Η ιστορία του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης είναι πολυκύμαντη και από το 1997 αποτελεί κομμάτι της ιστορίας της εθνικής προβληματικής διαχείρισης του νεώτερου πολιτιστικού αποθέματος σύμφωνα με τις εκάστοτε πολιτικοοικονομικές συνθήκες αλλά και του ελλείμματος κατανόησης της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής από την πολιτεία.
Το Μουσείο, εν έτει 2020, εξακολουθεί να μην έχει κεφαλή, ενώ οι λιγοστοί εργαζόμενοι του καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες να το κρατήσουν ζωντανό. Τον ρόλο του από μηχανής θεού ανέλαβε το επιβλέπον Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, και η μόνιμη συλλογή του Μουσείου, η οποία συγκροτήθηκε από τις προηγούμενες διευθύντριες, Άννα Καφέτση και Κατερίνα Κοσκινά, εκτίθεται πλέον σε όλους τους ορόφους του περίφημου κτηρίου Φιξ, το οποίο ανασχεδιάστηκε οραματικά το 1957 από τον αρχιτέκτονα .
Η συλλογή του ΕΜΣΤ αποτελείται από σημαίνοντα έργα Ελλήνων καλλιτεχνών και κάποια αρκετά αντιπροσωπευτικά έργα ενός μεγάλου αριθμού ξένων σύγχρονων συναδέλφων τους, συγκροτώντας ένα αρκούντως εντυπωσιακό οπτικό αφήγημα για μια περιφερειακή χώρα της Νότιας Ευρώπης όπως η Ελλάδα, όπου η απουσία εθνικής στρατηγικής στην προώθηση της σύγχρονης τέχνης υπήρξε ως τώρα εκκωφαντικά σιωπηρή. Μεγάλο μέρος των έργων φέρει την διαπολιτισμική, ποιητική παρακαταθήκη της Άννας Καφέτση, ενώ την μουσειολογική μελέτη της συλλογής από την Κατερίνα Κοσκινά είχαμε την ευκαιρία να την απολαύσουμε σε ένα άλλο Μουσείο, στο Fridericianum του Κάσελ, στη διάρκεια της Documenta 14, το 2017, ενώ την ίδια περίοδο μια νέα εξωστρεφής πολιτική έκανε το Μουσείο γνωστό εκτός συνόρων με το πρόγραμμα «Το ΕΜΣΤ στον Κόσμο».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Κάποια από τα έργα αναπτύσσουν μία έντονη πολιτική διαλεκτική με το κοινό ενώ σε κάποια άλλα η πολιτική στάση υφέρπει ως πηγή έμπνευσης και προσωπικού προβληματισμού. Η πολύ δυναμική εικόνα από τις αγωνιστικές πρακτικές του Oliver Ressler ξετυλίγεται μέσω ζωντανών δράσεων και πρότζεκτ σε δημόσιους χώρους, οι οποίες καταγράφονται σε φιλμ εν είδει ντοκιμαντέρ. Το πολιτικό και το αισθητικό προσεγγίζεται μέσα από τον Benjamin και τον Debord ενάντια στην αισθετικοποίηση της πολιτικής, υιοθετώντας μία πιο άμεσα διαμαρτυρόμενη, στα όρια του ακτιβισμού, στάση. Το ελληνικό κοινό γνώρισε από κοντά τον καλλιτέχνη το 2010, όταν, προσκεκλημένος του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην Αθήνα για την έκθεση «The Politics of Art», παρουσίασε για πρώτη φορά την οκτακάναλη προβολή What is Democracy και συζήτησε με την Διευθύντρια του Μουσείου Άννα Καφέτση για το πώς ο ίδιος δημιουργεί πλατφόρμες ανταλλαγής ιδεών υπό μορφή συνεντεύξεων με ακτιβιστές και πολιτικούς αναλυτές από 18 πόλεις του κόσμου επάνω σε ζητήματα που άπτονται της τρέχουσας πολιτικό-οικονομικής κατάστασης, όπως αμεσοδημοκρατία, κοινωνική απομόνωση, λογοκρισία, επαναδιατυπώνοντας την έννοια της δημοκρατίας, όπου το υψηλότερο αξίωμα είναι αυτό του Πολίτη, όπως και την κριτική επάνω στην κακοδιαχείρησή της. Ταυτόχρονα, μέσα από την άμεση εμπλοκή της τέχνης, ο Ressler επισημαίνει την ανάγκη της καλλιτεχνικής έκφρασης ως καίρια πολιτική πράξη.
