Το θερμόμετρο της επιτυχίας είναι συνεχώς στο κόκκινο για τον συγγραφέα και σεναριογράφο Γιάννη Σκαραγκά. Συνυφασμένος πια με την επιτυχία και την ποιότητά της, αγκαλιά με την τόσο ξεχωριστή αφηγηματική του ικανότητα και τα θέματα που επιλέγει, τα γραπτά του γεμίζουν αισιοδοξία για το μέλλον της καλής ελληνικής λογοτεχνίας. Με ό,τι και αν καταπιάνεται, ο αναγνώστης είναι εκεί παρών και σε εγρήγορση για να παρακολουθεί τις εξελίξεις στο πνεύμα φρεσκάδας που κομίζει. Αρέσκεται να ασχολείται με πρόσωπα που έγραψαν ιστορία και άφησαν το σημάδι τους στο ελληνικό γίγνεσθαι. Το έπραξε με την Κυρά της Ρω, το συνεχίζει με την Μελίνα Μερκούρη μέσα από ένα βιβλίο χείμαρρο που πλημμυρίζει αλήθειες και συγκίνηση. Γιατί η Μελίνα είναι ένα πρόσωπο καθολικής αποδοχής, είναι μια γυναίκα θρύλος, είναι μια δυναμική προσωπικότητα και μια μυθική μορφή του κινηματογράφου. Συγκεντρώνει λοιπόν πάνω της όλα τα στοιχεία που σαγηνεύουν και γοητεύουν.
Μια γυναίκα γενναία και τολμηρή στην αντίσταση κατά του μίσους και της ανοησίας
Το βιβλίο αφιέρωμα στη Μελίνα είναι μια ακόμα ευκαιρία να θυμηθούμε τι προσέφερε τόσο μέσα από τη μεγάλη οθόνη όσο και μέσα από την παρουσία της και την ενεργό δράση της, τόσο κατά τη δύσκολη περίοδο της δικτατορίας όσο και αργότερα από τη θέση της Υπουργού Πολιτισμού. Ο Σκαραγκάς μας την παρουσιάζει γυμνή από ωραιοποιήσεις και καθωσπρεπισμούς, στέκεται ενώπιόν μας και βγάζει τα εσώψυχά της με την φωνή και το σθένος μιας ηρωίδας που δεν αναγνωρίζει τον ηρωισμό της. Γιατί πάνω από όλα η Μελίνα γεννήθηκε μαχήτρια, από μικρή πλάι στον παππού της Σπύρο όσο και στο τέλος των ημερών της όταν πάλευε με το φάντασμα της αρρώστιας της που διάβρωνε το μέσα της. Και όμως σαν θεά Αθηνά δεν το έβαλε ποτέ κάτω και αγωνιζόταν μέχρι τελευταίας πτώσης, γιατί την τελική πτώση δεν την επιλέγεις, σε βρίσκει.
Γινόταν πυρ και μανία με τους δικτατορίσκους που είχαν βάλει την Ελλάδα στον γύψο και ταξίδευε στην Ευρώπη και σε όλον τον κόσμο για να μιλήσει για την ανελευθερία που επικρατούσε στη ματωμένη Ελλάδα, να ασκήσει πίεση στους ξένους πολιτικούς, να τους κινητοποιήσει με τη δύναμή της. Είχε αυτοεξοριστεί και πάλευε να μεταφέρει τις ιδέες της, όπως δηλαδή και πολλοί αγωνιστές που πάλευαν να πείσουν Αμερική και Ευρώπη, πως η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα μύριζε μπαρούτι και πως τα βασανιστήρια και οι κακουχίες των δημοκρατικών πολιτών δεν είχαν τέλος. Μιλούσε ανοιχτά και σε πολλές γλώσσες για το δίκαιο του αγώνα και την άκουγαν με προσοχή και δέος αφού μέσα από τις ταινίες της, τη Στέλλα για παράδειγμα ή το περίφημο Ποτέ την Κυριακή, τους είχε καταγοητεύσει και συνεπάρει. Είχε αναμφίβολα θάρρος ανδρός και πυγμή, είχε μέσα της την φλόγα πως αυτή η πάλη και το επαναστατικό τραγούδι υπέρ ενός ιδανικού, όπως η ελευθερία και η δημοκρατία, της ταίριαζαν όπως στην Ηλέκτρα ο θάνατος. Δεν φοβήθηκε τους εχθρούς, δεν έκανε πίσω από το φόβο μήπως το καθεστώς της Χούντας την κυνηγήσει, εξάλλου δεν την ένοιαζε ό,τι και αν πάθει, βράχος σαν τα μάρμαρα που υπερασπιζόταν.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Θα μάθουμε τόσα πολλά για εκείνη, για την σχέση της με την γιαγιά της, για την αγάπη της προς την συγγραφέα Κολέτ και τον συγγραφέα Σασά Γκιτρί, για τον χαμένο φίλο της Πύρρο, τον επιστήθιο φίλο της. Τον έχασε όπως και άλλους από το θανατηφόρο έιντς σε μια εποχή που η αρρώστια αυτή θέριζε, μα η απώλειά του ήταν για εκείνη βαθιά πληγή στο μέσα της και αδυνατούσε να το πιστέψει. Ο κόσμος της ήταν ο κινηματογράφος και τον υπηρέτησε πιστά, αγάπησε τους ρόλους μέχρι που της ανατέθηκε ένας άλλος ρόλος, αυτός της ιστορίας που χτυπούσε την Ελλάδα. Όντας στο εξωτερικό είχε μέσα της το σαράκι της επιστροφής και η παρουσία της στην Νέα Υόρκη, στο Παρίσι και το Λονδίνο δεν μπορούσε να σβήσει την νοσταλγία για το λιμάνι που τραγούδησε.
