Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό έργο το οποίο αποτυπώνει τις εντάσεις μιας ταραγμένης εποχής, κατά την οποία συντελέστηκε η εδαφική εξάπλωση της Ελλάδας.
Η Πριγκίπισσα της Σάσσωνος (ή Σασσών, όπως αναγράφεται στα προγράμματα και τον τύπο της εποχής) παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Δημοτικό Θέατρο στις 21 Ιανουαρίου 1915 και για πρώτη φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή για 39 παραστάσεις στο Θέατρο Παρκ της λεωφόρου Αλεξάνδρας, στις 12 Ιουλίου 1957.
Στην παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο τους βασικούς ρόλους ερμήνευσαν οι Μελπομένη Κολυβά, Έλσα Ένκελ, Ολυμπία Δαμάσκου, Μιχάλης Βλαχόπουλος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γεώργιος Καμβύσης, Τάκης Χατζηχρήστος. Ο γυναικείος σύλλογος Πρόοδος υπό την αιγίδα και χορηγία της πριγκίπισσας Αλίκης προετοίμασε τα κοστούμια, ενώ τα σκηνικά σχεδίασε ο σπουδαίος σκηνογράφος Πάνος Αραβαντινός. Την ορχήστρα διηύθυνε ο ίδιος ο συνθέτης. Όπως αναφέρει ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος (σε άρθρο που δημοσιεύθηκε πριν από την πρεμιέρα), ο οποίος μαζί με τον Νικόλαο Λάσκαρη έγραψε το ποιητικό κείμενο της οπερέτας:
Ο Σαμάρας έψαχνε για ένα νησί στο οποίο να συγκεντρώσει όλα τα κοινωνικά και πολιτειακά γελοία μιας χώρας. Η ιδέα ήταν ωραία και καλλιεργήσιμη. Σκεφτήκαμε λοιπόν και οι τρεις. Γιατί το νησί αυτό να βρίσκεται στην… Πολυνησία και να μην είναι η Σάσσων η οποία είχε την ατυχία να αποτελέσει και αυτεπαγγέλτως, ως εκ των διπλωματικών περιπετειών της, θέμα οπερέτας;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στην υπόθεση του έργου, η πριγκίπισσα Ντόλλυ, μια ιδιόρρυθμη πάμπλουτη Αμερικανίδα, έχει μετατρέψει το νησί Σάσσων σε επίγειο παράδεισο. Ωστόσο, το μυαλό της βρίσκεται μονίμως σε ερωτικές υποθέσεις, οδηγώντας έτσι τους κατοίκους σε εκδηλώσεις μεγάλης δυσαρέσκειας. Τι θα γίνει όμως όταν το νησί θα δεχθεί επίθεση από τη γειτονική χώρα; Η θεματολογία του έργου έδωσε την αφορμή στον συνθέτη να χρησιμοποιήσει ελληνικά μοτίβα, με αποτέλεσμα να έχουμε μια αρμονική συνύπαρξη του κοσμοπολίτικου στοιχείου (βαλς / τανγκό) με το εθνικό.
Στη σκηνική αναβίωση της Πριγκίπισσας της Σάσσωνος στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, τη μουσική διεύθυνση έχει αναλάβει ο αρχιμουσικός Μιχάλης Παπαπέτρου, ενώ τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Βίκτωρ Αρδίττης. Ο ίδιος σημειώνει: «Η ορχήστρα εδώ θα είναι πίσω κι οι τραγουδιστές-ηθοποιοί πραγματικά πολύ κοντά στους θεατές, εκτεθειμένοι στο σήμερα. Με εργαλεία τη δημιουργική ελαφρότητα και τον γόνιμο αναχρονισμό μπορούμε ίσως να πετύχουμε μια παράσταση για την Ελλάδα του τώρα (και όχι του χτες)».
Σκηνοθετικό σημείωμα
Η νήσος Σάσσων είναι μια κουκκίδα στον χάρτη στη δυτική άκρη των Βαλκανίων, στα στενά του Οτράντο, έξω από την Αλβανία. Άγριος τόπος, ορεινός, με μικρό πληθυσμό, παραχωρείται στα 1914 από την Ελλάδα στην Αλβανία με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων. Όπως συχνά σε όλη τη «βαλκανική σαλάτα» των συνόρων, που διαρκώς μεταβάλλονται, δεν είναι η πρώτη φορά που αλλάζει χέρια.
