Η «μηλιά», αυτό το πολυσύνθετο νοηματικά αφηγηματικό ξέσπασμα ή αλλιώς η συναισθηματική απολογία του γράφοντος αποτελεί για τα ελληνικά εκδοτικά χρόνια εξαιρετικής σημασίας εκδοτικό γεγονός μιας και είναι η πρώτη φορά που ο Galsworthy μεταφράζεται στα ελληνικά.
Η παρούσα έκδοση, και αυτό οφείλει να επισημανθεί, εκτός από την υπέροχη απόδοση του μεταφραστή, διαθέτει προς τέρψιν όλων μας ένα διαφωτιστικό επίμετρο που λειτουργεί συμπληρωματικά και αναδύει το ιστορικό των συμβολισμών και των βιωμάτων βάσει των οποίων προέκυψε η παρούσα ιστορία.
Γιατί όπως προκύπτει και από την ίδια την ιστορία, οι προβληματισμοί του συγγραφέα, ο χαμένος έρωτας, η οικονομική του κατάσταση και η αριστοκρατική του καταγωγή οδήγησαν τον ίδιο περισσότερο σε προσωπικό αδιέξοδο παρά του εξασφάλισαν ευδαιμονία και ψυχική ηρεμία. Ο ίδιος είχε δηλώσει: «Δε ζούμε σ’ έναν ιδιωτικό, δικό μας κόσμο. Καθετί που λέμε και πράττουμε και σκεφτόμαστε έχει αντίκτυπο στα πάντα γύρω μας». Ο ίδιος ο Galsworthy σε όλη του την συγγραφική διαδρομή «υιοθέτησε την άποψη ότι ήταν καθήκον του συγγραφέα να ρίξει φως στις κοινωνικές αδικίες». Η νουβέλα αυτή με την δραματικότητα, την ζωηρότητα και την έντονη διακύμανση στην ροή της εξέλιξής της αποκαλύπτει τους κραδασμούς του αφηγητή καθώς οδεύει στην κορύφωση του προσωπικού του πυρετού και εξαντλημένος διψάει για λύτρωση συνειδησιακή.
Η νουβέλα, ένας από τους πλούσιους συγγραφικούς καρπούς του έργου του, είναι και αντιπροσωπευτική της πορείας του καθώς ενυπάρχουν εδώ όλα αυτά τα στοιχεία που τον καθιέρωσαν ως λογοτέχνη και του εξασφάλισαν το βραβείο Νόμπελ. Ενέχει όμως και εκείνα τα «σκοτεινά» σημεία που οδήγησαν πολλούς σύγχρονούς του να αποδομήσουν το έργο του, να κατακρίνουν την εύπορη ζωή του και την προσωπικότητά του δημιουργώντας μία διττή ανάγνωση της αινιγματικής όσο και αμφιλεγόμενης φυσιογνωμίας του. Για παράδειγμα η Βιρτζίνια Γουλφ, με πυγμή και υπό το έντονο πνεύμα αντιλογίας, θα κατηγορήσει τον Galsworthy ότι γράφει αυτά που γράφει εκ του ασφαλούς και «εκπροσωπεί εκείνες ακριβώς τις αξίες τις οποίες υποτίθεται ότι στηλίτευε». Η κατηγορία αυτή είναι εύκολη και πρόχειρη αν αναλογιστεί κανείς και την ζωή του σύγχρονού του Φιτζέραλντ. Και αξίζει αυτή η αντιπαραβολή για να κατανοήσει κάποιος πως το γεγονός πως έχω τα πάντα δεν σημαίνει πως η ευτυχία είναι δεδομένη και εξ’ ορισμού κερδισμένη. Οι δύο αυτοί πρίγκιπες της αγάπης, αγάπησαν, αγωνίστηκαν για αυτήν, πάλεψαν με την δύναμη της θέλησής του και αφοσιώθηκαν στον ισχυρότερο και διαχρονικότερο θεό, τον έρωτα που όλα τα σκορπάει και όλα τα διαλύει αλλά παράλληλα όλους τους συντροφεύει και όλους τους καταφέρνει γλυκό πλήγμα με τα βέλη του. Ο Φιτζέραλντ είχε για “μηλιά”, για κήπο της Εδέμ του την Ζέλντα και ο Galsworthy την κοπέλα εκείνη που είχε σφόδρα ερωτευτεί και που του αρνήθηκαν πεισματικά γιατί ανήκε σε άλλη τάξη από την δική του, πράγμα ανεπίτρεπτο για την εποχή εκείνη. Και την οποία τελικά παράτησε για χάρη της κατακραυγής. Άρα εδώ εκτός των άλλων αιωρείται ένας πόλεμος εσωτερικός για τον Galsworthy, μία μάχη άνιση ανάμεσα στην επιθυμία και την κατάρρευση, την αποδοχή και την άρνηση, την χαρά και την θλίψη. Η μηλιά, αυτό το δέντρο