Με οδηγό τον μύθο της Περσεφόνης και την επέκτασή του όχι μόνο στην αρχαιότητα αλλά και σε κάθε ιστορική περίοδο της ανθρωπότητας η συγγραφέας Δήμητρα Λουκά μας αφηγείται με συμβολισμούς και αλληγορίες τον ρόλο της Περσεφόνης, έναν ρόλο πολλές φορές αμφιλεγόμενο, σκληρό μα και ιδιαίτερα αινιγματικό. Ο αναγνώστης οφείλει από τη μεριά του και μελετώντας τα πολλά παραδείγματα να αναλύσει την ανθρώπινη φύση και να αντλήσει συμπεράσματα μέσα από τις πλείστες αλλαγές που βρίσκει στην Περσεφόνη και στο ρόλο της γυναίκας εν γένει. Μέσα από τις ιστορίες της Λουκά αυτό που αναδεικνύεται είναι η γυναίκα που πασχίζει να βρει τη θέση της σε μια ανδροκρατούμενη και πατριαρχική κοινωνία όπου η ίδια δυσκολεύεται να ξεχωρίσει ενώ ως άλλη Μήδεια οδηγείται και στη μητροκτονία ως ένα είδος αντίστασης και προβολής. Η Περσεφόνη είναι ένα πρόσωπο πολυσχιδές που παίρνει άλλες διαστάσεις μέσα από μια επεξεργασία που την καθιστά πιο προσιτή στο σήμερα.
«Έναν μύθο θα σας πω που τον μάθαμε παιδιά…» τραγουδά η Περσεφόνη
Είναι και αυτή της η επαφή με τον κάτω κόσμο που είναι σημαδιακή και σημείο αναφοράς για τον μύθο, είναι εκεί που οδηγείται έξι μήνες τον χρόνο μετά από διαταγή του Άδη που δέχτηκε να διαπραγματευτεί με τη Δήμητρα ώστε να βρίσκεται και έξι μήνες στον πάνω κόσμο. Είναι λοιπόν ένα πρόσωπο που συμβολίζει αυτή την κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, είναι η ίδια η εναλλαγή των εποχών με την καλοκαιρία να παίρνει την σκυτάλη από την κακοκαιρία. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για έναν από τους πιο ισχυρούς μύθους των ανθρώπων που σκέφτηκαν όλα αυτά για να κατευνάσουν τις ανησυχίες και τους φόβους τους. Η Δήμητρα Λουκά πηγαίνει ένα ή και πολλά βήματα παραπέρα τον μύθο αυτό προσφέροντάς μας σκηνές και από άλλους πολιτισμούς και μέρη του κόσμου αναδεικνύοντας το γεγονός πως πρόκειται για έναν μύθο οικουμενικό και διαχρονικό.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πολλούς λόγους να ανατρέξουν στην άνωθεν εξήγηση των όσων τους συνέβαιναν και έτσι έπλασαν τους θεούς, τους ημίθεους και όλες τις ιστορίες των μύθων, ιστοριών δηλαδή που οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να αφηγούνται για να εξηγούν τα πολλές φορές ανεξήγητα και δυσερμήνευτα. Η ελληνική μυθολογία είναι “προϊόν” δύο βασικών λόγων που αξίζει να αναφερθούν. Ο πρώτος λόγος είναι πως οι αρχαίοι Έλληνες, όντας ένας λαός με πληθώρα εμπορικών συναλλαγών στην ευρύτερη περιοχή και πάντα ανοιχτοί και φιλικοί σε φροντίδα των ξένων επισκεπτών που έρχονταν σε διάφορες ελληνικές πόλεις ήρθαν σε επαφή με πολλούς λαούς κυρίως στην Μεσόγειο, την θάλασσα μας όπως συνηθίζει να λέγεται. Αφενός λοιπόν επηρεασμένοι από τα ταξίδια τους ίσως να γνώρισαν την πανίσχυρη μυθολογία των αρχαίων Αιγυπτίων και να άντλησαν από εκεί στοιχεία για το “χτίσιμο” ενός δικού τους μυθικού κόσμου όπως εμείς τον γνωρίζουμε σήμερα μέσα από τα βιβλία και θαμπωνόμαστε από την ομορφιά του.
