Στο επίμετρο στο τέλος του βιβλίου γραμμένο από τον επιστήθιο φίλο του Maxime du Camp μαθαίνουμε πολλά στοιχεία για τον φιλάσθενο νεαρό Φλωμπέρ, τις κρυφές χάρες του, την μεγαλοφυΐα του, τις αδυναμίες του και με αυτόν τον τρόπο γινόμαστε κοινωνοί των νεανικών του χρόνων και των γεγονότων που επηρέασαν την πρώιμη γραφή του. Στα διηγήματα αυτά ο νεαρός Φλωμπέρ, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω ανακοινώνουν όλα αυτά που θα επακολουθήσουν στα ύστερα μυθιστορήματά του όπως «Η Μαντάμ Μποβαρύ», «Μπουβάρ και Πεκισέ», «Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου», είναι κυριευμένος από την εικόνα του θανάτου. Όλα τα διηγήματα χαρακτηρίζονται από έναν δραματικό τόνο που είναι έκδηλος και εξουσιάζει τον αναγνώστη καθιστώντας τον και αυτόν έρμαιο των πιο σκοτεινών δυνάμεων της μη ζωής και της ανυπαρξίας του πληγωμένου από τη ζωή συγγραφέα. Μπροστά στην προσωπική του φιλάσθενη φύση φαίνεται πως ο ίδιος ο Φλωμπέρ δηλώνει ανίκανος να ανταπεξέλθει και η εικόνα του θανάτου του στοιχειώνει το μυαλό και ακυρώνει τις επιθυμίες του.
Χορεύοντας με τους νεκρούς
Ο Θάνατος, αυτή η μορφή που μοιάζει να έχει κατατροπώσει κάθε μορφή ζωής και να υπερισχύει πάνω της με κάθε μέσο είναι το κύριο χαρακτηριστικό των γραπτών του νέου σε ηλικία Φλωμπέρ. Την μορφή του θανάτου την παρουσιάζει πιο ισχυρή και από τον ίδιο τον Σατανά, έχοντας υπερνικήσει τα πάντα. Εξάλλου και ο ίδιος ο Σατανάς, αυτός ο δαίμονας που δεν υπολογίζει τίποτε άλλο παρά τον τρόπο με τον οποίο θα παγιδεύσει τον αδύναμο άνθρωπο στα δίχτυα του με την πονηριά του και την ύπουλη καλοσύνη του, στον θάνατο υποτάσσεται υποδεικνύοντας και την δική του αδυναμία να τον αντιμετωπίσει. Ο θάνατος του νεαρού Φλωμπέρ νικάει τα πάντα στο πέρασμά του, είναι μόνος βασιλιάς.
Ο Φλωμπέρ δίνει στον θάνατο μορφή γυναίκας, αδυσώπητη, ανελέητη και κυβερνώσα επί των πάντων. Ο ίδιος πονάει και ο πόνος γίνεται θάνατος, η οδύνη γίνεται χαμός και απώλεια, το δράμα του γίνεται δυσθεώρητο και αβάσταχτο. Εκεί έρχεται η σκέψη του θανάτου σαν η απόλυτη λύτρωση και του χτυπάει την πόρτα και αυτός την ανοίγει για να τον καλέσει στο σπίτι της ψυχής του σαν να μην υπάρχει αύριο. Η Τιτίκα Δημητρούλια γράφει χαρακτηριστικά: “Το έργο του ύφους είναι γι’ αυτόν ένας άρρητος πόνος, ένας πόνος εξιλέωσης σχεδόν, ένας απόλυτος πόνος, ατελείωτος και ανώφελος”.
Η προφητεία της νεότητας
Ο Maxime du Camp μας εξομολογείται την δυσκολία του ταξιδιού του Φλωμπέρ στον Νότο λόγω της αρρώστιας του, την αγωνία τόσο την δική του όσο και της μητέρας του για αυτό το μακρινό αλλά και απρόβλεπτο ταξίδι. Αναφέρεται σε πολλά συμβάντα της ζωής του, στις ιδιαίτερες στιγμές του Φλωμπέρ με την “λογοτεχνική του συνείδηση και πυξίδα” τον Μπουιλέ, τις αψιμαχίες τους αλλά και την υποταγή του στις υποδείξεις και τις οδηγίες του καθώς και την απίστευτη οδύνη για τον θάνατό του. Όλα αυτά σχετίζονται άμεσα με το έργο του και τις ανησυχίες του εκείνη την εποχή που έγραφε για ένα ζοφερό δικό του τέλος, για τον φόβο της ύπαρξής του, για την ανάσα του που ένιωθε πως σβήνει λίγο λίγο. Έζησε την δική του κόλαση και αυτή ποθεί να περιγράψει δίχως άλλο στα νεανικά του αυτά λογοτεχνικά βήματα, συνδυάζοντας το θεατρικό είδος με την ποίηση και την πρόζα σε ένα μείγμα που καθρεφτίζει τις αναγνωστικές του αναζητήσεις από την μία και τον εσωτερικό του κόσμο από την άλλη.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Λογοτεχνική λύτρωση
Αντλεί ανακούφιση ψυχική από αυτήν την “ονειρική” κάθοδο στον Άδη που αυτός δημιουργεί για να ζωντανέψει τις λίγες ελπίδες του στην επιβίωση. Αν το δει κανείς με άλλο μάτι είναι μία επίθεση ολομέτωπη που διώχνει μακριά το μαύρο του μυαλού ονοματίζοντάς το και δίνοντάς του βροντερή φωνή που μόνο εκείνος μπορεί να την κάνει να σωπάσει. Είναι τόσο βαθύ το σκοτάδι που κάποια στιγμή θα φανεί στον ορίζοντα το φως γιατί μετά την καταιγίδα και τον κατακλυσμό ανθίζει η γη από τις στάχτες της. Έτσι και ο Φλωμπέρ αναγεννιέται από την δική του ολόγιομη θλίψη και αναζητά δρόμο και πορεία. Και κάτι τελευταίο, η Έμα Μποβαρί, αυτή η μοιραία ηρωίδα που με τόσο κόπο έχτισε και δημιούργησε είναι και αυτή μία “γυναίκα” του κόσμου, μία χαμένη ψυχή που οδηγήθηκε από τον συγγραφέα της και δημιουργό της στον απόλυτο χαμό και την αγκαλιά με το επέκεινα. Το κυριότερο είναι πως γεννήθηκε μέσα από αυτά τα διηγήματα γραμμένα και πλασμένα με πόνο και ιδρώτα ψυχής!
Αποσπάσματα
“Κι εγώ ευφραίνομαι πάνω απ’το λευκό ακόμη μέτωπό της, θωρώ τα σκασμένα από τον πυρετό χείλια της, με τέρψη αφουγκράζομαι τις μύγες που βουίζουν πάνω από το κεφάλι της καθώς οσμίζονται τη σήψη” Από το διήγημα Η γυναίκα του κόσμου
“Δεν είναι αλήθεια πώς επιθυμείς μια άλλη ζωή και μακρινά ταξίδια; Δεν είναι αλήθεια πως θα ήθελες να είσαι ένα ροδοπέταλο που το παίρνει ο άνεμος, να είσαι το πουλί που πετάει, το τραγούδι που χάνεται, η κραυγή που ξεχύνεται…;” Από το διήγημα Δαιμονικό όνειρο