Στο άκουσμα του ονόματός της, το φιλοθεάμον κοινό συμφωνεί αμέσως τόσο για το ιδιαίτερο ταλέντο της, όσο και για την ενδιαφέρουσα προσωπικότητά της. Μετά την αποφοίτησή της από το Εθνικό, η παρουσία στο θέατρο είναι συνεχής και ουσιαστική. Η ίδια διακριτική και χαμηλών τόνων, εκπλήσσει κάθε φορά με ξεχωριστές καλλιτεχνικές κατακτήσεις, χωρίς να αφήνει την επιτυχία να την επηρεάζει. Λατρεύει τη μουσική, τα ταξίδια, καθώς και τη σκυλίτσα-μασκότ της, τη Φανή.
Αυτό το διάστημα βρίσκεται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής και υπό τη “μαγική” σκηνοθετική μπαγκέτα του Θέμελη Γλυνάτση, καλείται να ερμηνεύσει την «Σαλώμη», στο ομώνυμο κείμενο του Όσκαρ Γουάιλντ. Εμείς, συναντήσαμε τη Θεοδώρα Τζήμου, λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα και μιλήσαμε μαζί της για την παράσταση, τον απαιτητικό ρόλο που καλείται να ερμηνεύσει, ενώ αναφερθήκαμε στα δημιουργικά χρόνια της καριέρας της και σε σημαντικές συνεργασίες.
– Η Σαλώμη του Γουάιλντ είναι έργο τολμηρό, προκλητικό και παίζεται σπανίως στην Ελλάδα. Ποια είναι η δική σας οπτική πάνω στο κείμενο;
Θεοδώρα Τζήμου: Αρχικά, η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή. Η Σαλώμη είναι μία κοπέλα που δεν καταλαβαίνουμε αν μέσα στο παιχνίδι της, την ανεμελιά της ή από ανία, αφήνει πίσω τον Ηρώδη, βγαίνει σε ένα μπαλκόνι ειδικά εκείνη την νύχτα με την πανσέληνο, που είναι περίεργη για όλους, ακούει τον προφήτη και συγκλονίζεται. Στην συνέχεια βλέπουμε πως αφού του κάνει ερωτική εξομολόγηση και επαναλαμβάνω ότι δεν βλέπουμε καθαρά τις προθέσεις της, αν δηλαδή τον ερωτεύεται ή είναι μέρος του παιχνιδιού της (που για μένα είναι καθαρά έρωτας), καταλήγει να ζητήσει το κεφάλι του Ιοκαναάν και εν τέλει το παίρνει. Μιλάει στο κεφάλι σαν να μιλάει σε έναν άνθρωπο που είναι ολόκληρος δίπλα της.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
– Που εστιάζει, κατά τη γνώμη σας, η σκηνοθετική ματιά του Θέμελη Γλυνάτση;
Είναι ένα βίαιο έργο. Ακραίο θα έλεγε κανείς, αν υποθέσουμε ότι η βία είναι ακραίο πράγμα. Θεωρώ ότι έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που το αντιμετωπίζει ο Θέμελης, γιατί πάει κόντρα στη βία του Όσκαρ Γουάιλντ, στη βία των λέξεων, στη βία της διαδοχής των εικόνων, δηλαδή το κρατά σε έναν πιο εσωτερικό και κρυφό κόσμο και σε έναν τελείως ποιητικό ρυθμό, μια ησυχία, που για μένα έχει μεγάλη αξία γιατί είναι λίγο κόντρα σε αυτό που αντιλαμβάνεται κάποιος διαβάζοντας τη Σαλώμη. Έχει μία ιερότητα ο τρόπος που το αντιμετωπίζει που πάει κόντρα στο βέβηλο αίσθημα της ηρωίδας. Θεωρώ ότι εκεί βρίσκεται και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της παράστασης.
– H «Σαλώμη» έχει εμπνεύσει λογοτέχνες, ζωγράφους και μουσικούς. Εσείς πώς «βλέπετε» αυτήν την ιδιαίτερη προσωπικότητα και ποια στοιχεία μέσα σας φωτίσατε ή αναζητήσατε για την συγκεκριμένη ερμηνεία;
Δυσκολεύτηκα πολύ και δυσκολεύομαι ακόμα. Η Σαλώμη είναι ιδιαίτερα ακραία και είναι απίθανο να την ερμηνεύσεις μονόπλευρα, να την κατανοήσεις με όρους πραγματιστικούς. Αγγίζει τα όρια της υπέρβασης με την έννοια ότι ο απόλυτος έρωτας, που εγώ αυτό μεταφράζω μέσα από το έργο, που δεν έχει ανταπόκριση, έχει ως αποτέλεσμα να κάνει τα πάντα για να έχει αυτό που θεωρεί σημαντικότερο. Την καθορίζει τόσο πολύ αυτό που νιώθει για τον Ιοκαναάν που κάνει τα πάντα για να αγγίξει έστω για μια στιγμή τα χείλη του. Δηλαδή για αυτήν είναι μια κανονικότητα το να ζητάει το κεφάλι του. Δε θεωρεί ότι τον εκδικείται. Εγώ τουλάχιστον έτσι το ερμηνεύω. Δεν με ενδιαφέρει η Σαλώμη ως εκδικητής, το κακομαθημένο κορίτσι που δεν του δίνουν αυτό που θέλει.
