Αυτή τη φορά, η «Λουτσία» ανεβαίνει σε συναυλιακή μορφή στα ιταλικά και με ελληνικούς υπέρτιτλους τη Δευτέρα 13 Μαρτίου (ώρα έναρξης 8:30 μ.μ.) στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης με ένα καστ γνωστών Ελλήνων μονωδών, στο πλαίσιο του Αφιερώματος για τα 40 χρόνια από τον θάνατο της Μαρίας Κάλλας καθώς και του Κύκλου Όπερα-Μουσικό Θέατρο.
Τον δεξιοτεχνικό και απαιτητικό ρόλο της Λουτσίας, που, κατά τον 20ό αιώνα, απέδωσε υποδειγματικά η Κάλλας, ερμηνεύει για πρώτη φορά η σοπράνο κολορατούρα Βασιλική Καραγιάννη. Μαζί της επί σκηνής, ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος (Εντγκάρντο Ρέιβενσγουντ), ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος (Ενρίκο Άστον), ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου (Ραϊμόντο), ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (Αρτούρο Μπάκλω & Νορμάννο) και η μεσόφωνος Ελένη Βουδουράκη (Αλίζα). Τους πλαισιώνουν η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τον μαέστρο Λουκά Καρυτινό καθώς και οι Χορωδίες του Δήμου Αθηναίων (Διεύθυνση: Σταύρος Μπερής) και της ΕΡΤ (Διεύθυνση: Δημήτρης Κτιστάκης). Την καλλιτεχνική επίβλεψη έχει ο Άρης Χριστοφέλλης. Υπεύθυνος για τη μουσική προετοιμασία είναι ο πιανίστας Θανάσης Αποστολόπουλος.
Ανάγνωση αναφοράς
Σε αυτή τη συναυλιακή παρουσίαση της «Λουτσίας ντι Λαμμερμούρ» στο Μέγαρο, ο Άρης Χριστοφέλλης στήριξε την εμπεριστατωμένη μουσική καθοδήγηση των σολίστ σε βιβλιογραφικές πηγές του 19ου αιώνα και σε ιστορικές ηχογραφήσεις των αρχών του 20ού. Στο σημείωμά του με τίτλο «Η φωνή της Λουτσίας» για το έντυπο πρόγραμμα αυτής της συναυλιακής παρουσίασης, ο Χριστοφέλλης αναφέρει: «Οι πρώτες ιστορικές ηχογραφήσεις της “Λουτσίας” (1890-1939) και οι πρακτικές του μπελκάντο όπως αποτυπώνονται στα εγχειρίδια των M. Garcia (1847), F. Lamperti (1864), M. Marchesi (1887) και L. Ricci (1937) είναι οι βασικοί οδηγοί στους οποίους βασίστηκε η προετοιμασία αυτής της παράστασης. Όλες ανεξαιρέτως οι καντέντσες και τα ornamenti [ποικίλματα] που χρησιμοποιήσαμε είναι δάνεια από το μακρινό παρελθόν της όπερας».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η τραγική όπερα «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» γράφτηκε από τον Γκαετάνο Ντονιτσέττι (Gaetano Donizetti, 1797-1848) στα 1835, όταν πλέον ο Ροσσίνι και ο Μπελλίνι είχαν εκλείψει από το ευρωπαϊκό λυρικό προσκήνιο, γεγονός που συνέτεινε στην εδραίωσή του ως μιας από τις «δεσπόζουσες μεγαλοφυΐες της ιταλικής όπερας».
Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1835 στο Θέατρο Σαν Κάρλο της Νάπολης με τη φημισμένη υψίφωνο Φάνυ Τακκινάρντι-Περσιάνι στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο γάλλος συγγραφέας Αλαίν Αρνώ: «Σε μια εποχή της λυρικής τέχνης κατά την οποία οι γυναικείες φωνές ήταν μάλλον σκοτεινές και πλούσιες […], το να γράψει κανείς έναν ρόλο για μια φωνή τόσο υψηλή, φίνα και ευέλικτη όπως εκείνη της Περσιάνι αποτέλεσε τουλάχιστον καινοτομία, αν όχι επανάσταση».
Ο Ντονιτσέττι, ακολουθώντας τον συρμό της εποχής, στράφηκε και αυτός στην ιστορία και τον πολιτισμό της Σκοτίας, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στον Σερ Ουόλτερ Σκοτ, τον διάσημο συγγραφέα του Ιβανόη και της Κυράς της λίμνης, και συγκεκριμένα στο ιστορικό του μυθιστόρημα Η νύφη των Λάμμερμουρ (1819) που ο Σκοτ εμπνεύστηκε από πραγματικά γεγονότα. Το ιταλικό λιμπρέτο της τρίπρακτης όπερας του Ντονιτσέττι, το οποίο βασίζεται ελεύθερα στην πλοκή του βιβλίου του Σκοτ, υπογράφει ο Σαλβατόρε Καμμαράνο.