Το κείμενο

Η Μήδεια του Ευριπίδη πρωτοδιδάχθηκε το 431π.Χ. στα «Έν άστει Διονύσια», και ήταν μέρος μιας τριλογίας χωρίς θεματική συνάφεια μαζί με τις τραγωδίες Φιλοκτήτης, Δίκτυι, καθώς και το σατυρικό δράμα Θερισταίς. Ο Ευριπίδης με την Μήδεια, η οποία γράφτηκε στα πρόθυρα του Πελοποννησιακού πολέμου (η έναρξή του τοποθετείται στο 431π.Χ.), εξήρε, ειδικά με τα χορικά της μέρη, τόσο το Αθηναϊκό πνεύμα, όσο και την Αθηναϊκή δημοκρατία σε αντιδιαστολή με τη βαρβαρική καταγωγή της ηρωίδας. Η Μήδεια, κόρη του Αιήτη, βασιλιά της Κολχίδας, είχε θεϊκή καταγωγή από τον παππού της, τον θεό Ήλιο, ενώ γνώριζε επίσης τη μαγεία λόγω της θείας της, της Κίρκης. Ο έρωτάς της για τον Ιάσωνα του εξασφάλισε το χρυσόμαλλο δέρας, όταν έφτασε στην Κολχίδα. Η βασιλοπούλα, προκειμένου να βοηθήσει τον αγαπημένο της, όχι μόνον του αποκάλυψε μυστικά του τόπου της, αλλά δεν δίστασε να σκοτώσει ακόμα και τον ίδιο της τον αδελφό προκειμένου να γλιτώσει ο Ιάσωνας. 

Η ευτυχία της ερωτευμένης Μήδειας, ωστόσο, δεν κράτησε για πολύ, αφού ο Ιάσωνας την άφησε προκειμένου να παντρευτεί μια νέα γυναίκα, την κόρη του Κρέοντα, βασιλιά της Κορίνθου. Η εγκατάλειψη των δυο γιών της, αλλά και της ίδιας, καθώς και η απαξίωσή της από τον άνδρα για τον οποίο έκανε τα πάντα, οδήγησαν την Μήδεια στο δρόμο της εκδίκησης. Να σημειωθεί ότι ο φόνος των δύο παιδιών της Μήδειας αποδίδεται στον Ευριπίδη, και όχι σε προγενέστερες πηγές (βλ. Χουρμουζιάδης, Ν. Μήδεια). Σύμφωνα μάλιστα με σύγχρονους μελετητές, η Μήδεια επιχείρησε, ανεπιτυχώς, προκειμένου να εξασφαλίσει στα παιδιά της αιωνιότητα, κάποια μαγική τελετουργία πάνω από πυρά, η οποία όμως εν τέλει κατέληξε στο θάνατό τους. 

Η διασκευή

Ο Σάιμον Στόουν (Simon Stone) υπέγραψε, δραματουργικά και σκηνοθετικά, μια σύγχρονη εκδοχή της Μήδειας, της γυναικείας μορφής η οποία ταυτίστηκε με την εκδίκηση, αλλά κυρίως με την παιδοκτονία. Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης βάδισε στα ίχνη της ευριπίδειας τραγωδίας, βρίσκοντας παραλληλίες και αναλογίες στο σήμερα. Η ηρωίδα του Στόουν, η Άννα, είναι μια σύγχρονη γυναίκα, ταλαντούχα και λαμπρή επιστήμονας, μια γιατρός η οποία από νωρίς είχε δική της ομάδα στο ερευνητικό κέντρο όπου εργαζόταν. Εκεί γνωρίστηκε με τον μετέπειτα σύζυγό της, τον Λούκας, όταν αυτός ήταν απλώς βοηθός της. Ο έρωτάς τους οδήγησε σε γάμο και σε δύο γιους. Το έργο αρχίζει ενώ η Άννα έχει μόλις βγει από το ψυχιατρείο, όπου νοσηλευόταν τον τελευταίο χρόνο. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, το κοινό πληροφορείται ότι η Άννα δηλητηρίαζε λίγο-λίγο τον Λούκας, επειδή είχε μάθει για την εξωσυζυγική του σχέση με μια νεότερη γυναίκα. Με αυτό τον τρόπο, η ηρωίδα προσπαθούσε να τον κρατήσει κοντά στην ίδια και τα παιδιά τους, θυμίζοντάς της τις παλιές στιγμές οικογενειακής τους ευτυχίας. Η πράξη της αυτή όμως δεν της κόστισε μόνον την ψυχική της υγεία, αλλά και την επιμέλεια των παιδιών της. Μέσα από τις διαφωνίες της Άννα και του Λούκας, μαθαίνει το κοινό ότι κάθε εγκυμοσύνη και ακολούθως, κάθε γέννα, απομάκρυνε την Άννα ολοένα και περισσότερο από το εργασιακό της περιβάλλον, δίνοντας προβάδισμα στην επαγγελματική πορεία του Λούκας. Στο τέλος, η Άννα απολύεται και από την εργασία της, αφού ο Λούκας έχει δεσμό με την εικοσιτετράχρονη κόρη του αφεντικού τους, την Κλάρα. 

