Συγκαταλέγεται στις δέκα καλύτερες ορχήστρες του κόσμου. Είναι στενά συνδεδεμένη με τον μαέστρο της, τον Ιβάν Φίσερ [Iván Físcher], που παραμένει σταθερά στη θέση του μουσικού διευθυντή της εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια.
Ο λόγος για την Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης που επιστρέφει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με δύο διαφορετικά προγράμματα, την Κυριακή 15 και τη Δευτέρα 16 Νοεμβρίου στις 8:30 το βράδυ. Την πρώτη βραδιά (15/11), το φημισμένο ουγγρικό σύνολο θα παρουσιάσει έργα Μπραμς και Μπετόβεν, ενώ τη δεύτερη (16/11), θα ερμηνεύσει με συνθέσεις Προκόφιεφ και Στραβίνσκι. Με την Ορχήστρα συμπράττουν δύο κορυφαίοι σολίστ: ο «δικός» μας Δημήτρης Σγούρος στο Πρώτο κοντσέρτο για πιάνο του Μπραμς (15/11) και ο Αυστριακός Τόμας Τσέετμαϊρ [Thomas Zehetmair] στο Δεύτερο κοντσέρτο για βιολί του Προκόφιεφ (16/11). Oι δύο συναυλίες της Ορχήστρας του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης στο Μέγαρο εντάσσονται στον Κύκλο Διεθνείς Ορχήστρες.
Το πρόγραμμα
Κυριακή 15 Νοεμβρίου
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το τριμερές Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 1 σε ρε ελάσσονα, έργο 15 του Γιοχάννες Μπραμς (1833-1897), με το οποίο αρχίζει η πρώτη συναυλία της Ορχήστρας του Φεστιβάλ Βουδαπέστης στο Μέγαρο, είναι ένα σημαντικότατο έργο που ο συνθέτης πρωτοπαρουσίασε το 1859 στο Αννόβερο. Αν και το Κοντσέρτο αρχικά δεν γνώρισε επιτυχία, η αξία του αποκαταστάθηκε πλήρως τα μετέπειτα χρόνια, πρωταγωνιστώντας σε δισκογραφικούς καταλόγους και αίθουσες συναυλιών μέχρι και σήμερα. Ο Μπραμς, μια από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες του Ρομαντισμού, ήταν βιρτουόζος πιανίστας και συνθέτης. Ασχολήθηκε με ποικίλες μουσικές φόρμες: από πιανιστικές μινιατούρες και τραγούδια μέχρι κοντσέρτα και συμφωνίες. Το δεξιοτεχνικό Πρώτο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα θα ερμηνεύσει στη συναυλία της 15ης Νοεμβρίου στο Μέγαρο ο Δημήτρης Σγούρος.
Το δεύτερο μέρος του προγράμματος περιλαμβάνει την Τρίτη Συμφωνία (Συμφωνία σε μι ύφεση μείζονα, αρ. 3, έργο 55) του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827). Πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του διεθνούς ορχηστρικού ρεπερτορίου. Είναι κυρίως γνωστή με την προσωνυμία «Ηρωική». Ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 1804 και συνοψίζει μουσικά τις θεμελιώδεις αξίες του Ρομαντισμού. Το έργο ήταν αρχικώς αφιερωμένο στον Βοναπάρτη. Η ιδέα να γραφεί μια σύνθεση για τον απελευθερωτή των λαών της Ευρώπης είχε προταθεί στον γερμανό μουσουργό το 1798 από τον τότε πρεσβευτή της Γαλλίας στη Βιέννη αλλά και από τον περίφημο βιολονίστα Ρούντολφ Κρώυτσερ. Κατενθουσιασμένος ο Μπετόβεν, συνέθεσε την Τρίτη Συμφωνία, την οποία εμπνεύστηκε από τις ιστορικές πράξεις του Ναπολέοντα. Ωστόσο, όταν το 1804 ο Βοναπάρτης έστεψε εαυτόν αυτοκράτορα, ο συνθέτης θεώρησε ότι τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης είχαν προδοθεί, αντικατέστησε το δεύτερο μέρος της συμφωνίας –έως τότε ένα θριαμβικό εμβατήριο– με ένα πένθιμο εμβατήριο και τροποποίησε την αφιέρωση: «Συμφωνία ηρωική, που γράφτηκε σε ανάμνηση ενός μεγάλου άνδρα». Ωστόσο, το έργο δεν έχασε τίποτε από τη δύναμη και τον χαρακτήρα του· αντιθέτως, από φόρο τιμής σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο μετατράπηκε σε παιάνα στο ανθρώπινο μεγαλείο. Δεν πρόκειται για μια προγραμματική σύνθεση που αναφέρεται σε γεγονότα ή μάχες, αλλά για ένα μεγαλειώδες έργο που μιλά για την ευγενέστερη όψη της ανθρωπότητας. Ακούστηκε για πρώτη φορά στις 7 Απριλίου 1805 στο Theater an der Wien.
