Ο ίδιος ο ποιητής λέει ότι από τον Όμηρο και το Δημοτικό τραγούδι έως τις μέρες μας η ποίηση είναι κάτι που μας αφορά όλους και πως «η ποίηση λειτουργεί και παρηγορητικά και θεραπευτικά, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και επαναστατικά».
Αυτό συμβαίνει και με τα δικά του ποιήματα. Τα είκοσι τέσσερα ποιήματα της συγκεκριμένης συλλογής του Τριαντάφυλλου Η. Κωτόπουλου συνιστούν ένα βαθιά εσωτερικό και πολυσχιδές έργο, όπου η γλώσσα μετασχηματίζεται σε όχημα νοσταλγίας, υπαρξιακής αναζήτησης και κοινωνικής εγρήγορσης.
Τα θέματά στα οποία εμβαθύνει εκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα του ανθρώπινου βίου—από τη φύση, τον πολιτισμό, τις αγαπημένες πόλεις έως το ακαδημαϊκό περιβάλλον, την οικογένεια και τις φιλίες—η ποίηση γίνεται ένα πεδίο καταγραφής εμπειριών, μια κιβωτός συναισθημάτων, ανθρώπων και τοπίων, πόλεων αλλά και διαψεύσεων, απωλειών, αποφάσεων.
Εν αρχή ην ο δρόμος ο γεμάτος σκέψεις πρόσωπα βουβά και τηλέφωνα που θα απαντήσεις μετά τα τούνελ, γράφει στο ομώνυμο με τη συλλογή ποίημα, εκκινώντας έναν ποιητικό μονόλογο που διαπνέεται από υπαρξιακή ρευστότητα, καθώς το «εν αρχή» δεν παραπέμπει απλώς σε ένα σημείο εκκίνησης, αλλά σε μια διαρκή επιστροφή, μια περιπλάνηση στον χρόνο και στη μνήμη. Και συνεχίζει με τη θάλασσα, τη γεμάτη σύννεφα γκρι αρζάν για να περάσει στο σπίτι από το οποίο εκπορεύονται οι ρίζες του και σε αυτό επιστρέφει και τον έρωτα. Εν αρχή ην ο έρωτας/ ο γεμάτος απρόοπτα/, μηνύματα αναπάντητα και σχέδια μισοτελειωμένα που κάνεις στα ταξίδια, νοτιανατολικά της ποίησης δημιουργώντας ένα εσωτερικό τοπίο ψυχικής διαδρομής στη ζωή. Ο έρωτας εδώ δεν είναι ειδυλλιακός αλλά γεμάτος απρόοπτα, ένα τοπίο ασύμμετρο, ασταθές, όπου η επιθυμία συναντά την αβεβαιότητα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η γλωσσική αισθητική του Κωτόπουλου λειτουργεί υπαινικτικά αφήνοντας τα νοήματα να πάλλονται κάτω από την επιφάνεια. Η γλώσσα του είναι ελλειπτική αλλά φορτισμένη, καθώς κάθε λέξη αποκτά πολλαπλές σημασιολογικές διαστρωματώσεις. Ο ποιητής επιλέγει με προσοχή τις εκφραστικές του δομές, αποφεύγοντας τον στόμφο και τον εκβιασμό του συναισθήματος, επιτυγχάνοντας μια ατμόσφαιρα υπαινικτικού βάθους. Η ποιητική λειτουργία εδώ δεν είναι απλώς αισθητική, αλλά βιωματική και γνωσιολογική: η ποίηση δεν είναι απλώς ένας τρόπος να ειπωθούν πράγματα, αλλά ένας τρόπος να κατανοηθούν.
Ο Κωτόπουλος πλάθει εικόνες σχεδόν ιμπρεσιονιστικές: βουβά πρόσωπα, γκρίζα αρζάν σύννεφα, τηλεφωνήματα που αναβάλλονται, μισοτελειωμένα σχέδια. Το ταξίδι γίνεται ο κεντρικός άξονας της εμπειρίας, όχι ως απλή μετακίνηση, αλλά ως ενδοσκοπική διαδικασία, μια ατέρμονη πορεία όπου η κατανόηση έρχεται μόνο μετά, στην επιστροφή, στη στιγμή της αναπόλησης και η αναπόληση μετατρέπεται σε ένα βαθύ στοχασμό για τον χρόνο, τη μνήμη και το ανεκπλήρωτο.
