Η ωδή του λεπιδιού: Κριτική βιβλίου του Τζέφρι Ρέναρντ Άλλεν

Ο Γιάννης Αντωνιάδης γράφει κριτική για το βιβλίο Η ωδή του λεπιδιού, του Τζέφρι Ρέναρντ Άλλεν, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος.

Η μουσική είναι το δώρο του Θεού Απόλλωνα στον άνθρωπο, εξημερώνει τα πάθη και ευφραίνει την ψυχή. Είναι η επιτομή της απαλλαγής από στερεότυπα, προκαταλήψεις και περιορισμούς, η μουσική ενώνει τις συνειδήσεις, εκπέμπει αγάπη και χαρά, ενώνει τους ανθρώπους υπό το πρίσμα της και τους ανυψώνει σε ουρανούς αγαλλίασης ενώ συναρπάζει τις αισθήσεις τους, τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να ορίζεται.

Κατά τον Ζαν-Πωλ Ρίχτερ, η μουσική είναι το φεγγαρόφωτο στη σκοτεινή νύχτα της ζωής. Η ιστορία της μουσικής ιδιοφυίας του τυφλού Τομ, του έγχρωμου ανθρώπου που έγραψε ιστορία με τις εμφανίσεις του, τον τρόπο ερμηνείας του, τις συνθέσεις του καθώς και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του γεμίζει τον αναγνώστη με αισθήματα συγκίνησης, έκπληξης και συμπάθειας, ξεκουράζει το μέσα του σαν να τον ακούει να παίζει.

Ο βραβευμένος συγγραφέας Τζέφρι Ρέναρντ Άλλεν είναι ο ιθύνων νους πίσω από αυτό το πολύ ξεχωριστό συγγραφικό επίτευγμα καθώς χτίζει με δεξιοτεχνία την αληθινή ιστορία του ιδιοφυούς μουσικού εμποτίζοντάς την με στοιχεία φανταστικά. Έτσι μέσα από αυτό το λογοτεχνικό αριστούργημα μας αιχμαλωτίζει και μας καθηλώνει από την αρχή μέχρι το τέλος χαρίζοντάς μας τη μοναδική ευκαιρία να γνωρίσουμε κάθε πτυχή της δύσκολης ζωής του αλλά και του μοναδικού ταλέντου του. Σκιαγραφεί την προσωπογραφία αυτού του ευφυούς μαύρου αλλά και μία ολόκληρη εποχή μέσα στην οποία έζησε.

Ένα αλλιώτικο αστέρι γεννιέται

Από πολύ μικρή ηλικία ο τυφλός Τόμας Γκριν Γουίγκινς, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, δείχνει τις μουσικές διαθέσεις του και γίνεται αντικείμενο συζήτησης για το προηγμένο της μουσικής νόησής του παρά το γεγονός πως είναι αυτιστικός και τυφλός, πλην όμως προικισμένος. Ίσως για όλα αυτά τα ζητήματα η φύση να αποφάσισε να δομήσει ένα αντίβαρο και να “ντύσει” το παιδί αυτό με το μουσικό μανδύα, να του εμφυσήσει ένα μοναδικό καταφύγιο ψυχής, όπως εκείνο που κατείχε ο κωφός Μπετόβεν και ο τυφλός Γκόγια. Είναι ένα παιδί με πολλά προβλήματα, λιγομίλητος, εσωστρεφής, σχεδόν αντικοινωνικός ενώ είναι κοινωνικά αντισυμβατικό να ασχολείται με τη μουσική, απαγορευμένος καρπός που σαν άλλος Αδάμ αποφασίζει να απολαύσει. Που ακούστηκε ένας έγχρωμος να παίζει πιάνο και να καταπιάνεται με μία ασχολία των άσπρων; Μη λησμονούμε πως βρισκόμαστε εν μέσω ρατσιστικών αντεγκλήσεων σε βάρος έγχρωμων, σε μία εποχή που οι μαύροι είναι σκλάβοι και υποτελείς στους λευκούς, δεν είναι ελεύθεροι και δεν έχουν δικαιώματα παρά υποχρεώσεις ενώ εναπόκειται στους αγοραστές τους να τους φέρονται λιγότερο βάναυσα.

Η ταινία “Δώδεκα χρόνια σκλάβος” που προβλήθηκε λίγα χρόνια νωρίτερα ήταν ένα δείγμα γραφής για να καταλάβουμε τι περνούσαν οι μαύροι, τι συνέπειες είχαν οι πράξεις αντίδρασής από μέρους τους και πώς αντιμετωπίζονταν.

Ο τυφλός Τομ είναι εκκεντρικός, είναι κλεισμένος στον εαυτό του και αφοσιωμένος στο πιάνο του ενώ η κατάστασή του δεν του επιτρέπει να γίνει στόχος. Ωστόσο, παραμένει αιχμάλωτος των ορέξεων του στρατηγού Μπιτούν που είναι το αφεντικό του και ύστερα διάφορων ανθρώπων που επιθυμούν την εκμετάλλευση του ταλέντου του για να πλουτίσουν. Καθίσταται λοιπόν εύπλαστος στα χέρια τους, ένα εργαλείο παραγωγής ήχων για αυτούς, ένα ανδρείκελο που το περιφέρουν σαν τρόπαιο για να δείξουν τι διαμάντι κατέχουν. Και όμως εκείνος γνωρίζει όταν λέει πως “Είμαι ο τυφλός Τομ. Είμαι ένας από τους σπουδαιότερους ανθρώπους που περπάτησαν ποτέ πάνω στη Γη”.

