Περιπλανώμενος μέσα σε μια πόλη επικίνδυνη, ένας μαύρος απέναντι σε τόσους λευκούς μα και ένας άνθρωπος που παλεύει να επιβιώσει απέναντι και στους ίδιους τους έγχρωμους είναι μια δύσκολη αποστολή. Μια μορφή, που κινείται με μόνο του όπλο τον εαυτό του και την κιθάρα του, προσπαθεί να τα βγάλει πέρα, γιατί πρέπει να συντηρήσει και τον άρρωστο πατέρα του. Ο Μαύρος Τομ είναι ένα πρόσωπο αμφιλεγόμενο μα και ένα πρόσωπο που αναδεικνύει τη μεγάλη, ακόμα και σήμερα, διαφορά των έγχρωμων με τους λευκούς και αυτό το μίσος που καλά κρατεί ήδη από τις αρχές του προπροηγούμενου αιώνα. Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν μένει μόνο εκεί, εμποτίζει το μυθιστόρημα με τον τρόμο και την αγωνία, ένας φόρος τιμής στον Λάβκραφτ, που τόσο θαυμάζει για τον τρόπο γραφής του μα όχι και για τις απόψεις του.
Ένας λάτρης του Λάβκραφτ καταφέρνει να χτίσει μια δική του ιστορία ντυμένη με τρόμο και αγωνία
Το μυθιστόρημα είναι καθηλωτικό ήδη από την αρχή, μην αφήνοντας τον αναγνώστη να πλήξει ούτε στιγμή. Πρόκειται για ένα σπουδαίο εγχείρημα να μεταφερθεί ο χρόνος στο παρελθόν και μέσα από τα σοκάκια μιας πολύβουης πόλης, όπως η Νέα Υόρκη και η συνοικία του Χάρλεμ, να ξεκινήσει αυτό το κυνήγι μαγισσών επ’ αφορμή και του βιβλίου που θα ανακαλύψει ο Τομ και θα ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου. Ο Λαβάλ είναι δεξιοτέχνης στον τρόπο αφήγησης εντάσσοντας τον αναγνώστη ήδη από νωρίς σε ένα πλαίσιο αγωνίας για τα μελλούμενα. Περιγράφει έναν κόσμο επικίνδυνο, έναν κόσμο εχθρικό για τον Τομ που αναζητά τις σωστές ισορροπίες, προσπαθώντας συνεχώς να αποφύγει τις κακοτοπιές που θα βάλουν τέλος στα σχέδιά του. Δεν μπορεί παρά να συνεχίσει το δρόμο που έχει χαράξει, είναι μόνος μα είναι και γενναίος.
«Οι εχθροί του Τόμι δεν είναι αθέατα πλάσματα από άλλες διαστάσεις, αλλά οι λευκοί συνεπιβάτες του στον υπόγειο όταν πάει σε μια λευκή γειτονιά, οι λευκοί αστυνομικοί που βιαιοπραγούν επάνω του. Τέρατα υπαρκτά – τότε και τώρα. Με αυτή του τη ματιά, ο Λαβάλ δίνει νέα, σύγχρονη προοπτική στον Λαβκραφτιανό τρόμο, αποφεύγοντας μια στέρφα επανάληψη» γράφει εύστοχα στο επίμετρο ο Αβραάμ Κάουα, επαινώντας τη γραφή και το σκεπτικό του συγγραφέα, μια γραφή που είναι συγγενής προς τον Λάβκραφτ, αλλά κομίζει και νέα οπτική γωνία τόσο στο θέμα της διαφοράς λευκών και έγχρωμων όσο και στον τρόπο που επαναφέρει το θέμα του τρόμου ενώπιόν μας. Ο συγγραφέας πατάει πάνω σε διάφορους συγγραφείς, που αναφέρονται στο επίμετρο και αυτό δείχνει το γεγονός πως πριν γράψει έχει διαβάσει καλά, κάτι που δυστυχώς σπανίζει πια.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Λαβάλ αναδεικνύει για μια ακόμα φορά τον πολύπαθο βίο των έγχρωμων ειδικά αυτών που είναι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων και αναζητούν τη δική τους τύχη σε μια πατρίδα που δεν τους καλοδέχεται και σε μια πόλη που τους κλείνει τους ορίζοντες. Ο Τομ, όπως και τόσοι άλλοι, αναγκαστικά οδηγούνται στην απομόνωση οικειοθελώς γιατί το καθεστώς είναι τέτοιο που τους απορρίπτει, μα αυτοί με την σειρά τους πρέπει να ζήσουν και να δουλέψουν. Όντας στο περιθώριο, ο Τομ δεν έχει άλλη επιλογή παρά να παραστρατήσει για να βρει ένα κομμάτι ψωμί που θα του εξασφαλίσει τα δέοντα, να τολμήσει επαφές με τον υπόκοσμο, να γίνει βίαιος από ανάγκη. Εξάλλου, αυτό δεν συμβαίνει από τότε έως σήμερα; Να θυμηθούμε τον Τζέιμς Μπάλντουιν με το Κουαρτέτο του Χάρλεμ ή τον Ραλφ Έλισον με τον Αόρατο άνθρωπο για να πάρουμε μια γεύση της αδυναμίας των έγχρωμων να ενταχθούν στην κοινωνία. Το νησί Έλις για παράδειγμα υπήρξε ένας τόπος μαρτυρίου για τους περισσότερους που έρχονταν στην Αμερική για το περίφημο όνειρο και έβρισκαν θλίψη.