που συμβολίζει όπως διαβάζουμε στο επίμετρο από την μία «το σύμβολο της νιότης και της γονιμότητας και από την άλλη της αιωνιότητας», είναι για τον συμβολιστή και ρομαντικό συγγραφέα η ίδια η ζωή και ο θάνατος μαζί, το σύμβολο του δικού του οριστικού τέλματος για την αδικία που βιώνει και για την αδικία που προκαλεί σε μία εσωτερική σύγκρουση χωρίς προηγούμενο. Με αυτόν τον τρόπο ο ίδιος κατευθύνει την ηρωίδα του Μέγκαν να ανακαλύψει εκεί στο δέντρο τους χυμούς του έρωτά της και στο τέλος δυστυχώς να γευτεί το πικρό τέλος της απογοήτευσης. Το δέντρο θα γίνει για εκείνη η κόλαση και ο παράδεισός της για να την αγκαλιάσει στο τέλος με τα φύλλα της.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Και σαν σε πίνακα του Μιλλαί να βρεθεί η βασανισμένη Μέγκαν ένα βήμα μετά το απονενοημένο διάβημα, την αυτοχειρία, τον πνιγμό της για να απελευθερωθεί από τα δεσμά μίας ζωής χωρίς νόημα αν λείπει η αγάπη και ο έρωτας που τόσο πόθησε. Τελικά είναι ο ίδιος υπεύθυνος που η εύπορη κατάστασή του τον ώθησε να απαρνηθεί την αλήθεια της καρδιάς του; Και γιατί αυτός που μέσω των γραπτών του καταδίκαζε τον κόσμο και «την τάση για συσσώρευση ακόμη περισσότερου πλούτου, τις στενόμυαλες αντιλήψεις, την υποκρισία και τον ασφυκτικό κώδικα της κοινωνικής τάξης στην οποία και ο ίδιος ανήκε και επομένως γνώριζε εκ των έσω» να πυροβολείται παράλογα και να κατακρίνεται επειδή βρήκε μία ευζωία την οποία δεν ζήτησε;
“Η Μηλιά” γράφτηκε το 1916 σε μία εποχή που η κοινωνία απολάμβανε τα θετικά της βιομηχανικής επανάστασης και κυριαρχούσε η πεποίθηση πως η εκβιομηχάνιση θα αποφέρει περισσότερα κέρδη, θα ισορροπήσει την κατακρεουργημένη από τα βάρη εργατική τάξη και θα θεραπεύσει τις ανισότητες και τις πληγές του παρελθόντος, όμως συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Ο Galsworthy έχοντας εξασφαλίσει την δική του ευμάρεια θα θελήσει να ασχοληθεί με τα δεινά των ανθρώπων γύρω του. Έτσι “το θέμα των κοινωνικών ανισοτήτων, της φτώχειας και της έλλειψης δικαιοσύνης για τους αδυνάτους αποτελεί σταθερό μοτίβο της δραματουργικής του παραγωγής του, ακριβώς όπως οι σάπιες αξίες και η κοινωνική υποκρισία των προνομιούχων αποτελούν κυρίαρχο θέμα στο πεζογραφικό του έργο”. Και με αφορμή αυτό, ακριβώς όπως και ο Τσβάιχ λίγα χρόνια μετά με τον “Επικίνδυνο οίκτο”, θα χτίσει μία ιστορία που ο κεντρικός χαρακτήρας από την μία θα προστατεύσει την πρώτη του αγάπη για να μην της καταφέρει ισχυρότερο πλήγμα από αυτό της εγκατάλειψής της για μία δεύτερη αγάπη πιο κοντά στα μέτρα που επιβάλλει η κοινωνία και από την άλλη θα αρνηθεί να καταφύγει στην συμπόνια που όπως έλεγε ο φίλος του Γκάρτον “δεν είναι παρά μία παρενέργεια της αιδημοσύνης, είναι μία ασθένεια των τελευταίων πέντε χιλιάδων χρόνων”. Έτσι θα βρεθεί στο μέσο του δρόμου να αναρωτιέται αν έπραξε το σωστό, θα αυτοχαστουκιστεί και θα μαστιγώσει την καρδιά του για να δει προς τα που κλίνει και τελικά ανακουφισμένος από την όλη αυτή δοκιμασία θα πορευτεί τον δρόμο που με τόση δυσκολία αποφάσισε να ακολουθήσει. Και θα αφήσει πίσω του το ερώτημα που τον βασάνιζε: “Τι ήταν αυτό που πάλευε με τη λύπηση και τον πυρετώδη του πόθο και τον κρατούσε εκεί αδρανή πάνω στη ζεστή άμμο;”.
