Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών παρουσιάζει «Το ελληνικό κοντσέρτο για πιάνο» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

H Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (KOA) παρουσιάζει τη συναυλια «Το ελληνικό κοντσέρτο για πιάνο» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Γιατί το ελληνικό κοντσέρτο για πιάνο δεν είναι ευρέως γνωστό; Πώς θα μπορέσουμε να αφεθούμε στη γοητεία του και να αποκρυπτογραφήσουμε τα μυστικά του; Ποιες οι κατά περίπτωση επιρροές του και πώς αναπτύσσεται ο διάλογος σολίστ κι Ορχήστρας; Στις 10 Μαΐου, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών εξερευνά τρία κοντσέρτα σημαντικών Ελλήνων συνθετών. Η διεθνώς αναγνωρισμένη Έφη Αγραφιώτη ερμηνεύει το λαμπερό Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα της δασκάλας της, Ρένας Κυριακού. Έργο με το οποίο η Κυριακού ενσυνείδητα ολοκλήρωσε την συνθετική της διαδρομή. Σύμφωνα με τη συνθέτρια, το κοντσέρτο μπορεί να παρομοιαστεί με «[…]μια απέραντη σκηνή στο πράσινο, με ανθισμένα δέντρα και καρπούς, με πουλιά να τραγουδούν Frère Jacques». Στη συνέχεια, η Ορχήστρα παρουσιάζει σε α’ εκτέλεση το Κοντσέρτο για πιάνο του Χάρη Βρόντου με σολίστ τον δραστήριο Θάνο Μαργέτη. Μια σύνθεση που διερευνά τη σχέση του δημιουργού της με την ευρωπαϊκή μουσική παράδοση. Η βραδιά ολοκληρώνεται με το Κοντσερτίνο για πιάνο και ορχήστρα του μοντερνιστή Νίκου Σκαλκώτα. Ένα «κόσμημα νεοκλασικού ύφους» με μεγάλες δεξιοτεχνικές απαιτήσεις, το οποίο ερμηνεύει, ο ραγδαία ανερχόμενος Μάριος Παντελιάδης. Στο πόντιουμ, η ακμαία αρχιμουσικός Φαίδρα Γιαννέλου.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

Συντελεστές

ΣΟΛΙΣΤ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Φαίδρα Γιαννέλου

Ώρα: 19:30 | Δωρεάν εισαγωγική ομιλία από φοιτητές και φοιτήτριες του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών για τους κατόχους εισιτηρίων

Το σχόλιο της Έφης Αγραφιώτη

Με το κοντσέρτο έργο 18, η Κυριακού έκλεισε ενσυνείδητα τη συνθετική της εποχή, αφήνοντας μας 75 ολοκληρωμένες συνθέσεις.

Βρέθηκα μπροστά σε πολλά αδιέξοδα αναζητώντας την ερμηνεία του έργου. Είναι έργο δεξιοτεχνικό, φιλόδοξο, πλουσιότατο σε απρόσμενες εναλλαγές, Είναι κομψοτέχνημα που το ελεύθερης συνθεσιακής τεχνοτροπίας πύκνωμα του φωτίζει την απλότητα, την ηρεμία, το χαμόγελο. Η Κυριακού μου είπε το 1974: Για μένα το έχω συνθέσει. Θα παίξει κάποιος σε είκοσι χρόνια κάτι άπαιχτο και άγνωστο; Θα εκτιμήσει ότι το έγραψε μια γυναίκα; Ήθελα να φτιάξω μια απέραντη σκηνή στο πράσινο, με ανθισμένα δέντρα και καρπούς, με πουλιά να τραγουδούν Frère Jacques. Πουθενά άσπρο-μαύρο. Ήθελα από κάθε νότα να γεννιέται ένα παιδί του ήχου.

