Το ταξίδι του Νταβίντ Ντιοπ στην αφηγηματική ποιότητα αποδεικνύεται εκ του παρόντος μυθιστορήματος καθώς η θητεία του στο λογοτεχνικό στερέωμα ποιότητας είναι πια βαθιά στερεωμένη. Ο Ντιοπ έχει αυτήν τη μοναδική δυνατότητα να διεισδύει στις κλίμακες της ιστορίας και να καταθέτει με ένα εντελώς προσωπικό ύφος το φάσμα της γνώσης που παντρεύεται με την μυθοπλασία. Το έπραξε και στο προηγούμενο βιβλίο με τίτλο Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα που κυκλοφορεί πάλι από τις εκδόσεις Πόλις, το πράττει με επιτυχία και εδώ. Πρόκειται για ένα βιβλίο που υμνεί την ιστορία και την επιστήμη, ένα βιβλίο που παραδίδει μαθήματα από το απώτερο παρελθόν γιατί μπορεί οι εποχές να αλλάζουν οι άνθρωποι όμως έχουν την τάση να διαπράττουν με μαθηματική ακρίβεια και ακόμα χειρότερα να επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη. Η ιστορία του Ντιοπ εκτυλίσσεται τον 18ο αιώνα στη Σενεγάλη, εκεί όπου χτυπά ο παλμός της αποικιοκρατίας και της ευρωπαϊκής υπεροχής, στην πραγματικότητα υπεροχή στην ασυδοσία και τη βιαιότητα θα έλεγε κανείς.
Ένας λαμπρός επιστήμονας μάρτυρας της πιο μνησίκακης ανθρώπινης πλευράς
Η αδηφάγος αποικιοκρατική πολιτική των παραδοσιακών μεγάλων δυνάμεων όπως για παράδειγμα, της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας ενδυνάμωσε την παρουσία των χωρών αυτών στο παγκόσμιο στερέωμα και εδραίωσε δίχως αμφιβολία την ηγεμονία τους ήδη από τότε που η Ευρώπη ανακάλυψε τις πηγές πλούτου της Αφρικής και της Ασίας, κατόπιν της Αμερικής. Ωστόσο, δημιούργησε παράλληλα και αναπόφευκτα μία πραγματικότητα που θύμιζε πυριτιδαποθήκη καθώς εγκαθιδρύθηκε ένα σύστημα ελέγχου και εκμετάλλευσης πνίγοντας κατακόρυφα κάθε ευκαιρία αυτοδιάθεσης λαών γηγενών που για αιώνες ζούσαν από τη γη τους. Η παρουσία των μεγάλων – μεγάλων ως προς το τελικά; – αυτών δυνάμεων σε χώρες όπως η Ινδία, η Ινδονησία, η Γαλλική Πολυνησία, η Χαβάη δεν έγινε ποτέ με τη σύμφωνη γνώμη του γηγενούς πληθυσμού.
Η στρατηγική των κυβερνώντων να επιβάλλουν με βία και αυταρχισμό τις πολιτικές τους, προκαλούσε αντιδράσεις από τους εξουσιαζόμενους λαούς, οι οποίοι απεχθάνονταν φυσικά την παρουσία τους και επιθυμούσαν το τέλος της καταπίεσης από τον ξένο ζυγό. Οι λογοτέχνες, άλλοτε και τώρα, δεν θα μπορούσαν να μην λάβουν το λόγο σε αυτή την αλλόκοτη και απαράδεκτη συγκυρία, καθώς έγιναν οι ίδιοι κοινωνοί των πολλαπλών αντιδράσεων των ανθρώπων και με τη γραφή τους ουσιαστικά επέκριναν με καυστικό τρόπο τις απαράδεκτες μεθόδους καταστρατήγησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της αλαζονείας της εξουσίας των συμπατριωτών τους. Ο Ντιοπ ανήκει σε εκείνους τους συγγραφείς που αγγίζουν το πρόβλημα, και λόγω καταγωγής, αναδεικνύουν αυτές τις πολιτικές αποικιοκρατίας άλλων εποχών και τις συνέπειές τους.
