H Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία της Φιλαρμονικής της Βιέννης στην Ελλάδα μεταδίδεται από την ΕΡΤ1 και το Τρίτο Πρόγραμμα για τους ακροατές του Ραδιοφώνου. Μέρος του προγράμματος είναι, βέβαια, και το περίφημο αυτοκρατορικό «βιεννέζικο βαλς» (ή ακριβέστερα «Πάνω στον ωραίο γαλάζιο Δούναβη») του Γιόχαν Στράους του νεότερου, με το οποίο κλείνει πάντα η συναυλία, μαζί με το «Εμβατήριο Ραντέτσκι» του Γιόχαν Στράους του πρεσβύτερου (πατήρ και υιός είχαν μεν τον ίδιο όνομα, αλλά ο δεύτερος επισκίασε τον πρώτο).

Η απήχηση του έργου τους δεν ήταν όμως ούτε αυτονόητη ούτε εξαρχής ευρεία. Για πολύ καιρό η Φιλαρμονική της Βιέννης αγνόησε την πιο «βιεννέζικη» μουσική που γράφτηκε ποτέ, θεωρώντας προφανώς ότι το γόητρό της κινδύνευε από τις σχέσεις της με την «ελαφρά μουσική» των Στράους. Αυτή η στάση άλλαξε συν τω χρόνω, αλλά μόνο σταδιακά. Εκτός από το γεγονός ότι οι Στράους απολάμβαναν της αναγνώρισης του Φραντς Λιστ, του Ρίχαρντ Βάγκνερ και του Γιοχάνες Μπραμς, καθοριστική για την επανεξέταση της στάσης της Φιλαρμονικής υπήρξε η προσωπική επαφή με τον Γιόχαν Στράους τον νεότερο.

Η πρώτη τους συνάντηση είχε ως αποτέλεσμα μια παγκόσμια πρεμιέρα: Ο νεότερος Στράους, συνέθεσε το βαλς «Wiener Blut» για τον χορό της όπερας στη Βιέννη στις 22 Απριλίου 1873. Χρονολογία- σταθμός για την αναγνώρισή του ήταν το 1921, δηλαδή πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του (3 Ιουνίου 1899) από πνευμονία, με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων του μνημείου του στο κεντρικό πάρκο της Βιέννης. Η οριστική μεταστροφή ήρθε όμως με τη συναυλία για την επέτειο των 100ών γενεθλίων του, στις 25 Οκτωβρίου 1925 στην οποία η Φιλαρμονική έπαιξε αποκλειστικά δικά του έργα. Ο «βασιλιάς του βαλς» δικαιωνόταν έστω με μεγάλη καθυστέρηση, αν και ο πατέρας του τον είχε αποτρέψει από την ενασχόληση με τη μουσική, ενώ αντιθέτως η μητέρα του τον υποστήριζε ενθέρμως. Ωστόσο, τη μουσική οικογένεια καθιέρωσε στη Φιλαρμονική της Βιέννης ο Κλέμενς Κράους, ο οποίος διηύθυνε κάθε χρόνο από το 1929 έως το 1933 ένα «Πρόγραμμα Στράους» στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ, προαναγγέλοντας έτσι και την Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία της Βιέννης.

Ο Κλέμενς Κράους και η Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία

Οι απαρχές αυτής της συναυλίας ανάγονται στην πιο σκοτεινή περίοδο της ιστορίας τής (προσαρτημένης στη ναζιστική Γερμανία) Αυστρίας. Στις 31 Δεκεμβρίου 1939 -και όχι την Πρωτοχρονιά- διοργανώθηκε η πρώτη «Συναυλία Γιόχαν Στράους». Οι Εβραίοι μουσικοί, όμως, απολύθηκαν και εκτοπίστηκαν. Εν μέσω αυτής της βαρβαρότητας, η Φιλαρμονική της Βιέννης (υπό τη διεύθυνση πάντα του Κλέμενς Κράους) διέθεσε τα έσοδα της συναυλίας στη ναζιστική εκστρατεία συγκέντρωσης χρημάτων για τον πόλεμο. Η χαρούμενη μουσική του νεότερου Γιόχαν Στράους ήταν όμως πολύ σημαντική για τον «υπουργό Προπαγάνδας του Ράιχ» Γιόζεφ Γκέμπελς γι αυτό και πλαστογράφησε έγγραφα στα οποία αναφερόταν η εβραϊκή καταγωγή του ώστε να εμφανίζεται ως …«άριος». Από το 1941, η «Συναυλία του Γιόχαν Στράους» γινόταν πλέον την 1η Ιανουαρίου. Η εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα την οικειοποιήθηκε και τη μετέδιδε από το «Ραδιόφωνο της Μεγάλης Γερμανίας». Ο Κράους επέβλεπε τον νεοσύστατο θεσμό μέχρι το τέλος του πολέμου. Μετά το τέλος του, το 1946, η συναυλία μετονομάστηκε σε «Πρωτοχρονιάτικη» και το 1948 -μετά την άρση της διετούς απαγόρευσης της διεύθυνσής της από τους Συμμάχους- ο Kράους επέστρεψε και διηύθυνε άλλες επτά συναυλίες μέχρι το 1954.