«Δεν μπορώ να εξηγήσω την αγάπη που για την Ελλάδα. Δεν είναι ούτε μικρή ούτε μεγάλη. Είναι σαν τη μοναξιά του γκρεμού, τη θλίψη ότι δεν μπορείς να κρατήσεις τίποτα ζωντανό. Γι’ αυτό λέω αυτή την ιστορία. Γιατί κανείς δεν θα καταλάβει πως, ό,τι και αν έκανα στη ζωή μου, το έκανα εξαιτίας αυτής της μοναξιάς. Αυτή ήταν που με έδιωχνε και με ξανάφερε στον τόπο μου». Όσοι αγαπούν αυτό τον τόπο τρώνε βρώμικο ψωμί αναφέρει ο τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος και αυτό ίσχυε στην περίπτωσή της με τις προσβολές και τις ύβρεις που είχε δεχτεί από διάφορα λαμόγια, όπως η ίδια τους επονομάζει. Στη θλίψη και στις απώλειες βέβαια ήταν πάντα μόνη με μόνο απάγκιο τον Τζούλη της, τον Ζιλ Ντασέν δηλαδή, αυτό το μεγαλειώδες ερωτικό και συντροφικό κεφάλαιο της ζωής της. Η σχέση τους τόσο τρυφερή, τόσο αλληλοεξαρτώμενη, τόσο στενά δεμένοι σε όλα τα επίπεδα, αποτελούσαν ως δίδυμο και αντιπροσώπευαν το ταξίδι της αγάπης στον κόσμο.
Ο Γιάννης Σκαραγκάς, ειδικός στο είδος, καταφέρνει να μας συγκινήσει και να μας προβληματίσει για ακόμα μια φορά αφού πρώτα μας έχει συνεπάρει με την γραφή του. Στο επίκεντρό του η Μελίνα, αγέρωχη και περήφανη όπως θα ήθελε να την θυμόμαστε τριάντα χρόνια που πια δεν είναι κοντά μας αλλά μας ατενίζει από ψηλά. Η καθηλωτική δήλωσή της για τα μάρμαρα, όχι τα Ελγίνεια όπως λάθος λέγεται σήμερα αλλά του Παρθενώνα γιατί πάντα εδώ ανήκουν, είναι η σφραγίδα της αγάπης της για αυτόν τον τόπο και σαν έρθουν, γιατί σίγουρα θα έρθουν, εκείνη πραγματικά θα ξαναγεννηθεί και το πνεύμα της θα μας συντροφεύσει και πάλι ζωντανό και απαστράπτον όπως τότε. Θα την δούμε να είναι εδώ παρούσα να κλάψει σαν την Παναγία που της έφεραν πίσω το παιδί της.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η Ελλάδα μου βάλτωνε στο αίμα κι εγώ έπαιζα την Ίλια στην Αμερική. Άρχισα να μισώ τον ρόλο που μέχρι πρότινος με έκανε περήφανη. Άκουγα τη φωνή μου πάνω στη σκηνή και με σιχαινόμουν. Δεν υπήρχε πια αυτή η χώρα, και μαζί της δεν υπήρχα ούτε εγώ»
«Μια μέρα θύμωσα πολύ. Με τους ανθρώπους, με τα όνειρα, με τους πλανήτες και τα φτερά. ‘Η χέρια θα ‘χεις ή φτερά, είπα στον εαυτό μου. Γιατί εγώ ήθελα πάντα να έχω χέρια. Να μπορώ να αγγίζω τα πάντα, να πιάνω και να μην αφήνω κανέναν να μου φύγει»