Πού καταφεύγει ένας άνθρωπος μετά την πτώση; Πού οδηγεί τα βήματά του η παρακμή; Είναι η μνήμη το σίγουρο καταφύγιό του, εκεί όπου θα συνειδητοποιήσει την προσωπική του πορεία στον δρόμο της αυτογνωσίας και ενδεχομένως θα αναγνωρίσει τον εαυτό του, τα αίτια και τα αιτιατά των εσωτερικών του παλινδρομήσεων, συγκρούσεων και αντιφάσεων;
Για τον Μάνο Κοντολέων και την Κασσάνδρα του «Η μνήμη δεν είναι καταφύγιο. Χώρος εκτελέσεων είναι». Ένας χώρος στον οποίο καταδικάζονται και εκτελούνται οι βουλές των άλλων, οι οποίες καθόρισαν τη μοίρα μιας γυναίκας και προσδιόρισαν το τέλος της. Ο συγγραφέας με αυτή τη μόνη φράση μάς δίνει το κλειδί, για να ξεκλειδώσουμε τους συμβολισμούς του νέου του βιβλίου και ταυτόχρονα να διαισθανθούμε τη δύναμη της λογοτεχνίας να αγγίζει διαχρονικά τα μεγάλα θέματα.
Ο έρωτας και η απαγορευμένη ενσάρκωσή του, οι θεϊκές δυνάμεις της Κασσάνδρας και ο τραγικός περιορισμός της εξουσίας τους, η εσωτερικότητα της και οι επιθυμίες της σε πλήρη αντίφαση με το «πρέπει» που της όρισαν, οι ανάγκες, τις οποίες έπρεπε να εκπληρώσει, οι έμφυλες διακρίσεις που αντιμετώπισε, οι προσταγές που ακολούθησε, ο ρόλος της ως μάντισσα αλλά κυρίως ως γυναίκα, το πάθος, η Μαύρη Άμμος των πνιγηρών οραμάτων της και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο θα εισδύσει τον τόπο του δικού της θανάτου, θα φτάσει στο τέλος για να λυτρωθεί, να δικαιωθεί ή απλώς να αντιμετωπίσει τη μοίρα της, ως έναν τρόπο για να κρίνει, εν τέλει, τις δικές της πράξεις μοιάζουν να είναι το θέμα αυτού του βιβλίου.
Ο Κοντολέων δεν καταπιάνεται να ξαναγράψει τη δική του εκδοχή σε ένα γνωστό θέμα. Διόλου τυχαία επιλέγει την Κασσάνδρα και επεμβαίνει επάνω της, όπως και στους υπόλοιπους ήρωες, την Εκάβη, τον Έλενο, την Ελένη, τον Αχιλλέα, ασφαλώς και τον Αγαμέμνονα, ήρωες όλοι αυτοί οι οποίοι κινούνται δορυφορικά γύρω της. Χωρίς να κάνει αυτά τα πρόσωπα να χάσουν τα γνώριμα χαρακτηριστικά τους, τα κληροδοτημένα σε εμάς από τον Όμηρο– στην περίπτωση της Κασσάνδρας και από τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη — στρέφει τον αφηγηματικό του προβολέα προς το ήθος αυτών των προσωπικοτήτων. Μιλά απερίφραστα για τα πάθη τους αλλά και προσπαθεί να τα ερμηνεύσει με μια φρέσκια ματιά. Κυρίως όμως, τονίζει τη μεγαλοσύνη και τη διαχρονικότητα αυτών των ηρώων, οι οποίοι μπορούν ακόμα να εμπνέουν μεγάλους δημιουργούς.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στην πραγματικότητα όμως ο Μάνος Κοντολέων παίζει κι ένα παιχνίδι με τον αναγνώστη του. Στήνει ξανά το αρχαίο σκηνικό για να παρουσιάσει τη σύγχρονη πτώση της ελληνικής κοινωνίας. Μας ανασυστήνει την αρχαία Κασσάνδρα και βρίσκει την αφορμή στο πρόσωπο της να δείξει τον τρόπο με τον οποίο αλλάζει μια κοινωνία, όταν οι οικονομικές και κυριαρχικές τάσεις καθορίζουν τον τρόπο επιβολής μιας επικράτειας και κυρίως τη μοίρα των ανθρώπων.
