Το βιβλίο του Γιόζεφ Ροτ, Η κρύπτη των Καπουτσίνων, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου.
Πού να πάω εγώ, ένας Τρόττα;
Η “Kρύπτη των Καπουτσίνων, το μυθιστόρημα που συμπληρώνει το αριστούργημα του Γιόζεφ Ροτ “Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ”, είναι μια μελαγχολική, συγκινητική ελεγεία για τον χαμένο κόσμο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Εξιστορεί την ανέμελη ζωή ενός μέλους τρίτης γενιάς της περίφημης οικογένειας Τρόττα στα χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, την ενθουσιώδη στράτευση και την άδοξη σύλληψή του και εξορία στην Σιβηρία, την απόδρασή του, την απώλεια των ψευδαισθήσεων για τα στρατιωτικά ιδεώδη, την επιστροφή του και την αποστράτευσή του. Σε μια μεταπολεμική Βιέννη που μαστίζεται από οικονομική κρίση, όπου οι παλιές οικογένειες έχουν χάσει όλα τα προνόμιά τους, ο Τρόττα προσπαθεί να αναβιώσει έναν προβληματικό γάμο και να συμβιβαστεί με τη σκληρή και περίπλοκη κοινωνική πραγματικότητα της Βιέννης, καθώς εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ναζιστικής ωμότητας που καταφθάνει απειλητικά.
Το τέλος είναι μια γυμνή αυτοπροσωπογραφία του Γιόζεφ Ροτ. Δεν είναι το πρόσωπο ενός μυθιστορηματικού ήρωα σε κάποια φανταστική κατάσταση. Είναι το συναίσθημα στο οποίο ο Ροτ δίνει φωνή in propria persona σε όλα τα γραπτά του εκείνης της εποχής: η ατμόσφαιρα της οριστικής κατάρρευσης και της απελπισίας, όπως βιώνεται κι εκφράζεται στα κείμενά του του 1935 με 1938.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Γιόζεφ Ροτ γεννήθηκε το 1894 από εβραίους γονείς στην Ανατολική Γαλικία (σημερινή Ουκρανία). Σπούδασε φιλοσοφία και γερμανική φιλολογία στο Λέμπεργκ και στη Βιέννη. Το 1916 κατάχθηκε στον αυστριακό στρατό και έλαβε μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Στο διάστημα του μεσοπολέμου εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Βιέννη και στο Βερολίνο, όπου έζησε δώδεκα χρόνια (μετά το 1920). Ήδη από το 1922 εντοπίζει και στηλιτεύει από τους πρώτους τον Χίτλερ. Εβραίος ο ίδιος, ασκεί έντονη κριτική στη συμβιβαστική στάση της εβραϊκής κοινότητας. Το πρώτο του μυθιστόρημα, “Το δίχτυ της αράχνης”, δημοσιεύτηκε το 1923 σε συνέχειες σε αυστριακή εφημερίδα και είχε αρκετή επιτυχία. Το 1926 έμεινε τέσσερις μήνες στη Σοβιετική Ένωση όπου αρχίζει να γράφει τα μυθιστορήματα “Φυγή χωρίς τέλος” και “Ο βουβός προφήτης”. Από το 1932 δηλώνει σ’ ένα φίλο του: “Πρέπει να φύγουμε. Θα κάψουν τα βιβλία μας και θα είμαστε εμείς ο στόχος… Πρέπει να φύγουμε ώστε μόνο τα βιβλία μας να παραδοθούν στην πυρά.” Στις 30 Ιανουαρίου του 1933, τη μέρα που ο Χίτλερ αναγορεύεται καγκελάριος του Ράιχ, ο Ροτ μεταναστεύει οριστικά στο Παρίσι, όπου θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του φτωχός και αλκοολικός, ως το θάνατό του το 1939. Άφησε έργο εκτεταμένο και ποικίλο: δεκατρία μυθιστορήματα, οχτώ μεγάλα αφηγήματα, τρεις τόμους δοκιμίων και ανταποκρίσεων, αμέτρητα άρθρα. Κυριότερα μυθιστορήματά του: “Hotel Savoy” (1924), “Φυγή χωρίς τέλος” (1927), “Το εμβατήριο Ραντέτσκι” (1932) και “Η κρύπτη των Καπουτσίνων” (1938). Στο κύκνειο άσμα του, “Ο θρύλος του Αγίου Πότη” (1939), ο Ροτ χωρίς να αυτοβιογραφείται, δίνει μια γλαφυρή, γλυκιά και ταυτόχρονη τραγική μυθιστορία της απόλυτης παράδοσης στο πάθος του.
Η Τέσυ Μπάιλα γράφει κριτική για το βιβλίο.