Ο Φράνσις Μπέικον έζησε μία ζωή στα άκρα. Τριγυρνούσε μεθυσμένος στο Colony Room Club του Soho, τζογάριζε ασταμάτητα, ενώ δύο από τους γνωστότερους εραστές του αυτοκτόνησαν. Το πρωί όμως έπιανε το πινέλο και με απίστευτη διαύγεια έφτιαχνε αριστουργήματα. Ως έφηβος έπεσε θύμα ξυλοδαρμού από τον πατέρα του, όταν τον έπιασε επ’ αυτοφώρω να φοράει τα εσώρουχα της μητέρας του. Για να τον εκδικηθεί πλάγιαζε με τους υπηρέτες του. Αργότερα, θα δηλώσει σε συνέντευξη του πως ένιωθε σεξουαλική έλξη από αυτόν. Στα 70 του δήλωνε πως ακόμα τώρα συνεχίζει να φλερτάρει σαν να είναι 50 ετών.
Αυτή η ταραγμένη ψυχοσύνθεση, δεν θα μπορούσε πάρα να δημιουργεί ατμοσφαιρικά έργα, όπου οι πρωταγωνιστές τους απεικονίζονταν πάντα σαν να είχαν βίαια παραμορφωθεί, σχεδόν σαν να ήταν ωμές πλάκες κρέατος. Τα αντικείμενα που φιλοτεχνούσε έμοιαζαν σαν φυλακισμένες ψυχές, που βασανίζονταν από υπαρξιακά διλήμματα. Είναι γνωστότερος για τις απεικονίσεις με θέμα τους πάπες, τη σταύρωση και τα πορτραίτα στενών του φίλων, ενώ το ξεχωριστό του στυλ -που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αναγνωρισμένους ζωγράφους της δεκαετίες του 1940 και του 1950- “σφυρηλατήθηκε” από τον σουρεαλισμό, τις ταινίες, τη φωτογραφία, αλλά και τους κλασικούς ζωγράφους.
Δυστυχισμένα παιδικά χρόνια
Ο Φράνσις Μπέικον γεννήθηκες στις 28 Οκτωβρίου του 1909 και ήταν το δεύτερο παιδί του Βρετανού στρατιωτικού Άντονι Μόρτιμερ Μπέικον και της κατά είκοσι χρόνια νεότερης συζύγου του Κριστίνα Γουίνιφρεντ. Ο ασθματικός Φράνσις είχε περίεργες σχέσεις με την οικογενειακή εστία, και ιδιαίτερα με τον δύστροπο, βίαιο και πουριτανό πατέρα του. Ο Άντονι Μόρτιμερ Μπέικον έδερνε και τα πέντε παιδιά του με το καμτσίκι των αλόγων για να τα τιμωρήσει για τις αταξίες του, ενώ δεν μπορούσε να ανεχθεί τον φιλάσθενο και καλλιτεχνικά ανήσυχο Φράνσις. Το κερασάκι στην τούρτα ήρθες όταν τον ανακάλυψε να δοκιμάζει τα εσώρουχα της μητέρας του μπροστά στον καθρέπτη. Τότε και τον ξυλοκόπησε βάναυσα. O έφηβος Μπέικον για να τον εκδικηθεί πλάγιαζε με τους υπηρέτες του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αφού τον πέταξαν έξω από το πατρικό σπίτι, η μητέρα του προσπάθησε και κατάφερε να του εξασφαλίζει ένα υποτυπώδες μηνιαίο εισόδημα. Ο πατέρας του από την άλλη τον έστειλε στον στρατιωτικό θείο του για να χτίσει χαρακτήρα. Η φαινομενικά αυστηρή φροντίδα που προσέφερε ο θείος δεν κράτησε πολύ, καθώς μέσα σε δύο ημέρες από την άφιξή τους στο Βερολίνο, θείος και ανιψιός κατέληξαν στο ίδιο κρεββάτι. Αυτή η εμπειρία τον έκανε να απελευθερωθεί ως ομοφυλόφιλος και να έχει μία πρώτη γεύση από τον μποέμ καλλιτεχνικό κόσμο. Ο θείος θα ήταν ο πρώτος από τους πολλούς μεγαλύτερους εραστές που θα βοηθούσαν τον νεαρό Φρανσις με την καλλιτεχνική και κοινωνική του εκπαίδευση.
Κατά τη διάρκεια αυτού του πρώτου ταξιδιού στο Παρίσι, το 1928, ο Μπέικον επισκέφτηκε την αναδρομική έκθεση του Πικάσο, η οποία τον συντάραξε και τον ενέπνευσε να γίνει καλλιτέχνης. Ήταν επίσης στο Παρίσι, αφού ο θείος του τον είχε εγκαταλείψει για έναν άλλο νεαρό άνδρα, που ο Μπέικον είχε τις πρώτες εμπειρίες του ως ανδρική πόρνη.
Η ερωτική του ζωή ήταν θυελλώδης. Ο Μπέικον ελκόταν από καταθλιπτικούς όμορφους άντρες, που συνήθως δεν είχαν καμία σχέση με την τέχνη. Μάλιστα δύο από τους γνωστότερους εραστές του αυτοκτόνησαν. Ο ένας ήταν ο πρώην πιλότος της RAF Πίτερ Λέισι, και ο άλλος ήταν ο Τζορτζ Ντάιερ του οποίου ο θάνατος πυροδότησε τη δημιουργία του πίνακα: «Τρίπτυχο – Μάιος-Ιούνιος 1973».
Τρίπτυχο – Μάιος-Ιούνιος 1973
Ένας αστικός μύθος λέει πως το 1964, ο όμορφος μικροαπατεώνας Τζορτζ Ντάιερ μπήκε στο στούντιο του Μπέικον με σκοπό να τον ληστέψει. Ο ζωγράφος τον έπιασε επ’ αυτοφώρω και του είπε «Βγάλε τα ρούχα σου και έλα στο κρεββάτι μαζί μου». Αν θέλουμε όμως να εμπιστευτούμε πιο έγκυρες πηγές η γνωριμία τους έγινε με έναν λιγότερο κινηματογραφικό τρόπο: Γνωρίστηκαν σε μία παμπ στο Λονδίνο. Από τότε ήταν αχώριστοι για έξι μήνες, με τον Ντάιερ να είναι πολλές φορές το κεντρικό θέμα στους πίνακες του.
Ο Ντάιερ προερχόταν από μία χαμηλού μορφωτικού επιπέδου οικογένεια, που ήταν μπλεγμένη με τον υπόκοσμο. Μέχρι τότε είχε περάσει τη ζωή ανάμεσα σε κλοπές, δίκες και φυλακίσεις. Οι προηγούμενες σχέσεις του Μπέικον ήταν με μεγαλύτερους και επιβλητικούς άντρες. Τώρα για πρώτη φορά ήταν η κυρίαρχη προσωπικότητα. Τον γοήτευε το πόσο ευάλωτος και ευκολόπιστος ήταν ο Ντάιερ, ενώ ο Ντάιερ με την σειρά του εντυπωσιάστηκε από την αυτοπεποίθηση και την επιτυχία του Μπέικον. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αλληλοσυμπληρώνονταν, με τον Μπέικον να έχει τον ρόλο της πατρικής φιγούρας για τον νεαρό Ντάιερ.
Καθώς το έργο του Μπέικον εξελισσόταν, ο Ντάιερ έγινε κυρίαρχη παρουσία στους πίνακες του. Ο άλλοτε τυχοδιώκτης Ντράιερ έβρισκε μέσα από την τέχνη του Μπέικον την κοινωνική αναγνώριση που τόσο επιζητούσε. Ο ξεπεσμένος κλεφτάκος είχε δώσει έμπνευση σε έργα που κοσμούσαν σαλόνια πλούσιων και πνευματικών ανθρώπων, αλλά και φημισμένων γκαλερί και μουσείων.
Ο Ντάιερ εγκατέλειψε το έγκλημα αλλά σύντομα κατέφυγε στον αλκοολισμό. Αποσυρμένος και επιφυλακτικός όταν ήταν νηφάλιος, επιθετικός όταν ήταν μεθυσμένος, πολλές φορές προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τα λεφτά του ζωγράφου για να εντυπωσιάζει τους περιθωριακούς του φίλους. Αναπόφευκτα οι περισσότεροι από τους συνεργάτες του Μπέικον τον θεώρησαν ενοχλητικό … μια εισβολή στον κόσμο της υψηλής κουλτούρας στον οποίο ανήκε μόνο ο Μπέικον. Η σχέση τους ήταν καταδικασμένη να καταστραφεί, και το 1970 ο Μπέικον απλώς παρείχε στον Ντάιερ αρκετά χρήματα για να παραμείνει μεθυσμένος.
Τον Οκτώβριο του 1971, ο Ντάιερ συνάντησε τον Μπέικον στο Παρίσι για να τον συνοδεύσει στα εγκαίνια της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης του καλλιτέχνη στο Grand Palais, ο οποίος πλέον χαρακτηριζόταν ως ο «μεγαλύτερος ζωντανός ζωγράφος» της Βρετανίας. Ο Ντάιερ αποφάσισε να παρευρεθεί, ωστόσο ήξερε πως εδώ και καιρό δεν του έδινε κανένας σημασία. Στο παρελθόν, απελπισμένος, καθώς ήταν για να τραβήξει την προσοχή του Μπέικον, φύτεψε κάνναβη στο διαμέρισμά του και τηλεφώνησε στην αστυνομία, ενώ παράλληλα και προσπάθησε να αυτοκτονήσει αρκετές φορές.
