Από την καταξιωμένη σκηνοθέτιδα των «Μία Κάποια Εκπαίδευση» και «Μια Μέρα», Λόνε Σέρφιγκ, έρχεται μία ταινία κομψοτέχνημα, με τους Τζέμα Άρτερτον, Σαμ Κλάφλιν και Μπιλ Νάϊ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Σύνοψη

1940, Λονδίνο, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Με το ηθικό της χώρας να βρίσκεται στα πρόθυρα του εκμηδενισμού, η Κάτριν (Τζέμα Άρτερτον), μία άπειρη σεναριογράφος,  μαζί με ένα επίσης άπειρο κινηματογραφικό συνεργείο, δουλεύουν κάτω από τα πυρά του πολέμου προκειμένου να φτιάξουν μία ταινία που θα ανυψώσει το πεσμένο ηθικό του λαού, αλλά και θα εμπνεύσει την Αμερική να προσφέρει τη βοήθειά της. Μία πνευματώδης, ρομαντική και συγκινητική ιστορία μίας νεαρής γυναίκας που καταφέρνει να βρει τον δρόμο και τη φωνή της κατά τη διάρκεια ενός φρικτού πολέμου.

Κινηματογράφος, πόλεμος και γυναικεία χειραφέτηση

Το πάθος και η γνώση του παραγωγού Στίβεν Γούλι σε οτιδήποτε αφορά σε ταινίες από εκείνη την εποχή, αποτέλεσαν για το φιλμ τα στοιχεία εκείνα που το οδήγησαν στην καλλιτεχνική αρτιότητα.

«Η ταινία αφηγείται μία ιστορία μέσα στην κυρίως ιστορία, σχετικά με τη διάσωση τραυματισμένων στρατιωτών στη Δουνκέρκη. Υπήρχε μία κοινωνική ευθύνη εκείνη την εποχή να λέγονται ιστορίες σχετικές με πραγματικούς αλλά «αόρατους» ανθρώπους και αυτό είναι που το κάνει τόσο ενδιαφέρον. Νέοι σκηνοθέτες της εποχής έφτιαχναν ταινίες για καθημερινούς ανθρώπους που ξαφνικά γίνονταν ήρωες εξαιτίας του πολέμου. Και κάπως έτσι, σιγά σιγά, γυναίκες συγγραφείς, σαν την Νταϊάνα Μόργκαν, στον χαρακτήρα της οποίας έχει βασιστεί και η Κατρίν, άρχισαν να γίνονται γνωστές», σχολιάζει ο Γούλι.

Μία από τις πιο συγκλονιστικές πτυχές της ταινίας είναι η ειλικρινής εκτίμηση της κινηματογραφικής τέχνης, της ομαδικής εμπειρίας που δημιουργείται κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Αυτό που κάνει την εμπειρία ακόμη πιο δυνατή είναι ότι, στην εποχή που αναφέρεται το φιλμ, η Αγγλία είχε μεγάλη ανάγκη για κινηματογράφο.

Η σκηνοθέτις Λόνε Σέρφιγκ τονίζει: «Σημαίνει πολλά για εμάς τους σκηνοθέτες να κάνουμε μία ταινία για μια περίοδο τόσο σημαντική για τον κινηματογράφο. Έτσι ώστε να θυμόμαστε γιατί περνάμε όλη μας την ενήλικη ζωή δημιουργώντας ταινίες και όχι, ας πούμε, γιατρεύοντας κόσμο. Πρέπει να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας ότι έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε αυτή τη δουλειά, ακόμη κι αν υπάρχουν μέρες που γελάμε για 16 συνεχόμενες ώρες».

«Θέλαμε επίσης να υπενθυμίσουμε στον κόσμο το πόσο υπέροχο είναι να κάθεσαι μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα και να παρακολουθείς μια ταινία», συνεχίζει η Σέρφιγκ. «Αγαπώ πάρα πολύ τον κόσμο του κινηματογράφου και με αυτήν την ταινία αποτείνω έναν φόρο τιμής σε αυτόν. Πίσω από τους ξέγνοιαστους διαλόγους των πρωταγωνιστών κρύβεται πάντα ο φόβος ότι αυτή η μέρα που δουλεύουν μπορεί να είναι η τελευταία μέρα τους, ενώ παράλληλα γνωρίζουν πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η ταινία που γυρίζουν στο να κερδηθεί ο πόλεμος».

Η Αμάντα Πόζι παραμένει αισιόδοξη στο ότι η συγκεκριμένη ταινία μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τον κόσμο και να λειτουργήσει υπενθυμιστικά για το πόσο συγκλονιστική εμπειρία είναι το σινεμά. «Η ταινία είναι ένας εορτασμός για τη σημαντικότητα του σινεμά και το πώς επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων. Δεν χρειάζεται να είναι ένα βαρύ ντοκιμαντέρ για να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων. Οι ταινίες εκείνης της εποχής άλλοτε λειτουργούσαν σαν διέξοδο από τα δεινά του πολέμου και άλλοτε σαν προπαγάνδα. Το βασικό είναι ότι ο κινηματογράφος ήταν κάτι εξαιρετικά σημαντικό και, ακόμη και στις μέρες μας, μπορεί και πρέπει να λειτουργεί κατά αυτόν τον τρόπο».

Σκηνοθεσία: Λόνε Σέρφινγκ

Σενάριο: Γκάμπι Τσιάπε

Ηθοποιοί: Τζέμα Άρτερτον

Σαμ Κλάφλιν

Μπιλ Νάι

Τζακ Χιούστον

Τζέικ Λέισι

Διάρκεια: 117’