Το βίντεο του Koken Ergun, The Flag, 2006, αναφέρεται στα χαρακτηριστικά των τελετουργικών πολιτικών ομάδων. Η διαχείριση του όχλου, μέσα από τον εορτασμό της Ημέρας της Εθνικής Κυριαρχίας και του Παιδιού της Τουρκίας, βασίζεται στο πρόταγμα της εργαλειοποίησης της παιδικής αθωότητας ως άσπιλο φορέα και εκτελεστικό σώμα των μηνυμάτων που θέλει να επιβάλλει το Κράτος στο συναισθηματικό κέντρο του λαού.
Τη δύναμη της επιρροής της εικόνας πραγματεύεται και το έργο Camgun του Francis Alys, 2008. Ένα ξύλινο αυτοσχέδιο οπλοπολυβόλο, όπου οι γεμιστήρες αντικαθίστανται από μπομπίνες ταινιών, αναφέρεται στην κάμερα ως όπλο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και επιβολής εξουσίας. Η επιλογή της αποστασιοποίησης ή της εγγύτητας ορίζει την αφήγηση της ιστορίας και η τελευταία δύναται να έχει πολλές εκδοχές ανάλογα του σημείου και τρόπου λήψης.
Η διαμόρφωση της συλλογική μνήμης απασχολεί και την Emily Jacir. Το Memoriam to 418 Palestinian Villages which were Destroyed, Depopulated, and Occupied by Israel in 1948, 2001, είναι ένα πασίγνωστο έργο-μνημείο από την καλλιτέχνιδα-ακτιβίστρια στις Παλαιστινιακές απώλειες κατά τη δημιουργία του Ισραηλινού κράτους. Μέσα από εκτεταμένη αρχειακή εργασία η καλλιτέχνιδα δημιούργησε μία προσφυγική σκηνή όπου πάνω είναι κεντημένα τα ονόματα των 418 χωριών που αφανίστηκαν όταν ξεκίνησε η Νάκμπα, ο εκτοπισμός πληθυσμών. Τα ονόματα κεντήθηκαν από εθελοντές, μεταξύ των οποίων και Ισραηλινοί μέσα σε ένα τρίμηνο διάστημα καλλιτεχνικής συμβίωσης.
Η παρουσία του Έλληνα εκφραστή της Arte Povera Γιάννη Κουνέλη με το Άτιτλο του 2004 καταδεικνύει με μνημειακό τρόπο τη βαθιά ανθρωποκεντρική του τέχνη. Αυτή αποτελείται από έργα λιτά μα φορτισμένα από τον αγώνα του ανθρώπου να ισορροπήσει επάνω στις εντάσεις που δημιουργούνται όταν ο ίδιος βρίσκεται στο μέσο αντίθετων μεταξύ τους δυνάμεων, όπως ελαφρότητα και βαρύτητα, επιθετικότητα και συμπόνια, σκληρότητα και ομορφιά, όταν αυτές αναμετριούνται με τα πιο βασικά, πρωτογενή υλικά, σε μια προσπάθεια να αποστάξουν τη διαχρονική ουσία της τέχνης από την ίδια την καθημερινότητα.
Τα σχετικά πρόσφατα αυτά έργα μοιάζουν να λειτουργούν ως πνευματικά υποστυλώματα της πιο ‘φτωχής’ πραγματικότητας των τελευταίων δεκαετιών, σε επίπεδο ποιότητας ζωής, πολιτισμού, επιβίωσης, με απώτερο σκοπό να αναδειχθεί το μέγεθος του πραγματικά ουσιαστικού. Ξαναφτιάχνοντας το παζλ της ύπαρξης, η κατακερματισμένη, θρυμματισμένη και ενταφιαστική μορφή έργων μέσα από γύψινα άκρα και αρχαϊκές κεφαλές ανακατεμένες με σύγχρονες εφημερίδες πάνω σε σακιά από λινάτσα ή θραύσματα κάρβουνου ανακατεμένα με χώμα, δύναται να λειτουργήσει ως συμπύκνωμα της ιστορίας, παλαιότερης και πρόσφατης, που ο καλλιτέχνης θα επιχειρήσει να αναλύσει και να αναδιατυπώσει. Ο ίδιος ο άνθρωπος αποτελείται από αυτά τα επί μέρους θραύσματα.