«Η Μηλιά» μεταξύ άλλων δεν παύει να είναι εκτός από ένας ηχηρός ύμνος στον έρωτα και τα παραλειπόμενα του και ένα αφιέρωμα, μία ιερή απόδειξη πως οι μύθοι είναι ζωντανοί μέσα από την αρχαία ελληνική τραγωδία την κέλτικη παράδοση και τον Σαίξπηρ. Ο μελετητής Γκαλσγουόρθυ αναδεικνύει στο βρετανικό και παγκόσμιο κοινό την σύνδεση του μάταιου αυτού κόσμου με τον άλλο κόσμο τον μακάριο, τον αιώνιο, παρακολουθεί ευλαβικά και ντύνει την νουβέλα αυτή με ονειρικά στοιχεία. Η γραφή του είναι διανθισμένη με πινελιές και ποιητικές εξάρσεις παντρεύοντας με εξαιρετική μαεστρία την συγγραφή, την ζωγραφική των προραφαηλιτών και την ποίηση του Ευριπίδη με έναν στίχο του «Ιππόλυτου». Μία τραγωδία που κατά πως φαίνεται τον είχε σημαδέψει βαθιά έχοντας βασίσει και τον τίτλο άλλωστε στην παρακάτω φράση: «Μηλιά, ψάλτρα και χρυσή». Σε όλο τον ρου της αφήγησής του, εκτός από την σαφή αναστάτωση του ήρωα και της ηρωίδας, στο παιχνίδι αυτό της αναζήτησης της αλήθειας και της γνώσης του εγώ, συμμετέχουν και ξεπηδούν στοιχεία της φύσης που δείχνουν τον δρόμο της επαφής με κάτι ανώτερο και μεταφυσικό, πλάσματα της φύσης που συμβολίζουν άλλες δυνάμεις παραμυθένιες και ενίοτε χθόνιες πρωταγωνιστούν. Όπως για παράδειγμα η κουκουβάγια που με τον ήχο της σύμφωνα με τον κέλτικο μύθο μας προϊδεάζει για κακούς οιωνούς.
Η Δήμητρα Παπαβασιλείου στο επίμετρο αναφέρει μία δήλωση του συμπατριώτη του Galsworthy Κόλιν Γουίλσον που μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως: «Μεγάλοι συγγραφείς είναι συνήθως εκείνοι που χρειάστηκε να παλέψουν ενάντια στις πιθανότητες, για να βγάλουν το κάρο από τη λάσπη, όπως το λέω εγώ, ενώ αντίθετα οι συγγραφείς που είχαν μία εύκολη αρχή στη ζωή είναι συνήθως δεύτερης κατηγορίας – ή τουλάχιστον όχι ακριβώς πρώτης κατηγορίας». Συνεχίζει παραθέτοντας στην πρώτη κατηγορία τα ονόματα του Ντίκενς, του Μπαλζάκ, του Ντοστογιέφσκι, του Σω ενώ στην δεύτερη κατατάσσει τον Galsworthy, τον Μπέκετ. Είτε κάποιος συμφωνεί είτε διαφωνεί με την παραπάνω δήλωση, αντιλαμβάνεται πως ο συγγραφέας του “Χρονικού των Φορσάιτ” που θυμίζει πολύ την «Ανθρώπινη κωμωδία» του Μπαλζάκ είναι από αυτούς που έσωσαν σε λόγο αυτά που κατέστρεψαν εντός τους και σώθηκαν οι ίδιοι παρά το γεγονός πως έβαλαν το χέρι τους στην φωτιά και κάηκαν. Ωστόσο, η ιστορία και η θεία δίκη θα κρίνει εάν ηθικά ο Galsworthy στάθηκε όρθιος στο ύψος των περιστάσεων στο οποίο ο ίδιος ανέβηκε και κατέβηκε για να νιώσει ολόκληρο το φιλί και το ταξίδι.
«Τα μάτια δείχνουν αυτό που κάποιος είναι, το στόμα καθορίζει αυτό που κάποιος γίνεται»
«Το να μην επιστρέψει ήταν φοβερό! Το να επιστρέψει, ακόμα πιο πολύ!»
«Για να φτάσεις σε πλήρη ακμή, δεν πρέπει να είσαι εκλεκτικός. Η συναισθηματική λιμοκτονία είναι λάθος. Κάθε αίσθημα είναι για καλό, γιατί εμπλουτίζει τη ζωή»
Το βιβλίο του John Galsworthy, Η μηλιά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές.