Γραμμένο το 1938 το βιβλίο αυτό, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδ. Άγρα, είναι μια σπαρακτική κραυγή αποχαιρετισμού μιας γερασμένης αυτοκρατορίας και μαζί μια βαθιά αποτίμηση της απώλειας. Μια ελεγεία για τον ξεπεσμό και παράλληλα ένας συμπυκνωμένος αφηγηματικός κόσμος της εποχής, αιχμηρά  δοσμένος.

Άνθρωποι που επιστρέφουν για να διαπιστώσουν ότι πια είναι περιττοί, φιλίες ανδρών ανεξάρτητες από την κοινωνική θέση των ανθρώπων, έρωτες που χάνονται, αδυναμία προσαρμογής στον αλλαγμένο κόσμο της οικονομικής καταστροφής και του τέλους και μια ανελέητη συναισθηματική απομόνωση και απόγνωση του ήρωα είναι μερικά από τα χαρακτηριστικότερα σημεία του κειμένου που τονίζουν τη διαχρονική αξία του.

Με γλαφυρό ύφος ο Γιόζεφ Ροτ, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς των αρχών του εικοστού αιώνα, περιγράφει τις τελευταίες μέρες της αυστριακής αυτοκρατορίας και μας δίνει ένα ακόμη αριστοτεχνικό μυθιστόρημα μέσα στο οποίο αναλύει τις συμπεριφορές και βυθοσκοπεί την ανθρώπινη ψυχολογία. Και μόνο από αυτό το βιβλίο ο Ροτ θα μπορούσε να συγκαταλεγεί στους κορυφαίους γερμανόφωνους συγγραφείς.

Η εκφραστική λιτότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, ο υπαινικτικός τρόπος με τον οποίο εμβαθύνει στους υπαρξιακούς του απολογισμούς και η ακριβής και ταυτόχρονα διακριτική καταμέτρηση των ανθρώπινων αδυναμιών και των παθών,  δίνουν στο κείμενο δυναμισμό και ταυτόχρονα μια εξαιρετική αισθαντικότητα, η οποία όμως ισορροπεί άρτια με το συναίσθημα που κινητοποιεί και απογειώνει την εκφραστικότητα της αφήγησης.

Με φόντο το χρονικό της πτώσης των Αψβούργων ο συγγραφέας καταγράφει την εικόνα της ζωής και παράλληλα της φθοράς της. Τα γεγονότα, τα οποία οδηγούν στην πτώση αυτή συνδέονται με τον ήρωα. Οι υπαρξιακές ανησυχίες του συγγραφέα εστιάζονται επάνω του και ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας μιας μελέτης για το θάνατο, μια αποτίμηση των πεπραγμένων και των χαμένων ονείρων.

Ο Ροτ έγραψε το βιβλίο αυτό περίπου ένα χρόνο πριν από το δικό του θάνατο και μέσα σ’ αυτό άφησε να διαφανεί όλη η νοσταλγία για τη ζωή που τελειώνει. Κάνει μια τελευταία αποτίμηση για όλα όσα πέρασε, τον πόλεμο στον οποίο έλαβε μέρος, μιλά για τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους τους, τις αποτυχίες και τα αδιέξοδά του, την ανύπαρκτη ευτυχία στην οικογενειακή του ζωή, την οποία θέλησε.

Αριστοκρατικής καταγωγής ο ήρωας, (είναι άλλωστε ένας Τρόττα) ζει μια ανέφελη αρχικά ζωή. Η νιότη του έχει την αυθαιρεσία της επιπολαιότητας. Ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος όμως καραδοκεί και ο Τρόττα θα βιώσει κάθε του στιγμή, για να δει με άλλη ματιά τις συντεταγμένες της μεταπολεμικής ζωής. Η ενθουσίωδη στράτευσή του καταλήγει στη σύλληψή του και στην εξορία του. Τα στρατιωτικά ιδεώδη διαψεύδονται, ο κόσμος του μοιάζει να καταρρέει και όταν ο ίδιος επιστρέφει αποστρατευμένος ο συμβιβασμός με τη νέα κοινωνική και οικονομική του κατάσταση είναι η μόνη του λύση.

Η νέα πραγματικότητα εστιάζεται στην οικονομική κρίση που υπάρχει στη Βιέννη μετά τον πόλεμο. Ο συγγραφέας καταγράφει τα σημάδια μιας κοινωνίας που προσπαθεί να αντιταχθεί στον ξεπεσμό και να αναβιώσει. Ο πόλεμος και οι οδυνηρές εμπειρίες που χάρισε στους ανθρώπους είναι οι αφορμές για μια προσωπική ενδοσκόπηση. Ο ήρωας του Ροτ, κάνοντας τη δική του αποτίμηση θα βρει την ουσία, τον πυρήνα της ζωής και θα την επανεκτιμήσει. Μεγαλύτερος τώρα πια βλέπει πιο σοφά τα πράγματα, επανεκτιμά την ίδια του την ύπαρξη, ορίζει την κατάρρευση και την απελπισία λίγο πριν από την εμφάνιση του ναζισμού που καταφθάνει.

Ο Μπρόντσκι έλεγε ότι: «κάθε σελίδα του Γιόζεφ Ροτ κρύβει ένα ποίημα».  Και το αφηγηματικό πορτρέτο, που φιλοτεχνεί ο Ροτ έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που στηρίζουν αυτή την άποψη. Ωστόσο ο Ροτ πετυχαίνει να στήσει έναν κόσμο μέσα στον οποίο συνοψίζονται η καθημερινότητα με την Ιστορία, η τέχνη με την πολιτική, η φιλοσοφία με τον λυρισμό και η εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου πετυχαίνει να τα μεταφέρει άρτια  στην Ελληνική γλώσσα, τόσο στο εμβληματικό του έργο «Το εμβατήριο του Ραντέτσκι» όσο και στην «Κρύπτη των Καπουτσίνων».


Το βιβλίο του Γιόζεφ Ροτ, Η κρύπτη των Καπουτσίνων, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.