Το καταλανικό θέατρο
Την τελευταία δεκαπενταετία το ελληνικό κοινό είχε την ευκαιρία να εξοικειωθεί με τη σύγχρονη καταλανική δραματουργία και να μοιραστεί τους κοινούς προβληματισμούς που συνδέουν δύο λαούς με, ως ένα βαθμό, παρόμοια ιδιοσυγκρασία. Βέβαια, το θέατρο στη καταλανική γλώσσα δεν συνιστά μια όψιμη κατάσταση καθώς απαντάται ήδη από το 14ο αιώνα, ως τεκμήριο μιας διακριτής συνθήκης εντός του, ούτως ή άλλως, πολυσυλλεκτικού πολιτισμικού μωσαϊκού που ανέκαθεν χαρακτήριζε την Ιβηρική χερσονήσο.
Κατά το Μεσαίωνα το καταλανικό θέατρο εξαντλούνταν κυρίως σε ηθικολογίες, αγιογραφίες, λειτουργικά δράματα γύρω από διάφορους θρησκευτικούς κύκλους, όπως των Χριστουγέννων, και μυστήρια, με περισσότερο γνωστό εκείνο του Elx. Την περίοδο του μπαρόκ θα βρεθεί, αναπόφευκτα, στη σκιά των μεγάλων Ισπανών βάρδων, με μοναδική φωτεινή εξαίρεση τη σύντομη παρουσία του ντόπιου συγγραφέα Φρανσέσκ Φοντανέλλα λίγο πριν τη στρατιωτική ήττα της Καταλονίας το 1652. Τον 19ο αιώνα θα παγιωθεί η ανάγκη δημιουργίας ενός κινήματος με απώτερο στόχο ένα θέατρο με χαρακτηριστικά εντοπιότητας, γεγονός που θα συμβαδίσει και με μια σχεδόν οργασμική ανοικοδόμηση θεατρικών χώρων στη λεωφόρο Παραλέλ της Βαρκελώνης, γνωστή μέχρι και σήμερα ως το εγχώριο Μπρόντγουαιη.
Το μοντέρνο θέατρο στην καταλανική γλώσσα στις αρχές του 20ου αιώνα θα κυμανθεί σε πολλά είδη και θα δεχθεί ποικίλες επιρροές, ιδίως από το συμβολισμό του Μαίτερλινκ και τον Ίψεν. Ως οι πλέον παραγωγικοί συγγραφείς θα αναδειχθούν ο Σαντιάγο Ρουσινιόλ, ο Ιγκνάσι Ιγκλέσιας, ο Αντριά Γκουάλ και ο συνεχιστής της παλιάς παράδοσης των μονόπρακτων μπουφόνικων σκετς, γνωστών ως saynètes, Έμιλι Βιλανόβα. Στα κατοπινότερα χρόνια θα παρατηρηθεί μια κλιμάκωση της τάσης να καταστεί η σκηνή η ζωντανή φωνή μιας ξεχωριστής εθνικής συνείδησης. Μετά από μια βραχύβια υπαγωγή της θεατρικής δραστηριότητας στον έλεγχο δύο συνδικάτων, το καθεστώς του Φράνκο θα επιβάλει από το 1939 μέχρι ο 1956 την απαγόρευση της καταλανικής γλώσσας, απέναντι στην οποία δραματουργοί όπως ο Μανουέλ ντε Πεντρόλο και ο Σαλβατόρ Εσπρίου θα επιδείξουν σθεναρή αντίσταση.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Με την αποκατάσταση των δικαιωμάτων, στη μετά Φράνκο εποχή, το θεατρικό τοπίο θα διχαστεί ανάμεσα στην επιλογή για ένα διεθνοποιημένο ρεπερτόριο και σε μια νέα πρωτοπορία, η οποία θα σχετιστεί με πανεπιστημιακούς κύκλους και θα κομίσει νέες φόρμες δραματουργικές, σκηνογραφικές και επικοινωνιακές. Σε αυτή τη νέα κίνηση κομβικό ρόλο θα διαδραματίσει ο δραματουργός Σάντσις Σινιστέρα, κυρίως για τη συμβολή του στο άνοιγμα της «Σάλας Μπέκετ» στη Βαρκελώνη και την κατάρτιση ενός καινούργιου ρεπερτορίου.