Δευτέρα 16 Νοεμβρίου
Η Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης επέλεξε για τη δεύτερη συναυλία της στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης έργα ρώσων συνθετών, συγκεκριμένα Σεργκέι Προκόφιεφ (1891-1953) και Ίγκορ Στραβίνσκι (1882-1971). Το πρόγραμμα του πρώτου μέρους αρχίζει με την Εισαγωγή πάνω σε εβραϊκά θέματα του Προκόφιεφ, έργο 34 (1919), μια σύνθεση με ασυνήθιστη ενορχήστρωση (κλαρινέτο, κουαρτέτο εγχόρδων και πιάνο) για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, το οποίο γράφτηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται για παραγγελία του ρωσικού σεξτέτου Zimro Ensemble, το οποίο πραγματοποιούσε στα 1918 διεθνή περιοδεία με την υποστήριξη της Ρωσικής Σιωνιστικής Οργάνωσης. Η παρτιτούρα βασίζεται σε παραδοσιακά εβραϊκά τραγούδια. Η σύνθεσή της ολοκληρώθηκε πολύ σύντομα. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο Bohemian Club της Νέας Υόρκης στις 2 Φεβρουαρίου 1920 με τον συνθέτη στο πιάνο και ερμηνεύτηκε τουλάχιστον άλλες δύο φορές από το Zimro Ensemble έως το 1921. Αργότερα, το 1934, ο Προκόφιεφ μετέγραψε τη σύνθεσή του για ορχήστρα δωματίου.
Η πρώτη μουσική ενότητα της βραδιάς θα κλείσει με το Κοντσέρτο για βιολί αρ. 2 σε σολ ελάσσονα, έργο 63 και πάλι του Σεργκέι Προκόφιεφ. Τα σολιστικά μέρη ερμηνεύει ο βιολονίστας Τόμας Τσέετμαϊρ. Πριν επιστρέψει στη Σοβιετική Ένωση το 1936, ο Προκόφιεφ αποδέχτηκε την παραγγελία του βέλγου βιολονίστα Ρόμπερτ Σαίτενς να συνθέσει ένα κοντσέρτο για βιολί. Το αποτέλεσμα ήταν το Έργο 63, που, όπως ισχυριζόταν ο συνθέτης, αντικατοπτρίζει τον νομαδικό τρόπο με τον οποίο ζούσε εκείνη την εποχή: το βασικό θέμα του πρώτου μέρους γράφτηκε στο Παρίσι, του δεύτερου μέρους στο Βορονέζ της Ρωσίας, η ενορχήστρωση ολοκληρώθηκε στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, ενώ η πρώτη παρουσίαση του έργου έγινε στη Μαδρίτη το 1935. Όσο για το ύφος του Δεύτερου κοντσέρτου για βιολί, ο Προκόφιεφ ισχυριζόταν πως «η νέα απλότητα –όπως τη χαρακτήριζε– πρέπει να είναι πάντοτε ευδιάκριτη, χωρίς όμως ποτέ να πέφτει σε συναισθηματισμούς και απλοϊκότητες».
Η δεύτερη ενότητα της βραδιάς είναι αφιερωμένη στον Ίγκορ Στραβίνσκι και στα έργα του Jeu de cartes και Το πουλί της φωτιάς, Σουίτα αρ. 2.