Ο Μισέλ Αντανσόν υπήρξε διάσημος και επιφανής Γάλλος βοτανολόγος και επιστήμονας, ένας οικολόγος πριν ακόμα την επίσημη πρώτη της έννοιας καθώς για τον αιώνα εκείνο το περιβάλλον ήταν μάλλον ένα πεδίο ανεξέλεγκτου κυνηγιού και εξόντωσης πλασμάτων, τουλάχιστον στην Ευρώπη κάτι που επεκτάθηκε και σε άλλες ηπείρους, παρά ένα αγαθό προς προστασία. Ο πρωταγωνιστής όμως του Ντιοπ μεταβαίνει στη Σενεγάλη για να μελετήσει και να ασκήσει τα επιστημονικά του καθήκοντα ως γνήσιος και αυθεντικός φυσιοδίφης που σέβεται, εκ των λίγων σαφώς. Ωστόσο, η παραμονή του εκεί θα σημαδευτεί από γεγονότα δραματικά, από τη διαπίστωση πως η ευρωπαϊκή λαίλαπα και επέλαση εκπολιτισμού ουσιαστικά σάρωνε και κατέτρωγε τον τοπικό πλούτο τόσο τον περιβαλλοντικό όσο και τον ανθρώπινο, επρόκειτο για διαφθορά και διάβρωση ηθών. Γιατί τα όσα είδε με τα μάτια του να συμβαίνουν στους γηγενείς τον στιγμάτισαν μια για πάντα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η σκληρότητα, η βαναυσότητα, η αγριότητα των αποικιοκρατών, Γάλλων στην προκειμένη περίπτωση, έναντι των αφρικανικών πληθυσμών και της Σενεγάλης είναι ένα κακό πείραμα και μια αθλιότητα που ο Αντανσόν προσπαθεί να ξεχάσει για τα καλά όταν τελειώνει την περιπέτειά του αυτή και επιστρέφει στο Παρίσι. Το δουλεμπόριο των σκλάβων, αυτή η επινόηση της ανθρώπινης φύσης τον πονά και γεύεται ο ίδιος τα όσα λαμβάνουν χώρα με τους συμπατριώτες του Γάλλους να αγοράζουν και να πουλούν ανθρώπους χειρότερα ακόμα και από ζώα. Όπως είναι φυσικό και επόμενο, ο ίδιος αποπροσανατολισμένος από όλα αυτά αδυνατεί να επικεντρωθεί και να συγκεντρωθεί στο επιστημονικό του έργο. Η γνωριμία του με ανθρώπους σαν την Μαράμ, την οποία ειρήσθω εν παρόδω ερωτεύεται αλλά άλλες οι βουλές του Κυρίου ημών, τον καθιστούν ευάλωτο για το δράμα που περνούν. Οι βιαιότητες τον οδηγούν σε αποστροφή για το πολιτιστικό κεκτημένο της Γαλλίας, ένα δυτικό πλεονέκτημα που εδώ καταβαραθρώνεται από την ανηθικότητα.
Βασανίζεται, πληγώνεται ψυχικά βλέποντας όλα αυτά τα έκτροπα να συμβαίνουν και εκείνος να μην μπορεί να επέμβει όπως θα επιθυμούσε για να σώσει ό,τι σώζεται, είναι ένας και οι άλλοι είναι πολλοί και αδηφάγοι. Το βιβλίο είναι ένα συνεχόμενο γράμμα του Αντανσόν στην κόρη του όπου της εκμυστηρεύεται ουσιαστικά τον βίο του, έναν βίο όχι εύκολο και γεμάτο χαρμολύπες, μια ζωή με αναμνήσεις πικρές από το μέτωπο της Σενεγάλης, μιας χώρας υπό κατοχή και καταπίεση, ασυγχώρητη και απάνθρωπη. Γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά απευθυνόμενος στην κόρη του όπου της καταθέτει σκέψεις και γεγονότα: “Η Μαράμ είχε επάνω μου πολύ μεγαλύτερη επίδραση από όση είχα φανταστεί. Και αν επέλεξα εσένα, πριν από τον επικείμενο θάνατό μου, Αγκλαέ, ως βουβό έμπιστο πρόσωπο, το έκανα για να γιατρέψω τις πληγές της ψυχής μου με λέξεις-γιατρικά”. Σαν εξομολόγηση και απολογία μοιάζει λοιπόν το μυθιστόρημα από έναν άνθρωπο διαφορετικό που όμως λίγα μπόρεσε να πράξει εκτός των επιστημονικών του ορίων.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
“Η νύχτα στη Σενεγάλη είναι ένα παράφωνο κονσέρτο από φωνές, γουργουρητά, κρωξίματα ζώων μικρών ή μεγάλων, που κυνηγούν ή τα κυνηγούν, και τελικά δεν τα ακούς γιατί τα συνηθίζεις”
“…αντί για ένα σύντομο ξετύλιγμα των αναμνήσεων μιας ολόκληρης ζωής τη στιγμή ακριβώς που τελειώνει, το μυαλό μου μού χάρισε το ονειρεμένο προσχέδιο μιας ζωής ευτυχισμένης, αλλά φανταστικής μαζί της. Μια σύντομη διαίσθηση για έντονες χαρές που δεν είχαν ακόμα γεννηθεί. Μια συμβίωση απαλλαγμένη από διαψεύσεις και πικρίες που ο κόσμος, έτσι όπως μισεί το διαφορετικό, θα τις είχε φορτώσει στην αγάπη μας. Η Μαράμ κι εγώ μόλις είχαμε διαβεί την πύλη ενός ταξιδιού χωρίς επιστροφή”