Τα τελευταία χρόνια η δυστοπία απέκτησε συνώνυμο: ο Μαύρος Καθρέφτης. Πέρα από την προφανή παραπομπή στην δημοφιλή σειρά του Charlie Brooker, ο μαύρος καθρέφτης θα μπορούσε πράγματι να θεωρηθεί ως έστω μία συμπαραδήλωση της δυστοπίας, αφού η τελευταία δεν είναι παρά μία σκοτεινή αντανάκλαση της πραγματικότητας. Ως αναγνωρισμένο λογοτεχνικό είδος εμφανίζεται μέσα από την άνθηση των ουτοπικών έργων – κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία του 19ου αιώνα – και αποτελεί κατά μία έννοια τη συνέχειά τους. Ορόσημο, ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί ο «Φρανκεστάιν», έργο που συντέθηκε το 1818 από τη Μαίρη Σέλλεϋ, η οποία κατατάσσεται, βέβαια, στο ρεύμα του ρομαντισμού.
Ο δημιουργός της σειράς ομοιάζει τώρα με έναν μελλοντολόγο και τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και τηλεοπτικής πλοκής θολώνουν επικίνδυνα. Ο κόσμος αντιμετωπίζει τα δυστοπικά έργα ως πιθανότητες και όχι ως εξωφρενικά αποκυήματα της φαντασίας των σεναριογράφων. Ο Charlie Brooker αφουγκράζεται προσεκτικά την κατάσταση και δηλώνει: «Ο κόσμος είναι ήδη αρκετά ζοφερός για να μπορέσει να υποδεχθεί μία ακόμα σεζόν του Black Mirror». Η αχαλίνωτη φαντασία κάμφθηκε από το βάρος της πραγματικότητας και η επόμενη σεζόν της σειράς έμεινε μετέωρη.
Μολαταύτα, η δυστοπία δεν αποτελεί ένα καινοτόμο προϊόν του σήμερα. Δεκαετίες πριν, οι αντιξοότητες γεννούσαν -αντί να τελματώνουν- την δημιουργία δυστοπικών έργων όπως «Ο θαυμαστός καινούριος κόσμος» , το «1984», το «Φαρενάιτ 451» κ.ά. Τα έργα αυτά αποτελούν πειστήρια της ανθρώπινης αγωνίας για το μέλλον, η οποία εκ φύσεως ρέπει προς το αρνητικό και από την άλλη διαψεύδουν την ισχύ των προβλέψεων αυτών. Όσο και αν ληφθούν υπόψιν οι οιωνοί και τα σημάδια, η σύγχρονη πραγματικότητα επιβεβαιώνει ότι οι προφητείες μπορούν πάντα να ανατραπούν ή να αμφισβητηθούν. Άλλωστε, ας μην το ξεχνάμε, και ο Κάλχας ήταν άνθρωπος…
Διατρέχοντας τα κλασικά -πλέον- έργα της λογοτεχνίας με δυστοπικό περιεχόμενο μπορεί κανείς να διακρίνει τα χαρακτηριστικά εκείνα της τότε κοινωνίας που καλλιεργούσαν τον φόβο για το άγνωστο μέλλον. Κάποιοι φόβοι βρήκαν γόνιμο έδαφος στα κοινωνικά δίκτυα, τον διάλογο για την ιδιωτικότητα, τον παγκόσμιο έλεγχο κ.ά. Κάποιοι δεν προβλέφθηκαν ποτέ…
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος
«Πόσο πανέμορφη είναι η ανθρωπότητα;
Ω, θαυμαστέ καινούριε κόσμε!»
Τρικυμία, Σαίξπηρ.
Το 1932 εκδίδεται ο «Θαυμαστός καινούριος κόσμος» του Άλντους Χάξλεϋ, ο οποίος αντιμετωπίζοντας προβλήματα με την όρασή του παρομοιάζει τον άνθρωπο με «τυφλοπόντικα που είναι υποχρεωμένος να προχωρεί σκάβοντας με το ρύγχος του στα έγκατα μιας σκοτεινιασμένης γης, γυρεύοντας την αλήθεια» κάνοντας, ταυτόχρονα, πράξη την πεποίθησή του μέσω της δυστοπικής λογοτεχνίας.
