Ο Έρμαν Έσσε στην εισαγωγή της εξαιρετικής έκδοσης από τις Ροές γράφει σχετικά με τον Κάφκα: “Ο Κάφκα ανήκει σ’ εκείνους τους ανθρώπους που πέρασαν τη ζωή τους μέσα στην αμφιβολία και τη μοναξιά και που συχνά θεωρούσαν την ίδια τους την ύπαρξη, την πίστη τους και τα πνευματικά τους στηρίγματα βαθιά προβληματικά”. Ο Κάφκα είναι μια ψυχή που ζει στο πουθενά και που η ψυχή του βασανίζεται και ταλαιπωρείται από τον κόσμο ο οποίος τον περιβάλλει και του οποίου είναι θύμα του. Είναι αποκομμένος από τον κόσμο που τον τραυματίζει και για αυτό κλείνεται στον εαυτό του για να ασχοληθεί με την εσωτερική φωνή στην οποία οφείλει να απαντήσει για να λυτρωθεί και να απελευθερωθεί. Ο Κάφκα, όπως και στη Δίκη με πρωταγωνιστή τον κύριο Κ., βλέπει στο σύστημα που χτίζεται και σιγά σιγά διαμορφώνεται μία απειλή για τον σύγχρονο άνθρωπο, ένα τέρας της απρόσωπης εργοδοσίας.
Στην αναζήτηση μιας εσωτερικής γαλήνης που δύσκολα βρίσκεται
Αινιγματική περσόνα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, σε όλο το φάσμα της άστατης λόγω της ιδιοσυγκρασίας του λογοτεχνικής του διαδρομής, ο Κάφκα παλεύει με το εγώ του, αντιμετωπίζει τον εαυτό του και αγωνίζεται μέσα του να ορθοποδήσει. Σε όλη του τη ζωή, αναζητά την ευτυχία που μοιάζει με την άκρη ενός νήματος που πασχίζει να πιάσει αλλά όλο του ξεφεύγει γιατί παραπατάει μέσα στους συλλογισμούς του που βυθίζονται στην απώλεια της φύσης του. Στη νουβέλα αυτή δεν θα απομακρυνθεί καθόλου από τις εσωτερικές του αναζητήσεις και θα επιχειρήσει, δια μέσου της γραφής, που ήταν και το φάρμακό του σε αυτά που τον κατέτρεχαν, να δώσει λύση στις προσωπικές και ενδόμυχες παλινωδίες του μήπως και ξεφύγει από τους φόβους του και την πατρική φιγούρα που τον έχει στοιχειώσει.
Ο Γκρέγκορ, ο ήρωας της Μεταμόρφωσης, αναφέρει πως δουλειά του μοναδική και αποστολή του είναι να κρατήσει τη δουλειά του και αυτό είναι μια αιματοβαμμένη ανάγκη, είναι μια καταπίεση που βιώνει από τη στιγμή που ξυπνάει μέχρι τη στιγμή που αποχωρεί από τη δουλειά του και γυρίζει στο σπίτι του. Γραμμένο το 1915, με ένα ύφος σαφέστατα αυτοαναφορικό, η νουβέλα αυτή γράφεται από τον Κάφκα για τον Κάφκα σε μία εποχή που δημιουργεί την εικόνα του ως συγγραφέα και προσπαθεί να χτίσει αυτό που μέσα του έχει γκρεμιστεί από μία παιδική ηλικία και μία εφηβεία που δεν θέλει να θυμάται. Απέναντι στον σπασμένο του καθρέφτη και το ρημαγμένο του εγώ αντιπαλεύει ένα alter ego μήπως και σώσει αυτό καθαυτό το εγώ του. Έτσι, επιστρατεύει όλα εκείνα τα όπλα που θα τον καταστήσουν βράχο και όχι έρμαιο του εαυτού του έτοιμο να τον κατασπαράξουν οι αναμνήσεις και η τρομοκρατία της συνείδησής του που πυροβολείται συνεχώς από πυρά εσωτερικής φύσης και ενδοοικογενειακής τρομοκρατίας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το θέμα του πατέρα εξάλλου είναι εκείνο που τον απασχολεί έντονα και το πραγματεύεται εδώ με ένα σθένος και μια γενναιότητα σε μια προσπάθεια να το ξορκίσει. Δημιουργεί τις δικές του αντιστάσεις, τις πολλές φορές καταστροφικές για να αντιταχθεί στην καταπίεση και τον φόβο που καραδοκούν σε κάθε γωνιά του αφιλόξενου σπιτιού του. Αυτό που γίνεται σαφές μέσα από τη Μεταμόρφωση είναι πως όλο το σύστημα μέσα στο οποίο ζει ο Γκρέγκορ, δηλαδή ο ίδιος ο Κάφκα, είναι ένα σύστημα απρόσωπο, σκληρό, αδυσώπητο, ανάλγητο, απάνθρωπο και αυτό γίνεται απόλυτα σαφές στον τρόπο που συμπεριφέρεται τόσο ο πατέρας του όσο και ο προϊστάμενος του. Πρόκειται για δύο πρόσωπα που τον έχουν αιχμαλωτίσει και τον έχουν φυλακίσει σε μια ζωή δίχως αύριο, σε μία κατάσταση πλέον αβίωτη, τον έχουν καταδικάσει σε μια ζωή δίχως ζωή. Ακόμα και η αδερφή του και η μητέρα του, δύο πρόσωπα που τον συμπονούσαν μέχρι πρόσφατα εμφανίζονται και αυτά να ευθυγραμμίζονται με όσα ο πατέρας αποφασίζει.