Το Jeu de cartes (Χαρτοπαίγνιο, 1936-7) είναι ένα μπαλέτο σε τρεις «παρτίδες» και ανήκει στη λεγόμενη νεοκλασική περίοδο του διάσημου ρώσου συνθέτη. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε σε χορογραφία του Ζωρζ Μπαλανσίν από το American Ballet στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης στις 27 Απριλίου 1937 με τον συνθέτη στο πόντιουμ. Η ευρωπαϊκή πρεμιέρα δόθηκε μερικούς μήνες αργότερα στην Στάατσοπερ της Δρέσδης (13 Οκτωβρίου). Ο Στραβίνσκι δέχθηκε μια παραγγελία για ένα μουσικό έργο με θέμα κάποιο χαρτοπαίγνιο τον Νοέμβριο του 1935, αλλά δεν είχε εξαρχής υπόψη του κάποιο συγκεκριμένο παιχνίδι. Κατέληξε στο πόκερ τον Αύγουστο του 1936 και δημιούργησε ένα μπαλέτο που μιλά για τα παιχνίδια εξουσίας. Πρωταγωνιστής είναι ο Μπαλαντέρ, ένας δόλιος χαρακτήρας που νομίζει ότι είναι ανίκητος, αφού μπορεί σαν χαμαιλέων να μεταμορφώνεται σε όποιο τραπουλόχαρτο θέλει. Στο έργο συμπεριλαμβάνονται επίσης ντάμες, άσοι και χαρτοπαίκτες.
Το µπαλέτο Το πουλί της φωτιάς υπήρξε η πρώτη παραγγελία που έλαβε ο Ίγκορ Στραβίνσκι, όταν ήταν ακόμη άγνωστος ως συνθέτης, από τον Ντιαγκίλεφ για τα Ρωσικά Μπαλέτα του. Συνολικά το μπαλέτο έχει 19 μέρη, από τα οποία ο Στραβίνσκι ενοργάνωσε τρεις σουίτες για καθαρά συναυλιακή χρήση (1911, 1919 και 1945), δημοφιλέστερη εκ των οποίων είναι η δεύτερη. Η πρεµιέρα πραγµατοποιήθηκε στις 25 Ιουνίου 1910 στο Παρίσι υπό τη διεύθυνση του Γκαµπριέλ Πιερνέ, και η µεγάλη επιτυχία της σήµανε την αφετηρία της διεθνούς σταδιοδροµίας του Στραβίνσκι καθώς και την αρχή της γόνιµης συνεργασίας του µε τα Ρωσικά Μπαλέτα και τον Ντιαγκίλεφ. Το Πουλί της φωτιάς βασίζεται σε γνωστό ρωσικό λαϊκό παραµύθι που αναφέρεται στη µάχη ανάµεσα στο καλό και το κακό και έχει ως κεντρικούς ήρωες τον Ιβάν, τον Αθάνατο Κατσέι, την πανέμορφη κόρη του Τσάρου και ένα υπέροχο πουλί με χρυσά φτερά.
Οι συντελεστές
Η Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης ιδρύθηκε το 1983 από τον Ιβάν Φίσερ και τον Ζόλταν Κότσις. Συγκαταλέγεται στις δέκα καλύτερες ορχήστρες στον κόσμο και έχει κερδίσει την αγάπη κοινού και κριτικών χάρη στις συναρπαστικές ερμηνείες της. Ο μουσικός διευθυντής της, Ιβάν Φίσερ, συντονίζει την καλλιτεχνική πορεία της επί τριάντα χρόνια. Το Σύνολο έχει συστήσει στο ουγγρικό κοινό διακεκριμένους καλλιτέχνες της παγκόσμιας μουσικής σκηνής: Γκέοργκ Σόλτι (πρώτος προσκεκλημένος μαέστρος της Ορχήστρας ως το θάνατό του), Γεχούντι Μενουχίν, Πινχάς Τσούκερμαν, Γκίντον Κρέμερ, Ράντου Λούπου, Σάντορ Βεγκ, Άντρας Σιφ και Ρίτσαρντ Γκουντ. Παράλληλα, ο Ιβάν Φίσερ προσκαλεί νέα διεθνή ταλέντα, μουσικούς και τραγουδιστές, στις συναυλίες εντός Ουγγαρίας.
Η Ορχήστρα δίνει τακτικά συναυλίες σε φημισμένες αίθουσες συναυλιών: Κάρνεγκι Χολ και Λίνκολν Σέντερ της Νέα Υόρκης, Μουζίκφεραϊν της Βιέννης, Κονσέρτχεμπαου του Άμστερνταμ, Ρόγιαλ Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου κ.ά. Συμμετέχει σε διεθνή φεστιβάλ, όπως του Εδιμβούργου, του Ζάλτσμπουργκ, Mostly Mozart της Νέας Υόρκης κ.ά.