Στην Ελλάδα η επιτυχία της «Μέθοδου Γκρόνχολμ» του Τζόρντι Γκαλθεράν σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου το 2007 θα γίνει η αφετηρία για μια συνεπή παρουσίαση έργων Καταλανών συγγραφέων. Ανάμεσά τους ο Σέρτζι Μπελμπέλ, ο Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ Ζουρνέτ, η Μάρτα Μπουτσάκα και ο Νταβίντ Ντεσόλα.
Το έργο «Η σιωπηλή λίμνη»
Μέσα από ένα ευρύ δείγμα της καταλανικής δραματουργίας στην ελληνική σκηνή αποκρυσταλλώνεται η εντύπωση για ένα θέατρο με ισχυρά αντανακλαστικά, που αφουγκράζεται τις αγωνίες του μέσου ανθρώπου, στέκεται με ενσυναίσθηση απέναντι στις δοκιμασίες του, αναδεικνύοντας την οικουμενικότητα των πολιτικοκοινωνικών προβλημάτων και της πολυπλοκότητας των σχέσεων.
Παρόλα αυτά, μια πληθωρικότητα γραφής που διαμορφώνει ένα είδος θεατρικής παράδοσης δεν συμβαδίζει απαραίτητα και με τις αναμενόμενες τεχνικές αρετές. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του Γκαλθεράν, η «Μέθοδος Γκρόνχολμ» απέχει παρασάγγας από την κακόγουστη φάρσα «Fuga», ενώ σε πολλές άλλες περιπτώσεις διαπιστώνεται μια μετάσταση της δομής και του ύφους προς την αισθητική του τηλεοπτικού σεναρίου.
Ο Νταβίντ Ντεσόλα, βραβευμένος με βραβείο «Λόπε ντε Βέγκα», φαίνεται να γνωρίζει εκ των έσω τα της συγγραφής θεατρικού έργου. Επενδύει στο λόγο και στη διανοητική ταυτότητα των προσώπων, αναδεικνύει τους διαλόγους ως φορείς εσωτερικής, ψυχολογικής δράσης και οδηγεί τις κλιμακώσεις όχι με γνώμονα την οριζόντια κατάσταση αλλά το πλέγμα της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Το έργο του «Η σιωπηλή λίμνη» εμπεριέχει αυτές τις αρετές, χωρίς όμως να αποσοβούνται και κάποιες εντυπωσιοθηρικές μεταφυσικές ελαφρότητες, απότοκες της κουλτούρας του σινεμά.
Η υπόθεση αφορά τη συνάντηση δύο ανδρών στο σιωπηρό, όσο και αινιγματικό, περιβάλλον μιας τεχνητής λίμνης και της ανάληψης εκ μέρους του ενός μιας ιδιότυπης αποστολής. Μέσα από μια διαδικασία επίπονη και ψυχοφθόρα που καταστρατηγεί κάθε έννοια λογικής, φωτίζονται συνειδήσεις και γεννιούνται συναισθήματα, ανυψώνοντας την κατανόηση και την αγάπη ως υπέρτατες θεραπείες της ψυχικής οδύνης που γεννούν οι κοινωνικές κακοδαιμονίες.
Η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη και οι ερμηνείες
Η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη διαμορφώνει ένα βραδυφλεγές περιβάλλον μέσα από το οποίο παρακολουθούμε το έργο με ένα ενδιαφέρον που θα άρμοζε περισσότερο σε ψυχολογικό θρίλερ. Ως εκ τούτου, η ιδιαίτερη κορύφωσή του παρουσιάζεται με τρόπο αναιμικό και αβασάνιστο, χωρίς να δίνεται μια ευδιάκριτη έμφαση στο φαινομενολογικό σχόλιο του Ντεσόλα για το πώς συλλαμβάνεται από την ανθρώπινη συνείδηση η έννοια της παρουσίας του Άλλου. Υπό αυτή την έννοια η συνολική διαχείριση παραμένει προσδεδεμένη στο άρμα ενός γραμμικού storytelling, χωρίς τις αναλαμπές των κρυμμένων σημασιοδοτήσεων.
Οι ερμηνείες των τριών ηθοποιών (Θανάσης Κουρλαμπάς, Παναγιώτα Βλαντή, Χάρης Τσιτσάκης) φέρουν την απαραίτητη υπόκωφη και σκοτεινή πτυχή που συνδέουν μεταξύ τους τα πρόσωπα σε μια βασανιστική διελκυστίνδα, με πιο καίρια εκείνη του Χάρη Τσιτσάκη που αναδίδει πνευματώδες χιούμορ και αιχμηρό σαρκασμό.