Ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου –μετά από τέσσερα χρόνια απουσίας- επιστρέφει στην Επίδαυρο  με την αναβίωση της ΣΑΜΙΑΣ του Μενάνδρου, μιας παράστασης που στην πρώτη της εμφάνιση στο αργολικό θέατρο το 1993 κέρδισε επάξια τον τίτλο ως μια από τις δέκα καλύτερες παραγωγές στην ιστορία του Φεστιβάλ Επιδαύρου.

Είκοσι χρόνια μετά, το Ελληνικό κοινό θα έχει την ευκαιρία να δει (ή ξαναδεί) την ΣΑΜΙΑ με όλους τους, εν ζωή, πρωταγωνιστές της παραγωγής του 1993, σε μόνο δύο παραστάσεις, στις 19 και 20 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.

Στη Σαμία των Γιάννη Βαρβέρη και Εύη Γαβριηλίδη, πρωταγωνιστούν και πάλι οι Αλκίνοος Ιωαννίδης, Κώστας Δημητρίου, Σπύρος Σταυρινίδης και Σταύρος Λούρας. Το ρόλο της Σαμίας,  υποδύεται η Στέλα Φυρογένη.

Η Σαμία είναι ένα από τα τέσσερα σωζόμενα έργα του αρχαίου συγγραφέα της Νέας Κωμωδίας Μενάνδρου. Μέσα από μια σειρά παρεξηγήσεων, το έργο πραγματεύεται τα μπερδέματα που δημιουργεί ανάμεσα σε δύο οικογένειες ένα εξώγαμο παιδί.  Η παράσταση είναι τοποθετημένη στην Αθήνα των αρχών του 20ου αιώνα, και ο συνδυασμός της πρωτότυπης μετάφρασης του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη, της φινετσάτης σκηνοθεσίας του Εύη Γαβριηλίδη,  της υπέροχης μουσικής (Μιχάλης Χριστοδουλίδης), της κομψότητας των κουστουμιών (Γιώργος Ζιάκας) και της μαγείας του χορού (Ισίδωρου Σιδέρη) προσφέρουν ένα αστραφτερό, δροσερό και ευχάριστο, θέαμα.

Ο σκηνοθέτης Εύης Γαβριηλίδης αναφέρει για τη συνεργασία του με τον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη: «το κοινό μας εγχείρημα με τον αξέχαστο ποιητή και φίλο Γιάννη Βαρβέρη να αναλογίσουμε το Μένανδρο γλωσσικά με την απλή καθαρεύουσα και σκηνοθετικά με τα αθηναϊκά ήθη των αρχών του αιώνα, σας παραδίδει σήμερα τη Σαμία ως πολύχρωμο κωμειδύλλιο με άσματα. Είναι μια εργασία κεφιού όλων μας και μεγάλης αγάπης προς μια αισθητική όπου βασιλεύει η χάρις. Επίσης, είναι μια δουλειά τρυφερής νοσταλγίας για έναν κόσμο από τον οποίο έχει απομείνει μονάχα ένα υπέροχο άρωμα. Αφιερώνω την παράσταση στο φίλο, συνεργάτη και σπουδαίο ποιητή Γιάννη Βαρβέρη».

Ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης στην εισαγωγή του στην έκδοση της μετάφρασης του έργου του Σαμία του Μενάνδρου αναφέρει: «Το όλο εγχείρημα ξεκίνησε όταν, περί τα τέλη του 1992, ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου και ο σκηνοθέτης Εύης Γαβριηλίδης μού ζήτησαν να προχωρήσω στη μετάφραση της Σαμίας, κωμωδίας με την οποία εκπροσωπήθηκε στο Φεστιβάλ Επιδαύρου το καλοκαίρι του 1993, αλλά και με την οποία επανεμφανίστηκε στο θέατρο του Λυκαβηττού τον Αύγουστο του 1994.

Οι επί του θέματος προπαρασκευαστικές συζητήσεις με το συγκεκριμένο σκηνοθέτη μας είχαν από καιρό οδηγήσει στην ιδέα ότι ο Μένανδρος, εισηγητής μιας ευρύτατης θεατρικής φόρμας που επηρέασε τη ρωμαϊκή κωμωδία, την κομέντια ντελ άρτε μέχρι και το βουλεβάρτο, όφειλε να επιδοτηθεί σκηνικά με μιαν, ίσως αυθάδη, ένεση δροσιάς, μια και ο σοφός πρόγονος, συγκρινόμενος με τους επιδέξιους μιμητές του, δεν έπρεπε να φαίνεται ισχνότερος. Έτσι, σκεφτήκαμε ότι μια γλώσσα κοντά σ’ εκείνην του Κορομηλά και του κωμειδυλλίου του, γλώσσα που θα φορούσε τον ανάλογο παραστασιακό μανδύα, θα συνιστούσε ίσως πρόταση “αποναφθαλινοποίησης” του υπέροχου μενανδρικού υλικού. Στην προσέγγιση αυτή, σοβαρό επιχείρημα αποτέλεσε και η πεποίθηση πως τα συντηρητικά αθηναϊκά ήθη της κοινωνίας του 320 π.Χ. έχουν αρκετές αναλογίες με τα κοινωνικά ήθη, και άρα και με τον γλωσσικό κώδικα του αθηναϊκού κωμειδυλλίου. Προκρίναμε, λοιπόν, ως γλωσσικό όχημα μια βάση για το κοινό καθαρεύουσα, διακοσμημένη με ομοιοκατάληκτα χορικά ανάμεσα στις πράξεις, αλλά με τραγούδια αυτοπαρουσίασης των ηρώων – όλα και πάλι στην καθαρεύουσα. […]