Η συγκίνηση μου είναι απερίγραπτη. Την ξανασυναντώ μελετώντας, εφαρμόζω αυστηρούς κανόνες που δίδασκε, ψάχνω στα λόγια της: «γεννιόμαστε άνθρωποι, γινόμαστε μουσικοί. Να το σκέφτεσαι για να μένεις ταπεινή» «Όλα γίνονται καθαρά μόνο όταν βρίσκεις αντιστίξεις». «Η μουσική είναι επικοινωνία. Αν αναπνέουμε φυσικά, θα πάει φυσικά η μουσική στον ακροατή».

Το κοντσέρτο της Ρένας Κυριακού αξίζει να παίζεται. Η συναυλία της 10της Μαΐου με τα τρία ελληνικά κοντσέρτα σηματοδοτεί και υπογραμμίζει την ανάγκη σεβασμού στην ελληνική μουσική.

Το σχόλιο του Θάνου Μαργέτη

Είναι μεγάλη τιμή για μένα να συμμετέχω σ’ αυτήν την εξαιρετική συναυλία και θέλω να ευχαριστήσω θερμά την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και τον καλλιτεχνικό της διευθυντή, μαέστρο κ. Λουκά Καρυτινό για αυτήν την ευκαιρία.

Πρόκειται για ένα έργο που σου επιβάλλει να κρατήσεις λεπτές ισορροπίες σε όλα τα επίπεδα. Ενώ είναι φανερές οι “κλασσικές” του καταβολές και η προμελετημένη αρχιτεκτονική του, σου δίνει την αίσθηση ότι γεννιέται τώρα δα, μπροστά σου.

Με τη βοήθεια μιας “διάφανης” ενορχήστρωσης, σκιτσάρει με ακρίβεια τη θύμηση ενός ονείρου.

Είναι πρόκληση για μένα να το κατανοήσω, να το εσωτερικεύσω, να οικειοποιηθώ το “αφήγημά” του και να το κάνω δικό μου βίωμα.

Σ’ αυτήν την περιπέτεια, με εμπνέει και με καθοδηγεί η πολύτιμη παρουσία του ίδιου του συνθέτη, Χάρη Βρόντου.

Το σχόλιο του Μάριου Παντελιάδη

Ακούγοντας κανείς τον τίτλο «κοντσερτίνο» θα περίμενε ένα έργο μικρό και μάλλον περιορισμένων δεξιοτεχνικών απαιτήσεων. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο, τουλάχιστον από την πλευρά της δυσκολίας η οποία είναι εμφανής σε πολλά σημεία του έργου (πχ άβολες θέσεις, δύσκολα περάσματα σε γρήγορα tempi κλπ) αλλά και ως προς την άποψη του μεγέθους που δεν διαφέρει και πολύ σε σχέση με αλλά concerti πιο γνωστού ρεπερτορίου.

Επίσης ενώ είναι ένα ξεκάθαρα τονικό έργο ο συνθέτης φαίνεται να κάνει πειραματισμούς χρησιμοποιώντας πολλές διαφωνίες σε γλώσσα σχεδόν ρομαντική όπου κανείς δεν τις περιμένει. Φαντάζει έτσι η μουσική πάντα απλή αλλά φρέσκια και ποτέ δεδομένη.