Έχοντας χάσει τον άντρα της, τη δουλειά της, την επιμέλεια των παιδιών της, αλλά πρωτίστως την αυτοεκτίμησή της, η Άννα οδηγείται σιγά-σιγά στην παράνοια. Όταν ο Λούκας της ανακοινώνει ότι αυτός και η Κλάρα, η οποία είναι έγκυος, θα μετακομίσουν στην Κίνα παίρνοντας μαζί και τα αγόρια, η Άννα θολώνει. Μεθοδικά σκοτώνει αρχικά την Κλάρα και τον πατέρα της, ενώ στη συνέχεια δολοφονεί τα παιδιά της και αυτοκτονεί. 

Ο Στόοουν θέλησε να αναδείξει με το έργο του την διαχρονικότητα του μύθου της Μήδειας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ονόμασε το έργο του Μήδεια, ενώ η ηρωίδα λέγεται Άννα, πιθανότατα ακολουθώντας το παράδειγμα του Ευγένιου Ο’Νηλ με το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα. Με αφορμή μια σύγχρονη περίπτωση που έλαβε χώρα στην Αμερική, και με αναφορές και σε άλλες σύγχρονες περιπτώσεις, ο Στόουν θέλησε να εστιάσει την προσοχή του στα ομιχλώδη και δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στην ενοχή και την αθωότητα, αλλά και μεταξύ της ηθικής αυτουργίας και της πράξης καθαυτής. Ωστόσο, ο συγγραφέας παρέβλεψε βασικές συνιστώσες στην αρχετυπική μορφή της Μήδειας, οι οποίες είναι θεμελιώδους σημασίας. Ενδεικτικά, η Μήδεια δεν οδηγείται στην πράξη της από ερωτικό πάθος, όσο από την αίσθηση αδικίας και απαξίωσης που νιώθει από τον Ιάσωνα. Η Ευριπίδεια Μήδεια ήταν δυνατή, ευφυής και με απόλυτο έλεγχο της σκέψης της, η οποία και την οδήγησε σε μελετημένους πολλαπλούς φόνους, με κορυφαίο αυτόν των παιδιών της. Αντίθετα, η Άννα είναι μια γυναίκα έρμαιο των ενστίκτων, των συναισθημάτων και των παρορμήσεών της, η οποία οδηγείται στο φόνο από απελπισία και όχι από υπολογισμό. Γι’ αυτό η ηρωίδα του Στόουν δίνει και τέλος στη ζωή της, μετά το φόνο των γιών της, σε αντιδιαστολή με την Ευριπίδεια ηρωίδα η οποία, κόντρα στην Αριστοτελική κάθαρση, ανέρχεται στον ουρανό με το άρμα του πρόγονου της, θεού Ήλιου. 

© Dim Balsem

Η παράσταση

Η παρατακτική δράση στα κείμενα του Στόουν, αλλά και τα περάσματα χρόνου αποδόθηκαν λειτουργικά και με ενδιαφέροντα τρόπο. Η σκηνοθεσία του Αυστραλού δημιουργού ανέδειξε τα νοήματα ενός, προβληματικού γενικά, κειμένου. Η σημειολογία της σκηνοθεσίας ήταν εξόχως ενδιαφέρουσα και καλλιτεχνικά ευφάνταστη. Εκκινώντας από την ντοκουμερίστικη αποτύπωση της έναρξης, καθιστώντας έτσι τους ήρωες μέρη ενός ιδιότυπου ριάλιτι, έως το λευκό κουτί-σκηνή που παρέπεμπε τόσο στο ψυχιατρείο που νοσηλεύτηκε η Άννα όσο και στο ψυχικό κενό της ηρωίδας, η σκηνοθετική γραμμή αποτέλεσε μια αυτοτελή καλλιτεχνικά δημιουργία. Εξαιρετικά ήταν επίσης τα μαύρα αποκαΐδια τα οποία έπεφταν στη σκηνή σαν βροχή, δημιουργώντας ένα μικρό μαύρο λοφάκι στο κάτασπρο σκηνικό και προοιωνίζοντας τη στάχτη που θα κατέπνιγε τη ζωή και τα μέλη της οικογένειας του Λούκας. 