Η κοινωνική ευαισθησία του ποιητή είναι διάχυτη σε όλη τη συλλογή. Ατίμητος ο ουρανός και ο χρόνος εμφανίζεται ορφανός, απογυμνωμένος από μύθους και διακείμενα, σαν να έχει αποκοπεί από τη μεγάλη αφήγηση της ιστορίας. Οι ατομικές εμπειρίες και οι συλλογικές δοκιμασίες, δημιουργούν ένα σημείο μηδέν, από όπου αναδύεται η σκληρότητα του τραύματος που σχίζει τον ύπνο της νιότης.
Σε όλα του τα ποιήματα ο Κωτόπουλος δεν αφηγείται απλώς, αλλά εξομολογείται. Τα ποιήματά του έχουν έναν εξομολογητικό τόνο, ενίοτε καταγγελτικό και διακατέχονται από μια υπαρξιακή στοχαστικότητα, καθώς αποκαλύπτει συγκρουσιακές ή ανειλικρινείς σχέσεις των ανθρώπων που με ευθύτητα τις καταδεικνύει, όπως συμβαίνει στο ποίημα με τον τίτλο Οι ευχαριστίες. Άλλωστε ο αφανισμός πάντα χρειάζεται οδηγό ή πιλότο γράφει ο ποιητής και παίρνει στα χέρια του τη μοίρα του ανθρώπου ψάχνοντας να βρει τρόπους για να σώσει το βιβλίο της ζωής μέσα από μια θάλασσα λέξεων.
Ο ποιητής χαρακτηρίζεται από μια έντονη συναισθηματική φόρτιση, που άλλοτε εκφράζεται ως νοσταλγία και άλλοτε ως υπαρξιακή αγωνία, πάντα διατυπώνεται, ωστόσο, με τρυφερότητα. Η ποίησή του μοιάζει να κινείται ανάμεσα σε δύο αντίρροπες δυνάμεις: από τη μία, η προσήλωση στην προσωπική μνήμη, που λειτουργεί ως φορέας της ενδόμυχης συγκίνησης, και από την άλλη, μια ανοιχτή συνομιλία με την ιστορία, την κοινωνία και το διαρκώς μεταβαλλόμενο παρόν. Προεκτείνει την προσωπική εμπειρία σε οικουμενικό βίωμα, αναδεικνύοντας τον άνθρωπο ως ένα ον που ισορροπεί διαρκώς μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, της απώλειας και της ελπίδας αλλά και μεταξύ της αγάπης και του έρωτα, του πάθους και της ευαισθησίας.
Η νοσταλγία γίνεται η διαρκής απόπειρα συμφιλίωσης με το παρελθόν. Οι φίλοι που απομακρύνονται, οι πόλεις που μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη, οι στιγμές που αποκτούν βαρύτητα όταν πλέον έχουν χαθεί—όλα αυτά συνθέτουν ένα παλίμψηστο εμπειριών, όπου η ποίηση γίνεται ο μοναδικός τρόπος αναμέτρησης με τον χρόνο. Η μοναδική, διακριτή οδός προς τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια. Αναπολεί τα χρόνια που πέρασαν αλλά τουλάχιστον πέρασαν σωστά και υπερασπίζεται τις αποφάσεις που πήρε στη ζωή συνομιλώντας με τον εαυτό του, εκείνον τον προδομένο εαυτό που αφήνει πίσω του καθώς περνούν τα χρόνια. Άλλωστε, στο τελευταίο ποίημα της συλλογής σπεύδει να μας καταστήσει σαφές ότι πήγε εκεί που ήθελε και πως ο ίδιος ήταν πάντα, σε έναν ρωμαλέο απολογισμό ζωής που όμως δεν σταματά, αφού η πορεία συνεχίζεται.
Διαβάστε επίσης:
Τριαντάφυλλος Η. Κωτόττουλος: Κυκλοφορεί το βιβλίο «Νοτιοανατολικά της ποίησης»