Το Μέγαρο Μουσικής «Μουζίκφεράιν» και ο Νικόλαος Δούμπας

Η Πρωτοχρονιάτικη Συναυλία πραγματοποιείται κάθε χρόνο στη «χρυσή αίθουσα» του νεοκλασικού ρυθμού Μεγάρου Μουσικής «Μουζίκφεράιν», παγκοσμίως γνωστού και για την άριστη ακουστική του. Αρχιτεκτονική και διακόσμηση παραπέμπουν σε έναν αρχαίο ναό, της μουσικής αυτήν τη φορά. Την ανέγερσή του, σε συνεργασία με τον ελληνολάτρη Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο φον Χάνσεν, εμπνεύστηκε και χρηματοδότησε ο δευτερότοκος γιος τού βλαχόφωνου Στέργιου Δούμπα, από τη Βλάστη Κοζάνης, Νικόλαος Δούμπας, ο οποίος γεννήθηκε στη Βιέννη το 1830. Την ολοκλήρωση του κτιρίου το 1870 ανήγγειλε ο ίδιος στον φίλο του αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκο Ιωσήφ Α΄.

Ο Δούμπας πρωταγωνίστησε στην πολιτιστική και πολιτική ζωή της Βιέννης του 19ου αιώνα. Στους καλλιτέχνες φίλους του -όπως ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο Φραντς Σούμπερτ, ο Γιοχάνες Μπραμς και ο ζωγράφος Γκούσταβ Κλιμτ- συγκαταλέγονταν και ο Γιόχαν Στράους, ο οποίος συνέθεσε και πρωτοπαρουσίασε τον ανεπίσημο «εθνικό ύμνο» της Αυστρίας, το βαλς «Πάνω στον ωραίο γαλάζιο Δούναβη», για χορωδία αρχικά, στην εξοχική κατοικία του δίπλα στον ποταμό. Του το αφιέρωσε μάλιστα γράφοντας με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα στην κορυφή της πρώτης παρτιτούρας του: «Dem Präsidenten, Herrn Nikolaos Doumpas, gewidmet»/ «Αφιερωμένο στον Πρόεδρο (της αντρικής χορωδίας της Βιέννης), κύριο Νικόλαο Δούμπα». Μια αφιέρωση για την οποία ήταν υπερήφανος σε όλη του τη ζωή.

Για την τεράστια προσφορά του στον πολιτισμό, το αυστριακό κράτος τον χαρακτήρισε «μαικήνα των Τεχνών». Το όνομά του γράφτηκε στο Χρυσό Βιβλίο των Επίτιμων Πολιτών της πόλης, ενώ τιμήθηκε και από την Ακαδημία Καλών Τεχνών. Για τον θάνατό του ειδοποιήθηκε, ταυτόχρονα με τους οικείους του, ο ίδιος ο αυτοκράτορας. «Ο θάνατός του δημιουργεί ένα τεράστιο κενό στην καλλιτεχνική ζωή της Βιέννης. Πρόκειται για έναν άντρα ο οποίος ανήκει στην κατηγορία των διαπρεπέστερων πνευμάτων της δημόσιας και κοινωνικής ζωής, σε τέτοιο βαθμό ώστε εάν ξεφυλλίσει κανείς την ιστορία της Βιέννης θα βρει σχεδόν σε κάθε της σελίδα το όνομα Δούμπας. Δεν υπάρχει κάποιος άλλος που θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει ούτε κατά προσέγγιση. Χωρίς τον Δούμπα πολλά από τα σημαντικά κτίρια της Βιέννης δεν θα είχαν ποτέ ανεγερθεί…», έγραφε σε πρωτοσέλιδο άρθρο της στις 25 Μαρτίου 1900 η διεθνούς κύρους εφημερίδα της Βιέννης «Neue Freie Presse», αναγγέλλοντας τη θλιβερή είδηση του θανάτου του.

Η κηδεία του έγινε στις 27 Μαρτίου στον ορθόδοξο ναό της Αγίας Τριάδος της Βιέννης. Τη σορό του συνόδευσαν πλήθος επίσημων, ευγενών, ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης, απλών πολιτών, αλλά και οκτώ άμαξες με 270 στεφάνια. Η πομπή προχώρησε προς το αγαπημένο έργο του, το Μέγαρο Μουσικής «Μουζίκφεράιν». Ο δρόμος μπροστά από την κεντρική είσοδό του μετονομάστηκε σε οδό Δούμπα (Dumba Strasse) «…σε εκτίμηση των μεγάλων προσφορών του εκλιπόντος». Ο Δήμος τοποθέτησε επίσης τον ανδριάντα του δίπλα στους ανδριάντες του Μπετόβεν, του Μότσαρτ, του Στράους και του Μπραμς, ενώ τον Αύγουστο του 1903 τα λείψανά του εναποτέθηκαν, τιμής ένεκεν, δίπλα στους τάφους των μεγάλων αυτών μουσουργών.

-Α. Πολυχρονάκης

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Φωτογραφία: Ανακτήθηκε από ΑΠΕ-ΜΠΕ