Οι αντιθέσεις ποικίλουν: στο πρώτο μέρος στο πρώτο θέμα έχουμε έναν παιχνιδιάρικο χαρακτήρα και ζωντάνια, στο δεύτερο μια πιο εσωτερική εκφραστικότητα, ενώ δεν λείπει και προς το τέλος ένα μεγαλειώδες (grande) finale. Στο δεύτερο μέρος στο εισαγωγικό θέμα βρίσκουμε μια εσωστρέφεια και ίσως μια μελαγχολία, ένα μυστήριο ενώ στο δεύτερο θέμα μια κομψότητα και ταυτόχρονα μεγαλύτερη εξωστρέφεια και «πυκνή» έκφραση (“con grazia, marcato e sonoro”). Τέλος, το τρίτο μέρος αποτελεί μια έκρηξη χαράς, γεμάτο φρεσκάδα και χορευτική διάθεση καθ’όλη τη διάρκειά του: ακόμη κι αν ενίοτε παρουσιάζονται σκοτεινές στιγμές, αυτές εξαφανίζονται ξαφνικά με μια ιδιαίτερη ειρωνεία που ο Σκαλκώτας εισάγει στη σύνθεση με αριστοτεχνικό τρόπο. Έτσι για παράδειγμα προς το τέλος του έργου, μετά από μια μεγαλειώδη και δεξιοτεχνική coda έχουμε τη μουσική, σε πολυτονική γραφή και με παρουσία συνεχών διαφωνιών, να απομακρύνεται και να σβήνει σιγά σιγά, και καθώς φτάνουμε στο μηδέν δυο συγχορδίες σε forte σημαίνουν το τέλος του έργου με τρόπο εντελώς απρόσμενο.

Το σχόλιο της Φαίδρας Γιαννέλου

Το πρόγραμμα της συναυλίας αυτής είναι, θα λέγαμε, ιδιόμορφο. Περιλαμβάνει τρία κοντσέρτα για πιάνο Ελλήνων συνθετών, γεγονός το οποίο αποτελεί μια σπάνια συνθήκη συναυλίας κλασικής μουσικής αλλά ταυτόχρονα κι ένα πολύ σπουδαίο αφιέρωμα στη συγκεκριμένη μουσική φόρμα. Στις 10 Μαΐου 2024, λοιπόν, θα ερμηνεύσουμε τρεις τελείως διαφορετικές συνθέσεις για πιάνο και ορχήστρα, με τρεις διαφορετικούς σολίστ επί σκηνής, μεταβαίνοντας από τον μοντερνισμό του Νίκου Σκαλκώτα, στη δεξιοτεχνική σύνθεση της Ρένας Κυριακού και τέλος στη συνομιλία πιάνου και ορχήστρας του Χάρη Βρόντου. Η μεγάλη πρόκληση αυτής της συναυλίας είναι η απόδοση και κατανόηση της ιστορικής μουσικής εξέλιξης, ο σεβασμός στις τρεις διαφορετικές μουσικές γλώσσες, σε συνδυασμό με την προσωπική ερμηνεία του κάθε σολίστ και τη συμβολή της ορχήστρας στα τρία αυτά κοντσέρτα.

Για την ιστορία…

ΡΈΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΎ (1917 – 1994)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, έργο 18
Allegro – Più mosso – Tempo I – Calmo – Presto – Tempo I
Andante
Vivace – Allegro maestoso – Presto