Δεν είναι σαφές αν έχει γνώση των όσων λέει, αν έχει συνείδηση της μεγαλειώδους επιτυχίας του, αν μπορεί να κατανοήσει όντως το επίτευγμά του και τη μοναδική φύση που του χάρισε ο Θεός. Και όμως θαρρώ πως υπάρχει μία εσωτερική φωνή που μόνο εκείνος ακούει και του δείχνει το δρόμο, ένα φως που μόνο εκείνος βλέπει ενώ οι άλλοι γύρω του που νομίζουν πως βλέπουν αντικρίζουν μαύρο. Το μόνο βέβαιο είναι πως αποτελεί έναν άνθρωπο ξεχωριστό, ένα μουσικό που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης ικανότητας και ξεδιπλώνει σαν από μαγικό θεϊκό χέρι ένα αστείρευτο ταλέντο, μία προχωρημένη ψυχή, δύσκολο να κατανοηθεί εκείνη ειδικά την εποχή. Η γέννηση του άστρου του μοιάζει να είναι μία ιδιότυπη συνθήκη που γεννά η ίδια η φύση γιατί εκείνη μόνο γνωρίζει πόσο αξίζει μία θέση ανάμεσα στα επιτεύγματά της.

“{…} ο ήχος της μουσική έσκιζε τον αέρα. Τα ροδοπέταλα κουνιούνταν μαζί με τις δονήσεις του πιάνου. Χόρευαν σαν μαχαιράκια στον αέρα, πασχίζοντας να κόψουν τα δεσμά τους”

Η μητέρα του Τομ αναγκασμένη από την καταναγκαστική εργασία ήταν αναγκασμένη να μην ορίζει την τύχη του παιδιού της, να αγωνιά για αυτήν, να τον σκέφτεται συνεχώς αλλά να απολαμβάνει παράλληλα την επιτυχία του και να υπερηφανεύεται για την εξέλιξή του κατανοώντας και εκείνη πως είχε γεννήσει ένα ξεχωριστό πλάσμα, ικανό να προσπερνά δυσκολίες παρά την ασθενική του φύση. Η μουσική ήταν για εκείνον μία ιερή αποστολή, το μέσο που τον απογείωνε και τον ωθούσε σε άλλες πολιτείες, δημιουργικά ασύμβατες με την εποχή του. “Από όλες τις εικασίες που κατασκεύαζε το μυαλό της, η πιο απλή ήταν ότι ο Τομ είχε βρει καταφύγιο στο πιάνο αφού σκοτείνιασε ο κόσμος του. Ποιος μπορεί ν’ αντέξει το κενό;

Ο Τομ παραδόθηκε ολόψυχα στη Μουσική. Όλος ο κόσμος του βρισκόταν μέσα στις διαστάσεις του πιάνου. Το χρειαζόταν για ν’ αντέξει τα δύσκολα χρόνια που θα τον φυλάκιζαν μέσα στο σκοτάδι. Η ιστορία αυτή ήταν εντελώς δική της επινόηση, ανήκε μόνο στη φαντασία της”. Μέσα σε αυτόν τον πυρετώδη κόσμο γεμάτο από ήχους και νότες, ο Τομ διέπρεψε στα μάτια της και στα μάτια όλου του κόσμου, εκείνος ένας ταπεινός υπηρέτης της μουσικής δεν είχε τίποτε άλλο στον πολύπλοκο από καλώδια νου του παρά ακούσματα και πλήκτρα, αυτά που ήξερε να παίζει χωρίς να γνωρίζει ποιος τον ακούει και ίσως τελικά αυτό να ήταν και το φάρμακό του σε έναν κόσμο που σίγουρα δεν ήταν έτοιμος να τον δεχτεί στα σπλάχνα του ως ίσο προς ίσο. Εκείνος ήταν μόνος, μοναχικός οδοιπόρος της μουσικής του διαδρομής.


Αποσπάσματα

“Το βλέμμα είναι η ίδια η αθωότητα, που επιδιώκει να δει τον κόσμο σε όλη του τη γύμνια”.

“Το μόνο που ζητώ από σας σχετικά με τους νέγρους είναι, αν δεν τους συμπαθείτε, να τους αφήσετε ήσυχους. Αν ο Θεός τους έδωσε λίγα, αφήστε τους να απολαύσουν αυτά τα λίγα” Αβραάμ Λίνκολν

“Κοίταξε το πρόσωπό του, τα μισόκλειστα βλέφαρά του, και κάτι της ερχόταν, κάτι έβγαινε από μέσα της. Τώρα κατάλαβε. Ο Τομ δεν θυμόταν, επειδή δεν μπορούσε να θυμηθεί. Όσα βλέπουν τα μάτια, διατηρούνται αναλλοίωτα μέσα στους βολβούς, εκεί όπου συγκεντρώνονται τα οπτικά ερεθίσματα στους ανθρώπους που βλέπουν”.


Διαβάστε επίσης:

Η ωδή του λεπιδιού – Tζέφρι Ρέναρντ Άλλεν

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