Η κοινωνία που περιγράφεται στον «Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο» χαρακτηρίζεται από τη μαζική αναπαραγωγή σε κέντρα επωάσεως και την αναγωγή της φυσιολογικής γέννας σε κάτι απεχθές και τριτοκοσμικό. Οι άνθρωποι προκαθορίζονται ήδη μέσα από τις φιάλες ως Α ή Δ, δηλαδή ως ελίτ ή εργατικό δυναμικό, εμφυσώντας τους παράλληλα τα κατάλληλα χαρακτηριστικά. Τα βιβλία που διεγείρουν τα πάθη – όπως η Τρικυμία ή ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα – είναι ρητώς απαγορευμένα, ενώ οι ταινίες ερωτικού περιεχομένου είναι ένα τυπικό είδος διασκέδασης. Η ψυχαγωγία αντικαθιστά σε γενικές γραμμές τις πολιτικές υποχρεώσεις, καθώς οι υποχρεώσεις τους πολίτη περιορίζονται στην πίστη σε μια κοινή ιδεολογία, στη διασκέδαση και στην υπερκατανάλωση αγαθών.
Σημαντική είναι, επίσης, μία παραισθησιογόνα ουσία που χρησιμοποιείται για να υπάρχει ένα κλίμα ευφορίας και να καταπολεμούν οι κάτοικοι τις όποιες δυσφορίες τους, το όνομα της οποίας είναι «Soma». Το όνομα παραπέμπει στην αντίστοιχη ελληνική λέξη, με σκοπό να τονίσει την υπεροχή του σώματος απέναντι στο πνεύμα, το οποίο ισχύει σε καθολική βάση. Την παραπάνω κατάσταση διαταράζει ένας ξένος, προερχόμενος από καταυλισμό και γεννημένος φυσιολογικά, τον οποίο μετατρέπουν σε θέαμα – δεδομένου ότι είναι το μόνο που έχουν μάθει να κάνουν!
Ιστορία χωρίς τέλος
Ο Μίχαελ Έντε– ο συγγραφέας του βιβλίου- είναι γνωστός για το έργο του «Μόμο», όπου εξέφρασε την αγωνία του για την διαχείριση του χρόνου από την ανθρωπότητα και για τους γρήγορους ρυθμούς ζωής. Στην «Ιστορία χωρίς τέλος» τα πράγματα είναι πιο ασαφή. Πρόκειται για την μυθική χώρα «Φαντάστικα» στην οποία κατοικούν φιλικοί κένταυροι, τεράστιες χελώνες και δράκοι.
Η χώρα πλήττεται θανάσιμα από μία σαρωτική ασθένεια που απειλεί την αυτοκράτειρα: το Τίποτα. Εδώ η δυστοπική πραγματικότητα δεν παρουσιάζεται μόνο παράλληλα με τον εκάστοτε αναγνώστη αλλά και με την ιστορία ενός έτερου μικρού αναγνώστη του Μπαλτάζαρ, ο οποίος διαβάζει για την «Φαντάστικα» και τον ήρωα που προσπαθεί να λυτρωθεί από το Τίποτα, μέσω ενός ογκώδους τόμου που βρίσκει σε ένα παλιό βιβλιοπωλείο.
Ο φόβος που εκφράζεται εδώ ισορροπεί μεταξύ ουτοπίας και δυστοπίας και κατά την γνώμη της γράφουσας αφορά στην απώλεια της φαντασίας και στην ισοπεδωτική σοβαροφάνεια που φέρει η βίαιη ενηλικίωση στους σύγχρονους ώριμους ανθρώπους.
Το πενταπόσταγμα της ιστορίας, απομακρύνεται από τα περισσότερα δυστοπικά έργα γιατί βρίθει αισιοδοξίας και μας υπενθυμίζει ότι οι δυσκολίες πάντα ξεπερνιούνται, ακόμα και με έναν μαγικό τρόπο. Μάλιστα, το αισιόδοξο τέλος είναι ένα χαρακτηριστικό που συναντάται και στην «Μόμο», του ίδιου συγγραφέα. Η απάντηση ίσως είναι απλή: έχει χαρούμενο τέλος επειδή απευθύνεται σε παιδιά. Μήπως όμως μόνο τα παιδιά έχουν την λύση για το ευτυχισμένο τέλος;
Φαρενάιτ 451
«Φαρενάιτ 451» είναι η θερμοκρασία στην οποία κατά τον Ρέι Μπράντμπερι– τον συγγραφέα του εν λόγω έργου, τα βιβλία καίγονται, καταστρέφονται. Όταν γράφτηκε το βιβλίο η τηλεόραση δεν ήταν ένα στολίδι ασυναίρετα δεμένο με τα σαλόνια όλων των σπιτιών. Ωστόσο, οι ήρωες του βιβλίου ζουν περιτριγυρισμένοι από τεράστιες οθόνες, τις πλατωνικές προβολές της πραγματικότητας τους.