Το όνομα της Ρένας Κυριακού έχει πρωτίστως συνδεθεί με τις υψηλού επιπέδου πιανιστικές ερμηνείες της, τόσο σε συναυλίες στην Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική, όσο και με ηχογραφήσεις άγνωστων είτε παραγνωρισμένων στα μέσα του 20ού αιώνα έργων των Μέντελσον, Σολέρ κ.ά. Η συνθετική της δραστηριότητα, τουναντίον, αφιερωμένη σχεδόν αποκλειστικά στο πιάνο, παραμένει ελάχιστα γνωστή, παρά το γεγονός ότι συνιστούσε αναπόσπαστο τμήμα των σπουδών και των απαρχών της μακράς καλλιτεχνικής της σταδιοδρομίας, από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 (σε ηλικία πέντε μόλις ετών) έως τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, έργο 18, δεσπόζει ανάμεσα στα έργα της ως το πλέον εκτενές και φιλόδοξο, ενώ συγχρόνως αποτελεί το επιστέγασμα αλλά και την (απότομη) απόληξη της συνθετικής της πορείας. Η σύνθεσή του έλαβε πιθανότατα χώρα μεταξύ των ετών 1938 και 1940, δίχως πάντως να μπορεί να αποκλεισθεί και το ενδεχόμενο της αποπεράτωσης της ενορχήστρωσης της παρτιτούρας κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια, έως και το 1943, όταν σε συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών της 19ης Δεκεμβρίου το κοντσέρτο αυτό παρουσιάσθηκε σε πρώτη εκτέλεση, με σολίστ τη συνθέτρια και υπό τη διεύθυνση του Θεόδωρου Βαβαγιάννη. Το έργο χαιρετίσθηκε ως το πρώτο κοντσέρτο Ελληνίδας συνθέτριας και φαίνεται πως γνώρισε αρκετά καλή υποδοχή από το κοινό, όχι όμως και από τους κριτικούς και δη τις γυναίκες μουσικοκριτικούς της εποχής, οι οποίες επέκριναν την απόσταση ανάμεσα στην ερμηνευτική και τη συνθετική ικανότητα της Κυριακού, την υφολογική και δομική ασάφεια του έργου, την απουσία εμπνευσμένων μελωδικών ιδεών, ρυθμικής ποικιλίας, ικανοποιητικής θεματικής ανάπτυξης και συνοχής, αλλά και την αδυναμία ανάδειξης του σολιστικού οργάνου. Σε κάθε περίπτωση, η γραφή του κοντσέρτου ήταν σίγουρα αρκετά τολμηρή για τα δεδομένα της αθηναϊκής μουσικής ζωής της εποχής, ενώ η μετέπειτα παντελής εξαφάνιση του έργου από την ελληνική συναυλιακή δραστηριότητα θα πρέπει ασφαλώς να αποδοθεί σε πολλούς και ποικίλους επιπρόσθετους παράγοντες. Μία δεύτερη εκτέλεση του ιδίου κοντσέρτου πραγματοποιήθηκε πολλά χρόνια αργότερα, στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής περιοδείας της Κυριακού στην Ευρώπη και, πιο συγκεκριμένα, στις 14 Απριλίου 1954 στη Γενεύη.

Το πρώτο μέρος προσλαμβάνει τη μορφή μιας ασυνήθιστης φαντασίας πάνω σε ένα βηματικό και ανημιτονικό μοτιβικό κύτταρο, που αναδύεται μέσα από ζοφερά ιμπρεσιονιστικά ηχοχρώματα και εξυφαίνεται εν είδει τοκάτας μόλις το πιάνο κάνει την πρώτη του εμφάνιση. Η μοτιβική αυτή ιδέα γνωρίζει στη συνέχεια ποικίλες ρυθμικές και μετρικές μεταμορφώσεις σε μια σειρά από δυναμικές αντιπαραθέσεις αλλά και συμπράξεις του σολίστα με την ορχήστρα, ενώ παράλληλα ενσωματώνει και το χρωματικό στοιχείο κατά την αναπτυξιακή της πορεία. Σε αντίθεση με το εναρκτήριο, το αργό μέρος του κοντσέρτου είναι γραμμένο σε τονικό ιδίωμα και διαπνέεται από παθητικό ρομαντικό χαρακτήρα. Ωστόσο, η βασική του ιδέα αιωρείται ανάμεσα στη σι ύφεση και τη μι ύφεση ελάσσονα και συνοδεύεται από ανιούσες βηματικές προόδους σε συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος διατρέχει ολόκληρο το μέρος, προσδίδοντάς του αδιάλειπτη λανθάνουσα ένταση.