Πρόκειται αναμφίβολα για μια συγκινησιακά φορτισμένη ιστορία, για μια νουβέλα που πλέον έχει περάσει τον ένα αιώνα ζωής και όμως συνεχίζει να μας συγκλονίζει. Είναι αυτή η δυναμική του, η διαχρονικότητά που γίνεται έκδηλη σε κάθε μορφή στην οποία το έργο μπορεί να παρουσιαστεί. “Πρέπει να δουλέψω σκληρά για να κερδίσω τον τάφο μου” ακούγεται να λέγεται ο Γκρέγκορ και είναι αυτός ο μόχθος και ο ιδρώτας που έχει ήδη στάξει από το μέτωπό του ανίκανος να ευχαριστήσει και να ικανοποιήσει το περιβάλλον του που δείχνει τόσα χρόνια να εκμεταλλεύεται την εργατικότητα και την αφοσίωση του Γκρέγκορ. Ο Γκρέγκορ είναι το απόλυτο έρμαιο μιας συνθήκης που επιβάλλεται στον ίδιο και τον μετατρέπει σε ένα σκαθάρι, σε ένα αδύναμο πλάσμα που δεν έχει πια τη δύναμη να αντισταθεί και απλά δέχεται τα βέλη σαν ένα Άγιο Σεβαστιανό που βλέπουμε σε πίνακες της Αναγέννησης.
Ο ίδιος σε μια κατάσταση πανικού απολογείται δίχως λόγο, σέρνεται στο πάτωμα και τον μαστιγώνει η αδιαφορία, αγκομαχά και σπαρταράει σαν ψάρι έξω από το νερό, σαν ένα αδέσποτο σκυλί που το κλωτσάνε και το χτυπάνε και δεν μπορεί να αντέξει για πολύ ακόμη. Και έρχεται η ώρα εκείνη που όλοι τον κοιτάνε με απαξίωση, με ατίμωση και με ντροπή σαν να είναι ένα παράσιτο και ένα μίασμα από το οποίο οφείλουν να απαλλαγούν ο ίδιος ο Γκρέγκορ βλέποντας τον εαυτό του αβοήθητο αναφέρει πως αυτός θα ήταν ένας σκοπός, δηλαδή ένα κλουβί γεμάτο με κάγκελα. Ο Κάφκα είναι καθηλωτικός στην αφήγησή του, μια αφήγηση που απηχεί εκτός από τα δικά του αινιγματικά αδιέξοδα και τις ανησυχίες του και τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου που είναι πλέον ένας μηχανισμός αυτοματοποιημένης ανταπόκρισης στη νέα βιομηχανική επανάσταση και στην πραγματικότητα της εργατικής σκλαβιάς χωρίς δικαιώματα και μόνο με ένα πρέπει να είναι οδηγός.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
“Για κοιτάξτε, ψόφησε ͘ να τος, είναι ολότελα ψόφιος”
“Ποιός μέσα σ’ αυτή την καταπονημένη απ’ την εργασία και κατάκοπη οικογένεια είχε ακόμα καιρό να σκοτιστεί για τον Γκρέγκορ, περισσότερο απ’ όσο ήταν ανάγκη;”