Σε συνεργασία με το Μέγαρο Τεχνών της Βουδαπέστης, η Ορχήστρα οργανώνει το Φεστιβάλ Bridging Europe, που παρουσιάζει κάθε χρόνο τον μουσικό πολιτισμό ενός ευρωπαϊκού κράτους. Με τον ίδιο φορέα η Ορχήστρα οργανώνει τους περίφημους Μουσικούς Μαραθώνιους, ολοήμερα αφιερώματα στο έργο ενός συνθέτη, καθώς και παραγωγές όπερας υπό τον Ιβάν Φίσερ (Ντον Τζοβάννι, Οι γάμοι του Φίγκαρο, Ο μαγικός αυλός).
Το 2014 και το 2015 η Ορχήστρα συμμετείχε αφιλοκερδώς στο πρόγραμμα «Εβδομάδες για την Κοινότητα» με συναυλίες στα Παιδικά Χωριά SOS, σε νοσοκομεία, εκκλησίες και συναγωγές. Το περασμένο καλοκαίρι συμμετείχε στον Χορό σε Ανοιχτό Χώρο, μια μουσικοχορευτική εκδήλωση στην Πλατεία Ηρώων της Βουδαπέστης όπου πήραν μέρος 200 νέοι και νέες από μη προνομιούχες οικογένειες. Η Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης δραστηριοποιείται εξίσου σε προγράμματα για παιδιά και νέους («Κοντσέρτα με κακάο» και «Διάλεξε εσύ το όργανο» για παιδιά Δημοτικού· διαγωνισμοί μουσικών ταινιών για μαθητές γυμνασίου-λυκείου· κύκλος μεταμεσονύκτιων συναυλιών για νέους και φοιτητές).
Το 2008 κορυφαίοι μουσικοκριτικοί την κατέταξαν ένατη καλύτερη ορχήστρα στον κόσμο, πάνω από τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης και τη Συμφωνική της Βοστόνης. Το 2013, η παραγωγή Οι γάμοι του Φίγκαρο ψηφίστηκε η καλύτερη της χρονιάς από το New York Magazine («Καλύτερες παραγωγές κλασικής μουσικής στη Νέα Υόρκη»). Έχει βραβευτεί δύο φορές με Gramophone και προτάθηκε για Grammy 2013 για την ερμηνεία της στην Πρώτη Συμφωνία του Μάλερ. Το 2014 ηχογράφησε την Πέμπτη του Μάλερ, μια δισκογραφική κατάθεση που επαινέθηκε και βραβεύτηκε από τη διεθνή κριτική.
Ο Ιβάν Φίσερ είναι ιδρυτής και μουσικός διευθυντής της Ορχήστρας του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης, μουσικός διευθυντής του Κοντσέρτχαους του Βερολίνου και βασικός μαέστρος της Ορχήστρας του. Είναι επίσης αναγνωρισμένος συνθέτης, και πολλά έργα του έχουν παρουσιαστεί στις ΗΠΑ, την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Γερμανία και την Αυστρία. Τέλος, είναι ιδιαίτερα επιτυχημένος μουσικός διευθυντής όπερας.
Η τριακονταετής συνεργασία του με την Ορχήστρα θεωρείται από τις πιο δημιουργικές στο χώρο της κλασικής μουσικής. Μέσα από εκτενείς περιοδείες και τη σειρά βραβευμένων ηχογραφήσεών του για την Philips Classics και την Channel Classics, ο Φίσερ έχει καθιερωθεί ως ένας από τους πιο εμπνευσμένους μαέστρους παγκοσμίως.
Ως προσκεκλημένος μαέστρος έχει συνεργαστεί με τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου. Έχει διευθύνει τη Φιλαρμονική του Βερολίνου πάνω από δέκα φορές, ενώ κάθε χρόνο διευθύνει για δύο εβδομάδες τη Βασιλική Ορχήστρα Κονσέρτχεμπαου του Άμστερνταμ. Συνεργάζεται με κορυφαία σύνολα των ΗΠΑ, όπως η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης και η Ορχήστρα του Κλήβελαντ. Έχει διατελέσει μουσικός διευθυντής της Όπερας της Κομητείας του Κεντ και της Όπερας της Λυόν, βασικός μαέστρος της Εθνικής Συμφωνικής της Ουάσινγκτον, ενώ οι πολυάριθμες ηχογραφήσεις του έχουν αποσπάσει διεθνείς διακρίσεις.
Ο Ιβάν Φίσερ σπούδασε πιάνο, βιολί, τσέλο και σύνθεση στη Βουδαπέστη, και συνέχισε τις σπουδές του στη Βιέννη στην τάξη διεύθυνσης ορχήστρας του Χανς Σβαρόφσκι.