Στο δικό του βιβλίο, για παράδειγμα, Έλις άιλαντ, ο Περέκ αναφέρει χαρακτηριστικά: «{…} μια Γη της Επαγγελίας αρχίζει να διαφαίνεται: η Αμερική ͘ μια γη παρθένα, πρόσφορη σε όλους, μια γη ελεύθερη και γενναιόδωρη όπου οι κολασμένοι της Γηραιάς Ηπείρου θα μπορέσουν να γίνουν οι πιονιέροι του Νέου Κόσμου, οι κτίστες μιας κοινωνίας χωρίς αδικία και χωρίς προκαταλήψεις». Αυτή η Αμερική όμως δεν είναι και τόσο εύσπλαχνη και τόσο καταδεκτική όσο νομίζουν εκείνοι που βλέπουν τα φώτα της λαμπερά και το μέλλον τους εκεί στρωμένο με ροδοπέταλα. Είναι η Αμερική του Τομ, που καλείται να αντιμετωπίσει και εκτός αυτού το στοιχείο του τρόμου. Με το βιβλίο της παράξενης γυναίκας στο Κουίνς συνθέτουν ένα σκηνικό ιδιαίτερα επισφαλές για τον Τομ, που αναζητά επισταμένα διεξόδους διαφυγής.
Μέσα από το μυθιστόρημα αυτό αναδεικνύονται περίτρανα οι κοινωνικές ανισότητες και ένας κόσμος κατώτερος, μια τάξη κοινωνική στο περιθώριο, μια κατηγορία ανθρώπων δεύτερης κατηγορίας σαν ο Λίνκολν ποτέ να μην έδειξε το σωστό δρόμο, σαν ο χρόνος να έχει παγώσει για πάντα στα χρόνια της σκλαβιάς. Η λογοτεχνία ανέκαθεν υπήρξε ένας τρόπος ανάδειξης των κοινωνικών ζητημάτων και οι συγγραφείς μέσα από τα γραπτά τους και την αφήγησή τους καθρεφτίζουν με γλαφυρό και έμμεσο τρόπο όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία, ανταποκριτές της οι ίδιοι, μας καλούν σε συστράτευση και σε συλλογισμό. Εμείς δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε το έργο τους και να γίνουμε κοινωνοί των πιο μύχιων σκέψεών τους αναλογιζόμενοι και τον ρόλο μας σε αυτό το κλίμα αναταραχής. Η ήπια αντίδραση του καθενός μας απέναντι στο τέρας του ρατσισμού είναι κομβική και επιβεβλημένη.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
“Οι αστυνομικοί έχουν εγκαταλείψει κάθε ελπίδα τάξης και αναμόρφωσης, και επιθυμούν να εγείρουν τείχη για να προστατέψουν τον έξω κόσμο από τη μετάδοση της μόλυνσης”.
“Πόση σημασία είχε για σένα, για την ύπαρξή σου, αυτή η πέτρα, πριν τη σηκώσεις από κάτω με σκοπό να την πετάξεις σ’ εκείνους τους νεαρούς που σε ακολούθησαν;”