Σε αυτό το σκοτεινό ιστορικοπολιτικό υπόβαθρο στηρίζουν οι Νικόλαος Λάσκαρης και Σπύρος Σαμάρας την οπερέτα που παρουσιάζουν στα 1915. Μια πλούσια Αμερικάνα έχει αγοράσει το νησί κι έχει αναγορευτεί πριγκίπισσα της Σάσσωνος. Ονειρεύεται να ζει μες στο τραγούδι και τα βαλς. Η αυλή της είναι διεφθαρμένη, αλλά η ίδια φιλεύσπλαχνη προς τον «φτωχό» λαό. Δυο Έλληνες οπλαρχηγοί περνάνε από την απέναντι Ήπειρο για να ειδοποιήσουν πως οι Αλβανοί ετοιμάζουν επίθεση.
Η πριγκίπισσα, βέβαια, ερωτεύεται τον έναν, η ακόλουθός της τον άλλον, και οι Έλληνες αποκρούουν την επίθεση των Αλβανών! Μπορούμε ξανά εδώ για την παράσταση της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ να ονειρευτούμε ένα σύγχρονο και πλήρες «θέατρο με τραγουδιστές», όπου δίχως πόζα οι ήρωες θα μιλάνε τραγουδώντας, θα ερωτεύονται και θα στροβιλίζονται σε ξέφρενα βαλς κάτω από πολυελαίους, ενώ απέξω τα κανόνια βαράνε και ο Μεγάλος Μηχανισμός της Ιστορίας μπορεί να αγοράσει, να πουλήσει και να συντρίψει την ευτυχισμένη «νήσον των Φαιάκων».
Ξέρω λίγα για την οπερέτα, γι’ αυτόν τον αφρό ευχάριστων μελωδιών, που αφήνει μόνο στο βάθος να αχνοφανούν τα σκοτεινά, κρίσιμα θέματα. Ξέρω λίγα για τον Σπύρο Σαμάρα, τον κοσμοπολίτη που επιστρέφει κι εγκλωβίζεται στην Ελλάδα των Βαλκανικών και του Α ́ Παγκοσμίου, μετά από λαμπρή –λαμπρότατη!– καριέρα στην ιταλική βερίστικη όπερα. Τι κυνηγάει στην Αθήνα του 1910 αυτός ο αντάξιος ενός Πουτσίνι κι ενός Μασκάνι, γράφοντας μαζί με έναν άλλο λόγιο κωμωδιογράφο, τον Νικόλαο Λάσκαρη, μια αστραποβόλα οπερέτα; Το είδος είναι μακρινό αλλά πάντα λαοφιλές. Η ορχήστρα εδώ θα είναι πίσω κι οι τραγουδιστές-ηθοποιοί πραγματικά πολύ κοντά στους θεατές, εκτεθειμένοι στο σήμερα. Με εργαλεία τη δημιουργική ελαφρότητα και τον γόνιμο αναχρονισμό μπορούμε ίσως να πετύχουμε μια παράσταση για την Ελλάδα του τώρα (και όχι του χτες).
Σύνοψη
Σε ένα μικρό ξερονήσι που ονομάζεται Σάσσων, στην πλατεία του χωριού, έχουν μαζευτεί οι λιγοστοί κάτοικοί του για να γιορτάσουν τα πέντε χρόνια από την ημέρα που η πριγκίπισσα Ντόλλυ ανέλαβε τη διοίκηση του νησιού και το μετέβαλε σε ένα ιδιόρρυθμο πριγκιπάτο. Ωστόσο οι νησιώτες δεν φαίνονται να είναι και τόσο ευχαριστημένοι· το κουτσομπολιό οργιάζει και η ξένη κυριαρχία προκαλεί πολλές αντιρρήσεις και συζητήσεις.
