Το κείμενο
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στα Λεχαινά το 1865, πρωτότοκος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας. Με τον σύντομο, αλλά ιδιαίτερα πλούσιο, βίο του διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας. Παράλληλα με τις σπουδές του στην Ιατρική, από την οποία και αποφοίτησε, μολονότι δεν άσκησε το επάγγελμα του ιατρού, ασχολήθηκε με τη συγγραφή. Υπήρξε υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας, καθώς και της Μεγάλης Ιδέας, την οποία πρόλαβε να δει, λίγο πριν το θάνατό του, να κατακρημνίζεται στην προκυμαία της Σμύρνης το 1922.
Πολυγραφότατος, έχει στο ενεργητικό του διηγήματα, νουβέλες, κριτικά σημειώματα στον ημερήσιο τύπο, αλλά και λαογραφικές μελέτες. Ανδρώθηκε πνευματικά κατά τη δεκαετία του 1880, όταν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος προσπαθούσε να αποσχιστεί από το οθωμανικό παρελθόν και να βρει την ταυτότητα του, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο.
Ο Α. Καρκαβίτσας αποτέλεσε μέρος αυτής της προσπάθειας, συντασσόμενος με τους δημοτικιστές, όχι μόνον γλωσσικά, αλλά και θεματολογικά, απομακρυνόμενος από τον έως τότε ρομαντισμό που κυριαρχούσε λογοτεχνικά και επιλέγοντας τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Επηρεασμένος από τον νατουραλισμό του Εμίλ Ζολά, ο Καρκαβίτσας βάδισε στα βήματα του σύντομου ρεαλιστικού διηγήματος, αποτυπώνοντας την ύπαιθρο και τους ανθρώπους της, τις συνήθειες και τις ντοπιολαλιές τους. Θεωρήθηκε λοιπόν ως ένας από τους πιο σημαντικούς ηθογράφους της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με τα πιο γνωστά κείμενά του να εκτείνονται μεταξύ 1890 και 1900, οπότε και παρέδωσε τα Λόγια της Πλώρης (1899) και τις Παλιές Αγάπες (1900), καθώς επίσης τη Λυγερή (1896) και τον Ζητιάνο (1897).
Στη Λυγερή, ο συγγραφέας αποτυπώνει τον έρωτα μιας νέας κοπέλας, της Ανθούλας, με τον καρολόγο και φτωχό νέο, Γιωργή Βρεττό. Ενώ όμως οι δύο νέοι αγαπιούνται, οι γονείς της κοπέλας θέλουν να της δώσουν τον Νικολό, ο οποίος δουλεύει μαζί με τον πατέρα της. Η Ανθούλα αντιστέκεται και διαφωνεί, αλλά αναγκάζεται να δεχτεί το προξενιό, παρά τη σθεναρή της αντίσταση. Ο Γιωργής αρχικά θυμώνει μαζί της, αργότερα όμως την ξεχνά και παντρεύεται με μια άλλη, πολύ πλούσια κοπέλα. Η Ανθούλα στο μεταξύ, βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν γάμο χωρίς αγάπη, κατανόηση ή πάθος, βαδίζοντας στα βήματα των γονιών της, ενώ κοιτάζει από απόσταση την ευτυχία του πρώην αγαπημένου της.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η παράσταση
Ο Καρκαβίτσας είχε βιώσει ο ίδιος έναν αντίστοιχο απέλπιδο έρωτα, με μια νέα κοπέλα, για χάρη της οποίας αποφάσισε να σπουδάσει ιατρική, προκειμένου να πείσει τους γονείς της να την παντρευτεί. Τον πρόλαβε όμως κάποιος άλλος, γεγονός που στοίχισε πολύ στον συγγραφέα. Με τη Λυγερή του ο συγγραφέας αποτυπώνει τη μοίρα κάθε, σχεδόν, σύγχρονής του γυναίκας, η οποία δεν είχε λόγο για τη ζωή ή για τη μοίρα της. Περιγράφει τις νέες κοπέλες, οι οποίες υποχρεώθηκαν να μην ακολουθήσουν το δρόμο της καρδιάς τους, αλλά τις κοινωνικές επιταγές των μικρών κοινωνιών όπου ζούσαν. Σε μια εποχή, όπου η ερωτευμένη κοπέλα ήταν κοινωνικά μιαρή και ηθικά εκπίπτουσα, ο Καρκαβίτσας περιγράφει τον δύσκολο και άχαρο βίο κάθε Λυγερής.
