχνευσε το δικό του αίσθημα του φόβου για το «κακό», και φέρνοντας στο φως τις πραγματικές αιτίες του φόβου, μας άφησε μια διαχρονική παρακαταθήκη ανθρωπισμού και εθνικής αυτογνωσίας.

Το κείμενο της παράστασης είναι ειλημμένο κυρίως από την εκδοτική παρουσίαση του καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Δημήτρη Δημηρούλη.

Το πνεύμα του έργου

Το έργο αυτό του Σολωμού είναι κυριολεκτικά ο αντίποδας σε όλο τ’ άλλο του έργο, στο οποίο αναπλάθει ποιητικά αυτό που παρατηρεί και νοιώθει για τους άλλους και για τον κόσμο. Με τη «Γυναίκα της Ζάκυθος*» είναι η πρώτη φορά που στρέφει την προσοχή του αποκλειστικά στον ίδιο του τον εαυτό, για να καταλάβει τι είναι αυτό που τον φοβίζει. Έτσι καταφέρνει να μας κάνει κι εμάς να νοιώσουμε πως αυτό που μας τρομάζει και το εκλαμβάνουμε σαν «κακό» δεν είναι αυτό ακριβώς που φαίνεται ή ακούγεται, αλλά ο λάθος τρόπος που εμείς το διαχειριζόμαστε.

Ποιητική Αδεία λοιπόν, ‘δανείζεται’ το προσωπείο του Αγίου Διονυσίου του ιερομόναχου – που ήταν ιστορικό πρόσωπο κι έζησε έως τα 172 του χρόνια σ’ ένα μοναστήρι της Ζακύνθου – για να κοιτάξει μέσα απ’ τα μάτιαενός Αγίου το «κακό», που εδώ ταυτίζεται μ’ αυτήν την δύσμορφη και βάναυση Γυναίκα της Ζάκυθος όταν την είδε ν’ αποδιώχνει εξευτελιστικά τις πρόσφυγες γυναίκες του Μεσολογγιού.

Το ότι κοιτάζει μέσα απ’ τα μάτια ενός Αγίου, απελευθερώνει τον ποιητή Σολωμό και τον μεταφέρει σαν πνεύμα, να βλέπει τις τελευταίες στιγμές αυτής της Γυναίκας, λίγο πριν κρεμαστεί η ίδια μ’ ένα ζωνάρι. Μέσα σ’ αυτόν τον λίγο χρόνο διαπιστώνει, πως η Γυναίκα που όλοι φοβούνταν σαν «το κακό», όχι μόνο δεν είχε καμιά τέτοια δύναμη, αλλά απεναντίας ζούσε η ίδια μέσα στον φόβο και την σύγχυση.

Κατά προέκταση υποβάλει την ιδέα πως το «κακό» δεν είναι ο προφανής εχθρός, όπως οι Τούρκοι εδώ που πολιορκούνε το Μεσολόγγι κι είναι ένα πραγματικό δεδομένο, που μπορεί κανείς να το υπολογίσει ψύχραιμα και να το αντιμετωπίσει με δική του βούληση κι απόφαση, όπως κι έγινε άλλωστε με τιμή κι ελευθερία και καταγράφηκε ως νικηφόρο πνευματικό γεγονός στην παγκόσμια ιστορία, με την άφοβη και λυτρωτική Έξοδο των πολιορκημένων, αφού διασώθηκαν γύρω στα 1200 άτομα, που θα έχαναν τη ζωή τους είτε από την πείνα, είτε από την εξευτελιστική σφαγή.

Άρα το πραγματικό «κακό» είναι η κατάληψη του μυαλού μας απ’ τον φόβο, ένα συναίσθημα ανωριμότητας κι ανευθυνότητας, που δημιουργεί σύγχυση κι απουσία ορθολογικής σκέψης και δράσης, και που ποτέ δεν πρέπει να το αφήσουμε να γίνεται η αιτία να χάνουμε την δύναμη της Αλήθειας(της άνευ όρων πίστης και αγάπης στον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας), το μόνο ανίκητο όπλο που μας θωρακίζει από τον οποιονδήποτε πραγματικό ή φαντασιακό μας εχθρό.

Δήμος Αβδελιώδης

Συντελεστές

Διδασκαλία Ερμηνείας, Δραματουργία–Σκηνοθεσία: Δήμος Αβδελιώδης
Ερμηνεύει η Κατερίνα Γκατζόγια
Φωνή Ιερομόναχου: Δήμος Αβδελιώδης
Μουσική Σύνθεση: Βαγγέλης Γιαννάκης
Σχεδιασμός Ενδύματος, Μακέτες: Αριστείδης Πατσόγλου
Σχεδιασμός φωτισμών: Δ. Αβδελιώδης
Χειριστής Ήχου – Φώτων: Νίκος Επίσκοπος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Στεφανία Βλάχου