Ένα ας προσέξουμε. η μετάφραση αυτή δεν έγινε επ’ ουδενί με σκοπό την παρωδία. Ο γίγας Μποστ ενέδρευε σατανικά απειλητικός από την κουίντα. Αλλά όχι. Θέλησα να αναβιώσω μια εποχή, μαζί με το γλωσσικό της όργανο, πάνω σε ανθρώπους-ηθοποιούς που να την πιστεύουν επειδή τη ζουν. […]»

Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης

Σκηνοθεσία: Εύης Γαβριηλίδης

Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Ζιάκας

Μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης

Χορογραφία: Ισίδωρος Σιδέρης

Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιώργος Κουκουμάς

Διδασκαλία Τραγουδιών: Μάρω Σκορδή

Βοηθός Σκηνοθέτη: Νάγια Αναστασίαδου

Βοηθός Χορογράφου: Στέλλα Κρούσκα

Βοηθός Σκηνογράφου: Κρίστυ Πολυδώρου

Ερμηνεύουν:

Αλκίνοος Ιωαννίδης (Μοσχίων), Στέλα Φυρογένη (Χρυσίς), Κώστας Δημητρίου (Δημέας), Σπύρος Σταυρινίδης (Παρμένων), Δημήτρης Αντωνίου (Νικήρατος), Σταύρος Λούρας (Μάγειρος), Προκόπης Αγαθοκλέους (Περαστικός), Θέα Χριστοδουλίδου (Τροφός), Νιόβη Χαραλάμπους (Πλαγγόνα), Άννα Γιαγκιώζη (Μητέρα Πλαγγόνας)

Χορός:

Νεοκλής Νεοκλέους, Σώτος Σταυράκης, Μαργαρίτα Ζαχαρίου, Αλέξανδρος Παρίσης, Μάριος Κωνσταντίνου, Ανδρέας Κούτσουμπας, Νίκη Δραγούμη, Άντρη Κυριάκου, Ανδρέας Φυλακτού, Κωνσταντίνος Γαβριήλ

 

 

Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης γράφει για την πρεμιέρα στη Λευκωσία

 

“Πρεμιέρα χθες βράδυ, στο αγαπημένο θέατρο της Σχολής Τυφλών, στη Λευκωσία, εκεί όπου, νήπιο, είδα τις πρώτες καλοκαιρινές παραστάσεις, τις πρώτες συναυλίες.

 

Η Σαμία επέστρεψε! Αυτή η ιστορική παράσταση του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, αυτή η ανεπανάληπτης ομορφιάς μετάφραση του Γιάννη Βαρβέρη, αυτή η υψηλής αισθητικής σκηνοθεσία του Εύη Γαβριηλίδη, επανέρχεται μετά είκοσι έτη, με τους περισσότερους από τους αρχικούς ηθοποιούς, με τα ίδια παλιά ποδήλατα, τα ίδια σκηνικά, τις ίδιες χορογραφίες, μα ταυτόχρονα ολοκαίνουργια, ολοζώντανη, γεμάτη χαρά, γέλιο, ανοιχτοσύνη, φως, φινέτσα και επίπεδο, να αντισταθεί σε μια εποχή λυπημένη, αγέλαστη, κλειστή, σκοτεινή, αντιαισθητική.

 

Η Σαμία επιστρέφει, για να φανερώσει έναν εαυτό παραμελημένο, τον μόνο που μπορεί να οδηγήσει πάλι στην ουσία. Αυτός ο εαυτός, αυτός ο τρόπος ύπαρξης, δεν παζαρεύει την ποιότητα, σέβεται το τώρα (δηλαδή το πριν και το μετά), εργάζεται και συνεργάζεται ακούραστα χωρίς να δουλεύει, πιστεύει στην ευλογία του να μοιράζεσαι, χαρίζεται χωρίς ερωτήματα και χωρίς απαιτήσεις. Τύχη μεγάλη μου επέτρεψε να τα ξαναζήσω όλα αυτά, μέσα σε μια ομάδα σπουδαίων ανθρώπων που, σε ένα νησί, στο χείλος του γκρεμού, παλεύουν ομαδικά, άγνωστοι στο μεγάλο ελληνικό κοινό, ανεξαργήρωτοι και απομακρυσμένοι, μα ταγμένοι στο Θαύμα!

 

Όσοι δεν ζήσατε την εμπειρία μιας παράστασης στην Επίδαυρο, ελάτε να τη ζήσετε! Λίγα πράγματα στον κόσμο μπορούν πια να μας μυήσουν στο αρχέγονα ιερό της ύπαρξής μας. Και αν δεν μπορείτε να έρθετε στις 19 ή στις 20 Ιουλίου, να πάτε μιαν άλλη μέρα, να ζήσετε κάτι άλλο, από τα όσα σημαντικά γίνονται εκεί.

 

Όσο σπούδαζα στο Εθνικό Θέατρο, τις καλοκαιρινές νύχτες ξάπλωνα σε μια κουβέρτα, κάτω από τα δέντρα της Επιδαύρου (μέχρι σήμερα, όποτε πηγαίνω, κατασκηνώνω). Τη μέρα, στη ζούλα, έμπαινα να δω πρόβα. Τα απογεύματα, τρύπωνα από νωρίς, βλέποντας το φως να γέρνει, νιώθωντας τις αρχαίες πέτρες να δροσίζουν, περιμένοντας το σκοτάδι που θα φώτιζε, με την αρχή της κάθε παράστασης, τον κόσμο όλο. Όσο κι αν αγαπήσει, χαρεί, πονέσει, τραγουδήσει, ταξιδέψει ή προσευχηθεί κανείς, η εμπειρία αυτή παραμένει ανεκτίμητη!”

Αλκίνοος.