Τελικά, αυτοκτόνησε στο ξενοδοχείο που διέμεναν, την παραμονή των εγκαινίων της έκθεσης, στις 24 Οκτωβρίου του 1971. Ο Μπέικον τον βρήκε το πρωί, ενώ επέστρεφε στο δωμάτιο τους. Ο Ντάιερ είχε αυτοκτονήσει παίρνοντας υπερβολική ποσότητα βαρβιτουρικών. O ζωγράφος τον βρήκε νεκρό να κάθεται στη λεκάνη του μπάνιου. Για την αποφυγή του σκανδάλου και για να γίνουν κανονικά τα εγκαίνια, ο Μπέικον σε συμφωνία με το υπεύθυνο του ξενοδοχείου ανακοίνωσε τον θάνατο του δύο μέρες μετά.
Μπορεί ο Ντάιερ να είχε πρωταγωνιστήσει σε πολλούς πίνακες του Μπέικον, ωστόσο, το έργο «Τρίπτυχο – Μάιος-Ιούνιος 1973» γνωστό και ως «Μαύρο Τρίπτυχο» έμελλε τελικά να δώσει εικόνα στις τελευταίες στιγμές αυτού του ευειδή, αλλά και μανιοκαταθλιπτικού κλεφτάκου. Αρχικά, μας ταξιδεύει στη στιγμή που κάνει εμετό γυμνός στον νιπτήρα, στη συνέχεια ενώ διασχίζει εξουθενωμένος ψυχικά και σωματικά το δωμάτιο και, τέλος, όταν ξεψυχάει πάνω στη λεκάνη της τουαλέτας. Οι κριτικοί διαφωνούν εάν το τρίπτυχο πρέπει να διαβάζεται διαδοχικά από αριστερά προς τα δεξιά ή και αντίστροφα. Ωστόσο, η επικρατέστερη άποψη είναι ότι το έργο είναι μια αφηγηματική, πανοραμική άποψη της αυτοκτονίας του Ντάιερ και ότι η μορφή του τρίπτυχου συνεπάγεται μια χρονική συνέχεια μεταξύ κάθε πλαισίου.
Ο Μπέικον έφτιαξε τον πίνακα για ξορκίσει τα οδυνηρά συναισθήματα για την απώλεια του αγαπημένου του, αλλά και τα αισθήματα ενοχής που τον κατέκλυζαν. Ο Μπέικον είχε αργότερα δηλώσει σε φίλους και γνωστούς πως ένιωθε στοιχειωμένος από τον θάνατο του Ντάιερ, και πως δεν τον ξεπέρασε ποτέ.
Το προνόμιο των καλλιτεχνών είναι πως δεν έχουν ηλικία…
Ο Μπέικον μισούσε την ιδέα να γερνάει. Ήθελε να συνεχίσει να αποπλανεί και να ζωγραφίζει για πάντα. Σεξ και ζωγραφική: Αυτό ήταν η ζωή του. Κατά τη διάρκεια των διακοπών του στη Μαδρίτη το 1992, ο Μπέικον εισήχθη σε ιδιωτική κλινική. Το χρόνιο άσθμα του είχε εξελιχθεί σε μια πιο σοβαρή αναπνευστική ασθένεια και δεν μπορούσε να μιλήσει ή να αναπνεύσει πολύ καλά. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 28 Απριλίου 1992.
Στην τελευταία του συνέντευξη στον Φράνσις Τζιακομπέτι, το 1992, όταν τον ρώτησε αν έχει εμμονή με τον θάνατο απάντησε: «Ναι πολύ μεγάλη. Μια μέρα, όταν ήμουν 15 ή 16 ετών, είδα ένα σκύλο να πεθαίνει και συνειδητοποίησα εκείνη τη στιγμή ότι επρόκειτο να πεθάνω. Νομίζω ότι υπάρχει μια κρίσιμη στιγμή στη ζωή ενός άνδρα. Η στιγμή που ανακαλύπτει ότι η νιότη δεν είναι αιώνια. Αυτή την ημέρα το κατάλαβα. Σκέφτηκα τον θάνατο και από τότε, σκέφτομαι τον θάνατο κάθε μέρα. Αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να κοιτάζω άνδρες ακόμη και της ηλικίας μου, σαν να είναι όλα ένα παιχνίδι, σαν η ζωή να μπορούσε ξεκινήσει από την αρχή όταν βγαίνω τα βράδια. Φλερτάρω σαν να ήμουν 50. Αυτό είναι το προνόμιο των καλλιτεχνών, δεν έχουν ηλικία. Το πάθος διαρκεί και το πάθος και η ελευθερία είναι σαγηνευτικά. Όταν ζωγραφίζω, δεν έχω πλέον ηλικία, απλώς νιώθω την απόλαυση ή τη δυσκολία του να ζωγραφίζεις.»