Είναι ιδρυτής του Ουγγρικού Συλλόγου Μάλερ και προστάτης της Βρετανικής Ακαδημίας Κοντάι. Έχει λάβει χρυσό μετάλλιο από τον Πρόεδρο της Ουγγρικής Δημοκρατίας και το βραβείο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για τη συνεισφορά του στην προώθηση των διαπολιτισμικών σχέσεων (Crystal Award).
Έχει επίσης τιμηθεί από το Γαλλικό Υπουργείο Πολιτισμού με τον τίτλο του Ιππότη του Τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων. Το 2006 πήρε το βραβείο Κόσουτ, τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική διάκριση της Ουγγαρίας. Το 2011, του απενεμήθησαν τo βραβείο της Βασιλικής Φιλαρμονικής του Λονδίνου, το Primissima Prize (Ουγγαρία) και το βραβείο De Ovatie (Ολλανδία). Το 2013 έγινε επίτιμο μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής του Λονδίνου.
Δημήτρης Σγούρος
Όταν ο Άρθουρ Ρουμπινστάιν, από τους μεγαλύτερους πιανίστες του 20ού αιώνα, είδε τον νεαρό τότε Δ. Σγούρο να παίζει πιάνο, σχολίασε: «Ευχαριστώ τον Θεό που με κράτησε ζωντανό για να τον ακούσω με τα ίδια μου τα αυτιά. Είναι ο καλύτερος πιανίστας που έχω ακούσει ποτέ, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου».
Ο Σγούρος έχει γοητεύσει χιλιάδες θεατές, στις πιο φημισμένες αίθουσες του κόσμου (Κάρνεγκι Royal Festival Hall, St. James’s Palace, Αίθουσα της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, κ.ά.) συμπράττοντας σχεδόν με όλες τις μεγάλες ορχήστρες του κόσμου (Ορχήστρα του BBC, Φιλαρμονική της Οξφόρδης, Ορχήστρα της Αγίας Καικιλίας στη Ρώμη, Συμφωνική της Βιέννης, κ.λπ.).
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Άρχισε τη μουσική του καριέρα σε ηλικία 8 ετών στο Ωδείο Αθηνών. Συνέχισε σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ και αργότερα στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου, από όπου αποφοίτησε με βαθμό 98/100, τον υψηλότερο που έχει δοθεί ποτέ σε φοιτητή του Ιδρύματος. Δώδεκα ετών έκανε την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στο Κάρνεγκι Χολ με τη Συμφωνική της Ουάσιγκτον, υπό τον Μστισλάβ Ροστρoπόβιτς, ερμηνεύοντας το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3 του Ραχμάνινοφ.
Έχει ηχογραφήσει 10 προσωπικές συλλογές με έργα Σούμαν, Μπραμς, Μπετόβεν, Σοπέν, Λιστ και Μότσαρτ και πολλά άλλα, μεταξύ των οποίων το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3 του Ραχμάνινοφ με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου, τη Φαντασία και το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1 του Τσαϊκόφσκι, καθώς και το Κοντσέρτο αρ. 2 του Λιστ με τη Φιλαρμονική του Λονδίνου.
Έχει λάβει πολλές διακρίσεις, μεταξύ άλλων το Διεθνές Βραβείο «Λεονάρντο ντα Βίντσι» και το «Μέλβιν Τζόουνς», ενώ φεστιβάλ πιάνου στη Λουμπλιάνα, στο Αμβούργο και στη Σιγκαπούρη φέρουν το όνομά του.
Τον Σεπτέμβριο του 1997 έλαβε μέρος στους εορτασμούς για την 850ή επέτειο από την ίδρυση της Μόσχας, με το Τρίτο Κοντσέρτο του Ραχμάνινοφ στη Μεγάλη Αίθουσα του Ωδείου της πόλης. Το 1998 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Ρουμανία, στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας και στη ρουμανική τηλεόραση. Τον Μάρτιο του 1999 πραγματοποίησε την πρώτη του περιοδεία στη Νότια Αφρική, δίνοντας ρεσιτάλ και συμπράττοντας με τη Συμφωνική του Γιοχάνεσμπουργκ. Τον Ιούνιο του 2000 έλαβε μέρος στην τελετή εγκαινίων του Bilkent Odeon Theatre της Άγκυρας με τη Συμφωνική του Μπιλκέντ υπό τον Γκυρέρ Αϋκάλ, ερμηνεύοντας το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3 του Ραχμάνινοφ.