Έχω εστιάσει στο ότι αυτή βαθιά ερωτεύεται και θεωρεί φυσιολογικό να φτάσει κοντά στο αντικείμενο του πόθου της, κρατώντας το κεφάλι του. Κολλάει και λέει «Θέλω να φιλήσω τα χείλη του». Αυτός όμως της αρνείται και ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να το κάνει είναι να ζητήσει αυτό το μέρος του σώματος. Στον απόλυτο έρωτα δεν υπάρχουν τέτοιου είδους ηθικολογίες. Είναι δύσκολο να μεταφραστεί σε σχέση με τον τρόπο που εμείς αντιλαμβανόμαστε τον έρωτα και αυτό το κάνει ιδιαίτερο.
– Η παράσταση ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Είχατε ξαναβρεθεί εκεί με τον ίδιο το Λευτέρη Βογιατζή, το 2002 στις «Σχέσεις του κ. Πίτερς». Ποιο είναι το σημαντικότερο που αποκομίσατε από τη συνεργασία σας;
Κοιτάξτε, ο Λευτέρης είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο του θεάτρου μας. Ό,τι και να πω είναι λίγο… Νιώθω περίεργα που είμαι σε αυτό το χώρο, μόνο και μόνο έχοντας την αίσθηση του Λευτέρη, ότι δηλαδή βρίσκομαι εκεί όπου αυτός δημιούργησε. Εύχομαι να πάρουμε κάτι από την πνευματικότητα αυτού του ανθρώπου κι από την μεγάλη έγνοια του στο να πειραματίζεται και να ψάχνει τα πράγματα βαθιά.
– Πως αισθάνεστε για τη συμμετοχή σας στη Νέα Εποχή του θεάτρου;
Όσον αφορά τη νέα εποχή της συγκεκριμένης σκηνής, για μένα είναι νωρίς να το αντιληφθώ ακόμα. Θεωρώ ότι η Ειρήνη Λεβίδη κάνει μεγάλη προσπάθεια και επιλέγει με προσοχή τι θα παιχτεί εκεί και ποιος θα συμμετέχει, όπως οφείλει. Αν και θα φανεί στην πορεία όλο αυτό, είναι νωρίς για να κρίνει κάποιος. Πιστεύω ότι το θέατρο βρίσκεται σε πολύ καλά χέρια…
– Ας κάνουμε μία αναδρομή στο παρελθόν… Τι θυμάστε από τα πρώτα σας βήματα ως απόφοιτη του Εθνικού; Τις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν, θα λέγατε ότι εκπληρώθηκαν οι στόχοι και τα όνειρά σας;
Η πρώτη μου παράσταση, «Γυναίκα της Ζάκυνθος» σε σκηνοθεσία Γιάγκου Ανδρεάδη, ήταν φοβερή εμπειρία. Για μένα τουλάχιστον ήταν μια «δροσιά» από το πλαίσιο της σχολής γιατί ο Γιάγκος είχε μια σκέψη και έναν τρόπο στα πράγματα που ήταν πρωτόγνωρος. Οπότε ήταν πολύ ωραία. Μου άνοιξε ορίζοντες, άλλο τρόπο σκέψης πάνω σε ένα κείμενο ή οτιδήποτε.
Αυτό που θυμάμαι σε σχέση με μένα είναι μία άγαρμπη ενέργεια που προσπαθούσε κάπου να διοχετευτεί. Τώρα, για να πω την αλήθεια, δεν είμαι άνθρωπος που έχω στόχους γενικότερα. Ο κύριος στόχος είναι να υπάρχω να υπάρχω ολοκληρωτικά οπουδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή, με την έννοια ότι ποτέ δε μετανιώνω για κάτι που έχω κάνει ή κάνω τώρα. Κάθε φορά η επιλογή μου είναι και θέση μου. Οπότε το πράγμα κύλησε ομαλά και ήρθε το ένα μετά το άλλο.