Τα βιβλία είναι σαφώς απαγορευμένα και η πυροσβεστική έχει εγκαταλείψει τα παραδοσιακά της καθήκοντα. Αντί αυτών, ο ρόλος που της έχει ανατεθεί είναι να πυροδοτεί την φλόγα – όχι να την σβήνει- στα μέρη όπου μετά από καταγγελίες βρέθηκαν βιβλία. Μέσα από το σώμα καταστολής της κρυφο-βιβλιοφιλίας θα βρεθεί κάποιος που θα πράξει πράγμα απαγορευμένο και ανεπίτρεπτο: θα αμφιβάλλει.
Παρά την προφανή αναφορά σε απολυταρχικά καθεστώτα που οδηγήθηκαν στην καύση απαγορευμένων βιβλίων, η περίπτωση της καύσης στο βιβλίο είναι σίγουρα διαφορετική. Δεν επιλέγεται η αναφορά σε μία λίστα μη θεμιτών βιβλίων, αλλά σε όλα τα βιβλία ανεξαιρέτως. Δεν θίγεται δηλαδή η απολυτότητα του καθεστώτος, αλλά η σύσσωμη κοινωνική παρακμή, η απομάκρυνση από την σε βάθος ενασχόληση με κάτι που απαιτεί χρόνο, η εύκολη διασκέδαση και η κυριαρχία της εικόνας έναντι του λόγου.
Τέλος, το βιβλίο θίγει έμμεσα ένα ζήτημα που ακόμα και σήμερα θα αποτελούσε λογοτεχνικό άβατο: τις αρνητικές απόρροιες της κατάχρησης της πολιτικής ορθότητας. Τα βιβλία καίγονται για να μην θίγονται οι πολίτες από τις διάφορες αναφορές που υπογραμμίζουν την διαφορετικότητα των μειονοτήτων και συναντώνται σε βιβλία.
Η δυστοπία ως λογοτεχνικό είδος παρατηρείται ότι ανθίζει σε δύσκολους καιρούς, αναταραγμένους κοινωνικοπολιτικά. Θα μπορούσε να λειτουργεί σαν αποτροπιαστικό σύμβολο που επιχειρεί να αποδιώξει τα δεινά μέσα από την λογοτεχνική μετουσίωση τους. Κατόπιν τούτου, η δυστοπική διάσταση στην τέχνη δεν φιλοδοξεί να σταθεί μόνο ως «βραχνός προφήτης», σαν μια άλλη «Κασσάνδρα» για τα φρικτά μελλούμενα και το αναπόφευκτο τέλος του κόσμου – τουλάχιστον όπως τον γνωρίσαμε‧ φιλοδοξεί να μας αφυπνίσει, να μας προβληματίσει και να δημιουργήσει ένα κίνημα ανθρώπων υποψιασμένων απέναντι στους μαύρους οιωνούς. Ανθρώπων, δηλαδή, που θα διατηρήσουν την έννοια της ανθρωπιάς και του συναισθήματος απέναντι στην τεχνοκρατική/ισοπεδωτική λογική της εξουσίας. Ανθρώπων ενάντια σε μια νέα τάξη πραγμάτων, όπου οι άνθρωποι θα είναι τα πράγματα …
“Σήμερα, η ποίηση δεν είναι πια το αναιδέστατο τραγούδι ενός αηδονιού, αλλά μια κρατική υπηρεσία. Σήμερα, η ποίηση είναι χρήσιμη.” –Εμείς, Γιεβγκιένι Ζαμιάτιν
Κεντρικό έργο θέματος: Brave New World, Mayumi Otero