Με μια σειρά σπασμωδικών χειρονομιών όμως, ο σολίστας διαλύει αυτοστιγμεί την καταθλιπτική αυτή ατμόσφαιρα στην έναρξη του τρίτου μέρους και οδηγεί σε ένα ορμητικό εισαγωγικό τμήμα, το οποίο μάλιστα βασίζεται στη ρωμαλέα μεταμόρφωση ενός ήσυχου και σχετικά επουσιώδους περάσματος του πρώτου μέρους. Στο επίκεντρο του τελικού μέρους τίθεται μια ακολουθία νέων μοτιβικών ιδεών, οι οποίες οργανώνονται σύμφωνα με έναν πρωτότυπο συνδυασμό των μορφών της σονάτας και του ροντό. Έτσι, αυτό που θα μπορούσε να εκληφθεί ως κύριο θέμα, μια χαριτωμένη νεοκλασική ιδέα, επανέρχεται σε μία πλουσιότερα ενορχηστρωμένη εκδοχή έπειτα από μια δεύτερη, πιο μελωδική ιδέα, η οποία με τη σειρά της διαδέχεται αργότερα ένα νέο λεπταίσθητο παράγωγο του αρχικού μοτιβικού υλικού και ακολουθείται επίσης από ένα ακόμη παράλλαγμά του. Δύο άλλες μοτιβικές ιδέες έρχονται κατόπιν να προστεθούν και να εναλλαχθούν μεταξύ τους, προτού ξεκινήσει την πορεία του ένα ανοδικό καταληκτικό πέρασμα, το οποίο κλιμακώνεται με δυναμισμό.

Ιωάννης Φούλιας (ανατύπωση από πρόγραμμα
συναυλίας της Κ.Ο.Α. στις 26 Νοεμβρίου 2009)

ΧΑΡΗΣ ΒΡΟΝΤΟΣ (γεν. 1951)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα

Εγγραφές για το «Κοντσέρτο για πιάνο» από το «Ημερολόγιο ενός συνθέτη» του Χάρη Βρόντου – 24 Μαρτίου 2008

…Στον καιρό μας βέβαια δεν υπάρχουν Ντοστογιέφσκι και Μπαλζάκ, αλλά φαίνεται πως η πεζογραφία (επειδή έχει τον λόγο ως εργαλείο έκφρασης), καθορίζει περισσότερο τη σύγχρονη σκέψη και το συναίσθημα, απ΄ ό,τι η αφηρημένη εκ φύσεως, λεγόμενη σοβαρή μουσική.

Προσωρινά, πάντως, νομίζω πως χάσαμε το παιχνίδι, κι εκείνο που απομένει σ΄ έναν άνθρωπο σαν και μένα είναι το ερώτημα αν μπορώ, στο τέλος, να γράψω ένα κοντσέρτο για πιάνο. Να βρω το δρόμο και να προχωρήσω το έργο. Να βρω την αντιστοιχία ανάμεσα σε μένα και τον Σούμαν, ανάμεσα σε μένα και τον Σοστακόβιτς κλπ.

Υπάρχει άραγε αντιστοιχία; Μπορεί να κατορθωθεί ή πρέπει να αποδεχτώ το μάταιο του εγχειρήματος και την ολοσχερή υποχώρηση μιας παράδοσης αιώνων που έκλεισε τον ιστορικό της κύκλο και εξαντλήθηκε;

Προβλήματα, φουρτούνες κι ερωτήματα μου δημιουργεί όμως η στάση μου απέναντι στη σύγχρονή μας τέχνη (κυρίως εικαστική) που είναι σαφώς αρνητική και συγκρουσιακή.

ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ (1904 – 1949)
Κοντσερτίνο για πιάνο και ορχήστρα
Allegro giocoso (quasi vivace)
Andantino
Molto vivace – quasi Presto