Ο συγγραφέας δεν υποδηλώνει με υπαινιγμούς τη σχέση ανάμεσα στο ιστορικό παρελθόν και το σύγχρονο συσχετισμό του. Ο Δούρειος Ίππος της πένας του είναι ο ίδιος ο Τρωικός πόλεμος και με αυτόν θα εισβάλει στην ηρεμία μιας φαινομενικά ανήμπορης σύγχρονης κοινωνίας, για να δείξει σε ποιο βαθμό μπορεί να επηρεαστεί από τον τρόπο με τον οποίο εξαναγκάζεται να αλλάξει τα δεδομένα της. Ο Τρωικός πόλεμος είναι απλώς το δικό του όχημα, το πρόσχημα για να φτάσει ο συγγραφέας στο επιθυμητό του αποτέλεσμα. Η πτώση της Τροίας έφερε την ανάγκη νέων καταστάσεων και η πτώση των δικών μας αξιακών μέτρων, πολιτισμικών και οικονομικών αναλογιών έχουν μια σαφή παραλληλία, την οποία αξίζει να εντοπίσουμε για να δούμε την εξελικτική μας πορεία ανά τους αιώνες και τον ρόλο μας σ’ αυτή την εξέλιξη.
Ο Κοντολέων δεν ψάχνει τις λέξεις, οι οποίες θα πείσουν, ούτε εκείνες τις παρηγορητικές που θα ηρεμήσουν τον ίδιο και τον αναγνώστη του. Σκύβει μέσα στη γλωσσική φαρέτρα της αρχαιότητας και συναρμολογεί φράσεις ζυμωμένες με την σημερινή χρήση της γλώσσας. Αρπάζει καίριες λέξεις, λέξεις πύρινες και αιχμηρές, κι ενώ τις βουτά στην ηδύτητα της γραφής του, τις εξαπολύει κατεναντίον μας, για να μας εισάγει, χωρίς κανέναν ενδοιασμό στις περιοχές της δικής μας ενδοσκόπησης και να συνδηλώσει παράλληλα τις προσωπικές του ανησυχίες, βλέποντας τον κόσμο να αλλάζει ξανά. Και μέσα από την δεξαμενή των ανεξάντλητων ελληνικών μύθων εκείνος επιλέγει την Κασσάνδρα για να υψώσει τη δική του φωνή απέναντι στις πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις που βιώνει ο κόσμος σήμερα. Χωρίς θυμό. Μονάχα με τη σύνεση και τη φρόνηση ενός ανθρώπου που η γνώση των επερχόμενων τον συντάραξε.
Ο συγγραφέας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Η Μαύρη Άμμος της Κασσάνδρας προείπε και στη δική μας εποχή τα μελλούμενα αλλά κανείς δεν τα άκουσε. Κανείς δεν είδε το μέλλον ούτε όταν οι Κασσάνδρες επέμεναν να καταδεικνύουν τα αποτελέσματα όλων όσων ζούσαμε στην ανεξέλεγκτη ουτοπία μιας επίπλαστης ευμάρειας. Άραγε η Κασσάνδρα δε βρήκε τις κατάλληλες λέξεις ή εμείς εθελοτυφλούσαμε βολεμένοι στις προσωπικές μας διαδρομές και γι’ αυτό τον λόγο την αγνοήσαμε;
Ο συγγραφέας μάς καλεί να κοιτάξουμε, έστω και τώρα, στη Μαύρη άμμο. Μια ανάγκη να γνωρίσουμε τον πραγματικό μας εαυτό και τις δυνατότητές μας είναι περισσότερο απαραίτητη από ποτέ και η Κασσάνδρα του Κοντολέων γίνεται η αφορμή. Επειδή, αν υπάρχει μια αξία στην Ιστορία ή στους μύθους που προέπλασαν τον κόσμο είναι η δύναμή να αντιλαμβανόμαστε, μέσα από τις δικές της επιταγές, όλα όσα βιώνουμε στις μέρες μας.
Ο Κοντολέων κρίνει το παρελθόν και την αναγωγή του στο παρόν, στηριζόμενος στο ομηρικό μύθο αλλά μέσα από μια σημερινή ματιά. Βλέπει ό,τι προηγήθηκε και αναλαμβάνοντας ο ίδιος τον ρόλο μιας άλλης Κασσάνδρας δίνει τους δικούς του πολιτικούς, κοινωνικούς και αισθητικούς προβληματισμούς επειδή το μέλλον διαγράφεται ακόμα. Ή τουλάχιστον μπορεί ακόμα να ελπίζει ότι θα αλλάξει. Ίσως επειδή πιστεύει ότι η ολοκληρωτική πτώση δεν έχει ακόμα συντελεστεί. Το σίγουρο είναι ότι στη δική του μνήμη έχουν ήδη «εκτελεστεί» όλοι όσοι συνέβαλαν σε αυτήν.