Παράλληλα με τις συναυλίες, έχει δώσει διαλέξεις σε πανεπιστήμια της Αθήνας, του Τόκιο, της Άγκυρας και σε άλλα διεθνή εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Θεωρείται από τους πλέον καταξιωμένους πιανίστες της σύγχρονης εποχής. Οι επιρροές του προέρχονται κυρίως από το έργο και την προσωπικότητα του Λιστ και του Χόροβιτς.
Ο βιολονίστας Τόμας Τσέτμαϊρ είναι από τους πιο πολυτάλαντους καλλιτέχνες της γενιάς του. Συνδυάζει με μοναδικό τρόπο τα πολλά και ποικίλα μουσικά του ενδιαφέροντα: διεθνώς αναγνωρισμένος σολίστ στο βιολί, μέλος σε σύνολα μουσικής δωματίου και διευθυντής ορχήστρας.
Είναι καλλιτεχνικός συνεργάτης της Ορχήστρας Δωματίου του Αγίου Παύλου στις ΗΠΑ και από την περίοδο 2016-2017 βασικός αρχιμουσικός στην Ανώτατη Μουσική Σχολή του Βίντερτουρ (Ελβετία). Από το 2002 έως το 2014 υπήρξε βασικός αρχιμουσικός της Royal Northern Sinfonia, την οποία ανέδειξε σε κορυφαίο αγγλικό σύνολο και, πλέον, είναι επίτιμος μουσικός διευθυντής της. Υπό τον Τσέετμαϊρ, το Σύνολο ηχογράφησε τα έργα: Κοντσέρτο για βιολί του Μπραμς, Τέταρτη συμφωνία του Σούμαν, Συμφωνία αρ. 3 και Συμφωνία αρ. 6 του Σιμπέλιους, Κοντσέρτο για βιολί σε ρε μείζονα του Στραβίνσκι, Συμφωνία αρ. 6 και Συμφωνία αρ. 9 του Σούμπερτ, Συμφωνία αρ. 1 και Συμφωνία αρ. 2 του Χανς Γκαλ.
Πρόσφατες ηχογραφήσεις του Τσέετμαϊρ περιλαμβάνουν την Πρώτη και την Πέμπτη Συμφωνία του Μέντελσον με το Σύνολο της Μουσικής Σχολής του Βίντερτουρ (MDG), καθώς δύο άλμπουμ με έργα γάλλων συνθετών με την Ορχήστρα Δωματίου του Παρισιού (Naïve).
Έχει ηχογραφήσει τα σπουδαιότερα έργα για βιολί κερδίζοντας πολλά διεθνή βραβεία. Μεταξύ άλλων, το Κοντσέρτο για βιολί του Μπ. Α. Τσίμμερμαν με τη Συμφωνική της Ραδιοφωνίας της Δυτικής Γερμανίας υπό τον Χάιντς Χόλλιγκερ (Diapason d’Or 2009), τα Είκοσι τέσσερα καπρίτσια του Παγκανίνι (Βραβείο της Ένωσης Γερμανών Μουσικοκριτικών 2009, Midem Classic 2010), το Κοντσέρτο για βιολί του Έλγκαρ με την ορχήστρα Χαλλέ του Μάντσεστερ υπό τον Σερ Μαρκ Έλντερ (Gramophone 2010) και τα Κοντσέρτα για βιολί του Μότσαρτ με την Ορχήστρα του 18ου αιώνα υπό τον Φραντς Μπρύγκεν. Τον Μάρτιο του 2011 κυκλοφόρησε από την ECM ο δίσκος Μαντώ και Μαδριγάλια όπου ο Τόμας Τσέετμαϊρ στο βιολί και η Ρουθ Κίλλιους στη βιόλα ερμηνεύουν σύγχρονο ρεπερτόριο.
Περιζήτητος σολίστ και μαέστρος, είναι ιδρυτικό μέλος του Κουαρτέτου Τσέετμαϊρ, που το 2014 κέρδισε το βραβείο «Πάουλ Χίντεμιτ» της πόλης Χανάου, για την προσφορά του στα μουσικά δρώμενα.
Ο Τόμας Τσέετμαϊρ έχει κερδίσει, μεταξύ άλλων, το Βραβείο της Ένωσης Γερμανών Μουσικοκριτικών και το Βραβείο «Καρλ Μπαιμ» από το ομόσπονδο κρατίδιο της Στυρίας. Είναι επίτιμος διδάκτορας του Μουσικού Πανεπιστημίου Φ. Λιστ στη Βαϊμάρη και του Πανεπιστημίου του Νιούκαστλ.