Το Κοντσερτίνο είναι στην ουσία το τέταρτο κατά σειρά κοντσέρτο για πιάνο του Νίκου Σκαλκώτα. Γράφτηκε στις αρχές του 1949, μόλις λίγους μήνες πριν τον θάνατό του και είναι χαρακτηριστικό των πειραματισμών του συνθέτη με το τονικό ιδίωμα και την αισθητική στροφή του προς ένα νεοκλασικό ύφος. Έχοντας επηρεαστεί σημαντικά από τον δάσκαλό του στο Βερολίνο, Άρνολντ Σαίνμπεργκ, εμπνευστή του δωδεκαφθογγικού συστήματος, ο Νίκος Σκαλκώτας έμεινε στην ιστορία της ελληνικής αλλά και παγκόσμιας μουσικής ως ένας από τους εκλεκτότερους μαθητές του Σαίνμπεργκ αλλά κυρίως ως ένας ανήσυχος συνθέτης που κατά τη διάρκεια του (δυστυχώς σύντομου) δημιουργικού του βίου υπηρέτησε με απαράμιλλη έμπνευση και αυθεντική εκφραστικότητα την ατονική μουσική. Ωστόσο, ως ανήσυχος καλλιτέχνης δεν δίστασε να στραφεί προς το τέλος της ζωής του περιστασιακά στην τονικότητα και να αξιοποιήσει (κατά το μάλλον ή ήττον) στοιχεία της, ευρισκόμενος σε διαρκή αναζήτηση νέων προοπτικών έκφρασης. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το τριμερές Κοντσερτίνο.

Στο πρόγραμμα της πρώτης εκτέλεσης του έργου από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (18 Νοεμβρίου 1999) η τότε σολίστ -και γνωστή για την αφοσίωση και τις σπουδαίες ερμηνείες της στα πιανιστικά έργα του Σκαλκώτα- Δανάη Καρά σημείωνε μεταξύ άλλων τα εξής για το έργο: «Η δεξιοτεχνία με την οποία χειρίζεται ο Σκαλκώτας τη φόρμα «κοντσέρτο» μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των μεγάλων συνθετών του παρελθόντος. Το μουσικό περιεχόμενο οδηγεί και πλάθει τη φόρμα κι αυτή με τη σειρά της το πειθαρχεί στην πορεία της ανέλιξής του. Το Κοντσερτίνο για πιάνο και ορχήστρα είναι ένα κόσμημα νεοκλασικού ύφους – ενός από τα κύρια ρεύματα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Ο τίτλος Κοντσερτ-ίνο με οδηγεί στη σκέψη ότι μάλλον θα αναφέρεται στο ανάλαφρης διάθεσης περιεχόμενο, άλλοτε εύθυμο, άλλοτε περιπαικτικό, πνευματώδες ή παράδοξο, κάτι ανάλογο με παρωδία ή φαντασμαγορία πυροτεχνημάτων. Η δύσκολη γραφή (συνηθισμένη άλλωστε σε όλα τα έργα του συνθέτη), η διάρκειά του (τα κοντσέρτα του Λιστ ή του Ραβέλ, λόγου χάρη, είναι συντομότερα), ο κυρίαρχος ρόλος του σολίστα (χωρίς όμως καντέντσα) προκαλούν εύλογα απορία για την επιλογή του τίτλου. […] Το μουσικό κείμενο εμφανίζει τον γνώριμο πολυσύνθετο τρόπο της «σκαλκωτικής» σκέψης, όπως μας αποκαλύπτεται μέσα από την αντιστικτική γραφή και την ευφάνταστη, δεξιοτεχνική χρήση της τονικής αρμονίας. Μέσα λοιπόν από την πολυφωνική υφή που κυριαρχεί, ο ερμηνευτής καλείται να επιλέξει για να προβάλει ακουστικά το νήμα της μελωδίας που φαντάζει ως το πλέον ευδιάκριτο (όπως γίνεται λόγου χάρη στον Σοπέν). Η συνεχής διαδοχή δύσκολων – πιανιστικά – συγχορδιών σε παράλληλη κίνηση, ή με μεγάλα άλματα σε υψηλές ταχύτητες, παρουσιάζει ομοιότητες ανάλογες με τα πιανιστικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ερμηνευτής στο έργο του Στραβίνσκι Πετρούσκα. Τέλος, ενώ το σολιστικό μέρος βρίσκεται επίσης σε ανταγωνιστική σχέση με την ορχήστρα, ο πιανίστας δεν πρέπει να παραβλέπει το χιούμορ που διατρέχει αυτή τη σχέση.»

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