Η Ειρήνη Λαμπρινοπούλου ανέδειξε το κείμενο και τις πολλαπλές συνιστώσες του, καθώς και τις παραλληλίες του με το σήμερα. Διατηρώντας την υπέροχη γλώσσα του Καρκαβίτσα φώτισε τους δαίμονες της εποχής, υπογράμμισε τα κωμικά στοιχεία του κειμένου και κυρίως τόνισε την, διαχρονικά, πικρή μοίρα της γυναίκας. Στις σκηνοθετικές αρετές συγκαταλέγεται η έναρξη και, ιδιαίτερα, το τέλος της παράστασης, όπου οι ήρωες μεταμορφώνονται σε άχρονες φιγούρες της σύγχρονης Ελλάδας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η Ανθούλα μετατρέπεται σε διαχρονική μορφή, η οποία, δυστυχώς, ταξιδεύει από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τις ημέρες μας: γυναίκες που συμβιβάζονται σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές, που δυστυχούν στους γάμους και τις σχέσεις τους, που πληγωμένες παρακολουθούν την ευτυχία κάπου μακριά από τις ίδιες, που θυσιάζουν την γυναικεία τους φύση χάριν των πατριαρχικών «αξιών», που γίνονται θύματα των αποφάσεων των άλλων. Γυναίκες πληγωμένες, στην ψυχή και το σώμα τους, που θυσιάζονται καθημερινά στο βωμό μιας πατριαρχικής αντίληψης της ζωής. Έως και σήμερα.
Οι ηθοποιοί
Η Λυγερή (Δανάη-Αρσενία Φιλίδου) απέδωσε με ρεαλισμό τον έρωτα, την αθωότητα, την απόγνωση, αλλά και τον πόνο της ηρωίδας. Εμφανίστηκε σαν μια σύγχρονη κοπέλα, παγιδευμένη ωστόσο σε έναν αέναο κύκλο ζωής. Δίπλα της η μητέρα της (Μαρία Τσιμά) να αντιπροσωπεύει τη Λυγερή -και κάθε Λυγερή- σε μεγαλύτερη ηλικία. Μια γυναίκα της υπαίθρου, η οποία βρέθηκε να ζει μια ζωή όπου το ψωμί ήταν πικρό, αλλά το χέρι του άντρα της αρκετά μακρύ για να την δέρνει. Ο Παναγιώτης (Βασίλης Καραμπούλας) απέδωσε τόσο τη ζεστασιά του πατέρα της Λυγερής, όσο και την αυστηρότητα του αρσενικού όταν θίγεται η «τιμή» του. Ισορρόπησε επιτυχώς ανάμεσα σε αυτά τα διαμετρικά αντίθετα συναισθήματα, περνώντας από τη συμπάθεια των θεατών στην αντιπάθεια και πάλι στη συμπάθεια, αφού και αυτός δεν είναι παρά ένα ακόμα γρανάζι σε μια μηχανή που καταστρέφει τα όνειρα και τις επιθυμίες των ανθρώπων. Ο Γιωργής (Θάνος Τριανταφύλλου) έσφυζε από έρωτα, πάθος και ζωή, δείχνοντας την ανυπομονησία του νέου άνδρα που θέλει να ζήσει, παραβλέποντας ή και αγνοώντας τους κανόνες που θέσπισε η κοινωνία στην οποία ζει και ο ίδιος, αλλά που είναι τυχερός, επειδή είναι …άνδρας. Ο Νικολός (Κωνσταντίνος Σεβδαλής) στον αντίποδα του Γιωργή αποτύπωσε τον υπολογισμό, την ψυχρή λογική και τη σκληρότητα του ανθρώπου που κινείται με γνώμονα την τσέπη και όχι τα συναισθήματά του. Αυθόρμητη και ζωντανή η Βασιλική (Δάφνη Δρακοπούλου), εκπροσώπησε την κοπέλα που στάθηκε τυχερή και έζησε ευτυχισμένη. Τέλος, εξαιρετική η Παγώνα (Μαντώ Γιαννίκου) η οποία με μοναδική μαεστρία υποδύθηκε μια γυναίκα, που προκειμένου να ανταπεξέλθει στη ζωή μόνη της, κυριεύει στους συγχωριανούς της με μάγια και μυστικά. Με την υπέροχη φωνή της και τη μοναδική εκφραστικότητά της, κατάφερε να «τραβήξει» το ρόλο της στα άκρα, χωρίς να τον ευτελίσει, παραδίδοντας στο κοινό μια άχρονη φιγούρα της ελληνικής υπαίθρου.
Οι συντελεστές
Στα θετικά στοιχεία της παράστασης συγκαταλέγεται η τόσο προσεκτικά δοσμένη γλώσσα του Καρκαβίτσα, την οποία όχι μόνον διατήρησε, αλλά και ανέδειξε η δραματουργική επεξεργασία (Ειρήνη Μουντράκη). Ο λόγος του Καρκαβίτσα στάθηκε αφορμή για να ευφράνει όχι μόνον τα αυτιά, αλλά και τον νου των θεατών. Πάρα πολύ καλοί ήταν επίσης οι φωτισμοί (Βασίλης Αποστολάτος), οι οποίοι κατάφεραν να μεταμορφώσουν ένα, γυμνό, κατά τα άλλα, σκηνικό. Υπογραμμίζοντας το συναίσθημα, αλλά και την εκάστοτε κατάσταση, άλλοτε παρουσίασαν τη σκηνή σε χρωματισμούς του έντονου κόκκινου, συμβολίζοντας το πάθος και τον πόθο της Ανθούλας και του Γιωργή, άλλοτε απέδωσαν σε ψυχρούς τόνους την καχυποψία, τον πόνο και τη ζήλια των ηρώων, ενώ άλλοτε μεταμόρφωσαν τη σκηνή υπό το εκτυφλωτικό φως των προβολέων, παραδίδοντας στον θεατή την αλήθεια χωρίς φτιασίδια. Τα κοστούμια (Ιωάννα Πλέσσα) ήταν άκρως λειτουργικά προκειμένου να συνεργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση, παραχωρώντας τον πρώτο λόγο στους φωτισμούς. Τα σκηνικά (Βασίλης Αποστολάτος) ήταν επίσης απολύτως λειτουργικά, ισορροπώντας ανάμεσα στο ρομαντισμό και τη σημερινή πραγματικότητα. Τέλος, σημαντικός ο ρόλος της εμβόλιμης μουσικής και των συγκεκριμένων στίχων (Δημήτρης Λώλης).
Εν κατακλείδι
Πρόκειται για μια παράσταση η οποία αποδεικνύει την, άρρηκτη, σύνδεση της σύγχρονης Ελλάδας με την πολιτιστική της παράδοση. Με πρώτη ύλη ένα αληθινά υπέροχο κείμενο, τόσο από γλωσσικής, όσο και νοηματικής άποψης, η σκηνοθέτις πέτυχε να ταξιδέψει τους θεατές της στο παρελθόν, αλλά και να τους προβληματίσει για το παρόν της Ελλάδας, παρουσιάζοντας ανθρώπους και μέρη που μοιάζουν τόσο διαφορετικά, αλλά παραμένουν απίστευτα ίδια…
Photo Credit: Θεόφιλος Τσιμάς
Διαβάστε επίσης:
Εθνικό Θέατρο: «Ένας Κόσμος Ανοιχτός» το σύνθημα για το Ρεπερτόριο 2024 – 25