Ο δεύτερος λόγος ενδεχομένως να είναι το γεγονός πως οι ίδιοι αντιμετώπιζαν καθημερινά χίλια δύο προβλήματα, αναζητούσαν απαντήσεις σε καίριες ερωτήσεις της ζωής τους, σε φαινόμενα που οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση να αποκρυπτογραφήσουν. Είναι η γη επίπεδη ή όχι; Είναι ο κόσμος αυτός που ξέρουμε ή υπάρχει και κάτι πέρα από αυτό που βλέπουμε γύρω μας; Γιατί η γη φέτος δεν έδωσε τους καρπούς που έδωσε τον προηγούμενο χρόνο; Σε τι οφείλεται η καταστροφή συνέπεια μιας καταιγίδας ισχυρής και πως μπορούμε να φυλαχτούμε; Αυτά τα απλά αλλά και πιο περίπλοκα ερωτήματα απασχολούσαν κάθε άνθρωπο ανάλογα με την τάξη του και βέβαια τους φιλοσόφους. Οι απλοί άνθρωποι κυρίως είναι αυτοί που δεν είχαν την επιστημοσύνη και άρα την ικανότητα για αναλύσεις οπότε χρειάζονταν μία ανώτερη δύναμη για να μπορέσουν να ρίξουν φως σε συμβάντα. Δεήσεις, θυσίες, τελετές, χρησμοί και άλλες εκφάνσεις λατρείας όπως η προσφυγή στα περίφημα μαντεία ήταν τα δικά τους μέσα με τα οποία απευθύνονταν στις θεότητες και ζητούσαν μία ανταπόκριση σε φόβους και ανησυχίες.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το ερώτημα βέβαια που εύλογα τίθεται είναι το εξής: έχει η ελληνική μυθολογία ερείσματα στη σημερινή εποχή; Είναι οι ιστορίες αυτές ικανές ακόμα και σήμερα να μας διδάξουν και να μας αλλάξουν τον τρόπο σκέψης μας; Την απάντηση την δίνει ο πρώην Υπουργός Παιδείας της Γαλλίας και διανοούμενος Luc Ferry στο βιβλίο του “Μαθαίνοντας να ζούμε” όπου ξεδιπλώνει όλη την σοφία που κρύβουν οι μύθοι και μας προσφέρει τη δυνατότητα να ανατρέξουμε σε αυτούς και να διδαχτούμε αλλάζοντας το νόημα της ζωής μας. Εξάλλου, μη λησμονούμε πως η φιλοσοφία που γεννήθηκε στον ελλαδικό χώρο είναι αποτέλεσμα μελέτης και βαθιάς κατανόησης των μύθων αυτών, οι οποίοι παραμένουν συμπερασματικά διαχρονικοί και πλούσιοι σε μαθήματα για την ευζωία και την ευδαιμονία.
«Οι γυναίκες καίνε όλη τη νύχτα στα σπίτια τους λυχνάρια, κάνουν βαθιές γονυκλισίες και ευχαριστούν τον Θεό που τους έστειλε τον θαυματουργό επίσκοπο να προστατέψει το βιός και τα παιδιά τους, να γεμίσει με σιτάρι τ’αμπάρια τους για τον χειμώνα και με κρύο νερό τις κανάτες τους στο οικογενειακό τραπέζι». Τα ερείσματα του μύθου στο σήμερα καταθέτει η Λουκά στις ιστορίες αυτές που είναι ζωντανές και παλλόμενες. Όλες οι ιστορίες είναι γραμμένες με ένα αφηγηματικό ύφος που υμνεί την ελληνική γλώσσα, ακουμπά παλαιότερες εποχές της πλούσιας διηγηματικής πλευράς της ελληνικής λογοτεχνίας και καθιστά την ανάγνωση απολαυστική και μεθυστική καθώς μαγευόμαστε από τις παραλλαγές του μύθου και ταξιδεύουμε σε διάφορα μήκη και πλάτη της οικουμένης.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Περσεφόνη στο στόμα του λύκου»
«Ο άγιος, χωρίς να έχει συναίσθηση της θρησκευτικής αλληγορίας του μύθου στον οποίο είχε εμπλακεί, συνέχισε να υπηρετεί με αυταπάρνηση τον Κύριό του: γλίτωνε όμορφα κορίτσια από τα φονικά δόντια των δρακόντων, επιδεικνύοντας σε όλη την τότε χριστιανοσύνη την ίδια γενναιότητα όπως και την εποχή που υπηρετούσε στο στράτευμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα»
Διαβάστε επίσης:
Δήμητρα Λουκά – Η Περσεφόνη στο στόμα του λύκου: Διηγήματα από τις Εκδόσεις Κίχλη