Η πριγκίπισσα Ντόλλυ είναι μια παράξενη πλούσια Αμερικάνα που αγόρασε το νησί από τους Αλβανούς και ξοδεύει τα χρήματά της για να ικανοποιεί τα τρελά της γούστα, ενώ την κυβέρνησή της συνθέτει μια σπείρα καταχραστών που κολακεύουν τις αδυναμίες της για να οργιάζουν, εκμεταλλευόμενοι το νησί. Οι μεμψιμοιρίες αυτές φτάνουν στα αυτιά της πριγκίπισσας, η οποία στέλνει τον πρωθυπουργό, τον αυλάρχη και τη δεσποινίδα επί των τιμών να επιχειρήσουν μια έρευνα ως προς το τι σκέφτεται ο λαός για τη διοίκηση. Μεταμφιεσμένοι σε ξένους, εμφανίζονται στους νησιώτες και η συγκομιδή πληροφοριών αποδεικνύεται κάθε άλλο παρά κολακευτική. Ευτυχώς, όμως, η άφιξη της πριγκίπισσας, που μοιράζει λεφτά στον κάθε υπήκοό της και θεάματα πλούσια, μεταβάλλει τη διάθεση του λαού, που ενθουσιάζεται και υμνεί την ωραία και γοητευτική αρχόντισσα.
Μέσα στο πανηγύρι, δύο ξένοι Ηπειρώτες ξεχωρίζουν. Βρίσκονται εκεί γιατί ο ένας, ο Βάγγος, είναι ερωτευμένος με την πριγκίπισσα και θέλει να την προστατεύσει από την επικείμενη επίθεση που ετοιμάζουν οι Αλβανοί κατά του νησιού της. Σπεύδει να την προειδοποιήσει για τον κίνδυνο που καραδοκεί και, ίσως, να της εκφράσει και τον έρωτά του. Ακολουθεί μια σειρά κωμικοτραγικών επεισοδίων που κορυφώνονται σε ένα αίσιο τέλος, μακριά από εγκόσμιες μικρότητες.
Σπυρίδων-Φιλίσκος Σαμάρας
Ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της Επτανησιακής σχολής, ο Σπυρίδων-Φιλίσκος Σαμάρας γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 17 ή 29 Νοεμβρίου 1861. Μετά από μουσικές σπουδές στην Αθήνα, βρέθηκε στο Παρίσι, όπου μαθήτευσε πλάι στον Λεό Ντελίμπ, συνθέτη της όπερας Λακμέ. Σταδιοδρόμησε κυρίως στην Ιταλία, όπου παρουσιάστηκαν με μεγάλη επιτυχία όπερές του όπως Θαυμαστή Ανθώ (Μιλάνο 1886), Λιονέλλα (Μιλάνο 1891), Η μάρτυς (Νάπολη 1894), Η δαμασμένη μαινάδα (Μιλάνο 1895), Ιστορία αγάπης ή Η ξανθούλα (Μιλάνο 1903), Δεσποινίς ντε Μπελ-Ιλ (Γένοβα 1905). Το 1896 συνέθεσε τον Ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων Αρχαίο πνεύμ’ αθάνατον, που αργότερα ενσωματώθηκε στην όπερά του Ρέα (Φλωρεντία 1908) και το 1911 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου συνέθεσε τρεις οπερέτες: Πόλεμος εν πολέμω (1914), Η πριγκίπισσα της Σάσσωνος (1915), Η Kρητικοπούλα (1916). Πέθανε στις 25 Μαρτίου 1917.
Συντελεστές
Μουσική διεύθυνση: Μιχάλης Παπαπέτρου
Σκηνοθεσία: Βίκτωρ Αρδίττης
Σκηνικά: Αντώνης Δαγκλίδης
Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Κίνηση: Ίρις Νικολάου
Διεύθυνση χορωδίας: Σταύρος Μπερής
Διανομή
Ντόλλυ: Άννα Στυλιανάκη
Μπέττυ: Χρύσα Μαλιαμάνη
Καπετάν Βάγγος: Χρήστος Κεχρής
Πέτρος: Νίκος Κοτενίδης
Παρασκευάς: Γιάννης Φίλιας
Μις Σαμπούκω: Ελένη Μπαρκαγιάννη
Σινιόρ Σιροπέτη: Δημήτρης Σιγαλός
Δον Αλόντζο: Βαγγέλης Μανιάτης
Φον Κράπφεν: Νίκος Καραγκιαούρης
Με τη Συμφωνική Ορχήστρα και τη Χορωδία του Δήμου Αθηναίων