Οι Ηθοποιοί – Οι Συντελεστές

Η Marieke Heebink στο ρόλο της σύγχρονης Μήδειας προσπάθησε να αποδώσει την απόγνωση, τον έρωτα, την απόρριψη και την απελπισία μιας γυναίκας στη μέση ηλικία, την οποία όχι μόνον εγκαταλείπει ο άντρας της για μια νεότερή της, αλλά της στερεί και όλα όσα είχε. Ο Λούκας του Leon Voorberg πάτησε στον Ευριπίδειο Ιάσωνα, αποτυπώνοντάς τον κατώτερο της θέσης και του ρόλου του, έρμαιο των ενστίκτων και των φιλοδοξιών του. Ενδιαφέρουσες ήταν επίσης οι ερμηνείες των Alexander Elmecky και Evgenia Brendes, οι οποίοι λειτούργησαν αντί Χορού. Η Eva Heijnen κινήθηκε σε αχαρτογράφητα ύδατα, καθώς ο ρόλος της δεν εμφανίζεται επί σκηνής στην αρχαία τραγωδία. Η Heijnen απέδωσε την εκδοχή μιας σύγχρονης, κακομαθημένης νέας γυναίκας, η οποία δεν διστάζει να πάρει τον άντρα κάποιας άλλης, απλώς και μόνον επειδή μπορεί. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Στόουν, με το ρόλο της Κλάρα, παρείχε ένα ιδιότυπο άλλοθι στον Λούκας, παρουσιάζοντας την πέτρα του σκανδάλου να φέρει σημαντικό βάρος της ευθύνης και απενοχοποιώντας σημαντικά τον άντρα-θύτη. Ενδιαφέρον είναι ότι ενώ ο Ευριπίδειος Ιάσων δεν γίνεται συμπαθής σε κανένα σημείο της τραγωδίας, ο κατά Στόουν Λούκας, στον 21ο αιώνα, φαίνεται απαλλαγμένος πολλών ευθυνών, λόγω της Κλάρα. Μοιάζει λοιπόν αντιφατικό το γεγονός ότι ενώ ο Στόουν έπλασε ένα κείμενο το οποίο αναδεικνύει την αδικαιολόγητη εγκατάλειψη που βιώνουν οι μεσήλικες, κυρίως, γυναίκες από τους συντρόφους τους, παρείχε παράλληλα άλλοθι στον άνδρα-θύτη κατηγορώντας μια νεότερη γυναίκα. Το κείμενο υποθάλπει έτσι την ηλικιακή διάκριση μεταξύ των γυναικών, διαχωρίζοντάς τις σε μεσήλικες και νέες. 

Εμπνευσμένη η λιτή, αλλά σημειολογικά φορτισμένη σκηνογραφία (Bob Cousins), καθώς και τα σύγχρονα κοστούμια (An D’Huys). Σημαντικός επίσης σκηνικά ο εκτυφλωτικός φωτισμός (Bernie van Velzen), ο οποίος με το ανελέητο φως ξεσκέπασε τα πάντα και τα έφερε στο προσκήνιο. 

Εν κατακλείδι

Μολονότι η Μήδεια του Ευριπίδη δεν έλαβε το πρώτο βραβείο όταν διδάχθηκε κατά την αρχαιότητα, ωστόσο η τραγωδία υπήρξε και παραμένει εκ των σημαντικών της αρχαίας γραμματείας. Τόσο ο τρόπος διαχείρισης του μύθου, όσο και η σταδιακή κλιμάκωσή του, την καθιστούν, έως και σήμερα, εξαιρετικά επίκαιρη. Δυστυχώς, αποδεικνύεται ότι η γυναίκα παραμένει ένας αδύναμος κρίκος στην κοινωνική αλυσίδα. Η ακραία και άκρως καταδικαστέα πράξη της παιδοκτονίας της Μήδειας δεν στοχεύει να δείξει την αναλγησία της, ούτε τον απόλυτο έρωτά της για τον Ιάσωνα: υπογραμμίζει όμως την απελπισία μιας μάνας, τον πόνο της συζύγου, την απόρριψη της ερωμένης, τη συλλήβδην απόρριψη μιας γυναίκας. Ο Ευριπίδειος λόγος είναι τόσο μεστός και ουσιαστικός, που δεν υπάρχει κάποια αμφιβολία για το δίκιο της γυναίκας-Μήδειας και το απόλυτο άδικο του άνδρα-Ιάσωνα. Η ακραία πράξη της ηρωίδας, δηλαδή η δολοφονία των παιδιών της, είναι αυτή που αντισταθμίζει τη φαύλη και αν-ανδρη συμπεριφορά του Ιάσωνα, περισώζοντας έτσι το κύρος του αρσενικού φύλου παρουσία του ανδρικού, αποκλειστικά, κοινού της αρχαιότητας. 

Το έργο του Σάιμον Στόοουν υπολείπεται σαφώς δραματουργικά της αρχαίας τραγωδίας, καθώς ακολουθεί ασθμαίνοντας τις αρχετυπικές μορφές του Ευριπίδη και προσπαθεί να δημιουργήσει απόλυτες παραλληλίες με το σήμερα. Μόνον που οι Ευριπίδειοι ήρωες υπερκαλύπτουν τις εποχές, καθιστώντας σαφές ότι η διασκευή κειμένου της αρχαίας γραμματείας δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. 

Photo Credit Κεντρικής εικόνας θέματος: © Sanne Peper 

Διαβάστε επίσης: 

Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2024: Μήδεια, του Σάιμον Στόουν στο θέατρο Παλλάς