– Έξι σειρές, δεκάξι ταινίες, αμέτρητες θεατρικές παραστάσεις, κάποιες μικρού μήκους και αρκετές μουσικές performances. Υπάρχει κάτι που μπορείτε να ξεχωρίσετε;
Θεωρώ μεγάλο κομμάτι της ζωής μου, τη συνεργασία με τον Μαρμαρινό. Ο άνθρωπος αυτός μου έχει δώσει ένα εργαλείο στα χέρια μου, ασχέτως αν μπορώ να ανταπεξέλθω ή όχι. Γενικότερα, όλες τις δουλειές μου τις αγαπάω, μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεχωρίσω κάτι. Είμαι τελείως άνθρωπος της στιγμής. Όπου συμμετέχω, είμαι ολοκληρωτικά εκεί και το κάνω με αγάπη. Η αγάπη είναι μεγάλο κλειδί για τα πράγματα. Αν πολεμάς αυτό που κάνεις και τον εαυτό σου είναι πολύ δύσκολο να υπάρχεις. Αυτή η δουλειά δεν γίνεται αλλιώς.
– Η γενιά στην οποία ανήκετε βγήκε στο προσκήνιο σε μια δεκαετία όπου δίνονταν ευκαιρίες, μα ήταν σκληρές οι συνθήκες του χώρου του θεάματος. Τι άμυνες χρειάζεται να έχει ένας καλλιτέχνης απέναντι σε αυτό; Εσείς πώς λειτουργήσατε ή λειτουργείτε ακόμη;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανόνας. Κάθε άνθρωπος έχει διαφορετική σχέση με το αντικείμενο, δεν υπάρχει ένας δρόμος. Άμυνες έχω συνέχεια. Όσες όμως στιγμές πεθαίνω, γιατί παιδεύομαι από αυτή τη δουλειά, είναι ακριβώς οι στιγμές που με κάνουν να αντιλαμβάνομαι το πόσο σημαντική είναι για μένα. Μεγαλώνοντας προσπαθώ πάντως να διαλύω τις άμυνές μου, γιατί αλλιώς γίνεσαι αυτονόητος και σε σένα και στους άλλους. Οπότε προσπαθώ να τις ξεπερνώ.
– Μιλώντας για την επικαιρότητα, είναι γνωστό πως γεννηθήκατε στην Τασκένδη όπου οι παππούδες σας κατέφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες. Έχοντας αυτήν την οικογενειακή ιστορία, πώς βλέπετε την κατάσταση με τις ροές των προσφύγων από την ανατολή;
Εγώ με αυτούς τους ανθρώπους ταυτίζομαι εδώ και χρόνια. Ερχόμενη στην Ελλάδα, θεωρούμουν από πολλούς Ρωσίδα. Εμείς στη Ρωσία ήμασταν οι Έλληνες και στην Ελλάδα οι Ρώσοι. Παρατηρώ αυτό που συμβαίνει τώρα και φυσικά με απασχολεί. Τρελαίνομαι. Τι να πεις όμως; Από τη στιγμή που στη Συρία νόμιμα σκοτώνεται άμαχος πληθυσμός -χωρίς να είμαι υπέρ ούτε αυτού που συμβαίνει στη Γαλλία φυσικά- θεωρώ ότι είναι φυσική απόρροια το φαινόμενο. Είναι ο νόμος της ανθρώπινης φύσης η επιβίωση.
– Είστε αισιόδοξη για το μέλλον;
Όσο αισιόδοξο θεωρώ τον εαυτό μου, άλλο τόσο είμαι και απαισιόδοξη. Είμαι ο άνθρωπος που πέφτω εύκολα σε μια μαύρη τρύπα και ξαφνικά, σηκώνομαι ξανά. Αλλά πρέπει πρώτα να γευτώ και αυτήν την μαύρη τρύπα για να συνέλθω.
– Τα όνειρα και οι επιδιώξεις σας εκτός σκηνής;
Είμαι αρκετά μπερδεμένη. Υπάρχει ένα κομμάτι μου που θέλει να φύγει από αυτόν τον κατακλυσμό εικόνων και να απομονωθεί, από την άλλη όμως είναι αυτές οι εικόνες που εμένα μου δίνουν ζωή και με κάνουν να θέλω να υπάρχω μέσα από την τέχνη. Οπότε θεωρώ ότι είμαι κάπως στο μεταίχμιο.
– Κλείνοντας αυτήν την συζήτηση, πού θα σας “συναντήσουμε” καλλιτεχνικά μετά τη «Σαλώμη»;
Θα βρίσκομαι από το νέο έτος, στο μιούζικαλ «Βίκτωρ-Βικτώρια» στο θέατρο Πάνθεον.
– Σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ!
Photo Credits: Βασίλης Μακρής