Ο Κουνέλλης επανατοποθετεί τον άνθρωπο, μέσα από τα σπαράγματα και τις ωδίνες της ιστορίας του. Μέσα από την παράθεση άδειων παλτών, παπουτσιών και καπέλων που ο καλλιτέχνης περισυνέλεξε από τα παλιατζίδικα των Αθηνών, όπως και αρκετά από τα υλικά που χρησιμοποιεί κατευθείαν από το αστικό τοπίο δημιουργώντας με αυτά μία πολυσύνθετη εικαστική γλώσσα, ο άνθρωπος ανασαίνει μέσα από τα κομμάτια που άφησε στο δρόμο του και που ο καλλιτέχνης σκύβει τρυφερά να μαζέψει. Παντού τριγύρω θα βρίσκονται αντικείμενα που θα τον θυμίζουν, όπως και στη μεγαλειώδη εγκατάσταση του ΕΜΣΤ, όπου σιδεροδοκοί οικοδομών δημιουργούν πλαγιαστούς σταυρούς γύρω από ένα βωμό από σάκους με κάρβουνο, ένα ελεγειακό μοιρολόι που ψιθυρίζει ότι όλα καταλήγουν στη σκόνη, dust to dust. Ο θεατής οδηγείται σε μία σχεδόν παραισθησιακή, αλχημιστική συναισθησία από στροβιλιζόμενες μνήμες, καθώς νιώθει ότι γεύεται το σκουριασμένο σίδερο, βάφει τα χέρια του με καπνιά και τα φέρνει στα μάγουλά του, γεμίζει τα ρουθούνια του με γλυκόπικρο φωταέριο, βλέπει τις σκιές των ανθρώπων που δεν είναι πια κοντά του (…σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί– Δ.Σαββόπουλος).
Τα θραύσματα της τεχνολογικά προηγμένης αλλά δυστοπικής εποχής της Ανθρωπόκαινου συλλέγει ο Νίκος Τρανός στο Ένας Παγετώνας στο Τραπέζι μας, 2013, παίρνοντας ως αφετηρία το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα, και δημιουργεί μία γλυπτική αλλόκοτη Μετρόπολις από άργιλο, όπου η αλήθεια έχει μεταλλαχτεί και το οπτικό αποτέλεσμα είναι εκθαμβωτικά τοξικό μέσα από τον αρρωστημένο κρεάτινο χρωματισμό και τις αλλόκοτες μορφές που υφέρπουν στα σαθρά θεμέλια, να ισορροπεί επισφαλώς επάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι, στο κεντρικό σημείο της επίπλαστης ασφάλειας ενός σύγχρονου αστικού νοικοκυριού.
Το μεγάλο και πολύπλοκο ζήτημα της μετακίνησης του ανθρώπου προς ένα καλύτερο, ασφαλέστερο και δικαιότερο αύριο εμπνέει τον εσαεί πλάνητα καλλιτέχνη Ο Βλάσης Κανιάρης με το εμβληματικό Κουτσό του 1974 ενορχηστρώνει όλη την ιστορία της ντόπιας γκασταρμπάιτερ μετανάστευσης σε μία λιτή και σπαραχτική εγκατάσταση. Ακέφαλες φιγούρες με βαλίτσες αναμένουν την επανεκκίνηση της ίδιας τους της ζωής. Ξένοι μεταξύ ξένων, παίζουν το παρόν και το αβέβαιο μέλλον τους ως άθυρμα επάνω στα ζωγραφιστά τετράγωνα, όπου αντί για αριθμούς, είναι γραμμένες λέξεις χαρακτηριστικές της εργασιακής εκμετάλλευσης των μεταναστευτικών ροών και των δικαιωμάτων των εκτοπισμένων.
Οι χαρακτήρες του Κανιάρη, αλλάζουν εθνικότητα και περιοχή, και γίνονται πρωταγωνιστές στο βίντεο Land, 2006, του Στέφανου Τσιβόπουλου. Παρ’ όλα αυτά, ούτε η εθνικότητα ούτε η γη είναι ικανές να απαντήσουν τα υπαρξιακά ερωτήματα των τριών αντρών, που ναυαγούν σε ένα πέτρινο τοπίο, ένα ξερονήσι Terra InCognita όπου δεν υπάρχει τίποτα εκτός από τη φύση και τη δική τους παρουσία. Η έννοιες της ιδιοκτησίας, των συνόρων, της γλώσσας, εξαϋλώνονται σε ένα διαρκές παρόν συν-ύπαρξης χωρίς όριο, όπου ο χρόνος ξεκινά από την αρχή και όλοι είναι ίσοι μπροστά στο τοπίο.
Η Kimsooja δημιουργεί μία οπτικά ποιητική και ταυτόχρονα συνταρακτική εικόνα από πολύχρωμα μπατίκ και κεντημένα υφάσματα που φέρουν άρωμα ανατολής και τυλίγουν τα υπάρχοντα κάποιων συνανθρώπων μας που μετατοπίστηκαν, συχνά με βίαιο τρόπο, από τις ρίζες τους. Οι υφασμάτινοι μπόγοι, τα Bottari, 2005-2017, μοιάζουν με πεσμένα φρούτα, με ‘rolling stones’ σε ένα ταξίδι που εκτείνεται από την επιβίωση έως την αυτογνωσία. Ο νομαδισμός οριοθετείται από τις σφαιρικές φόρμες της καλλιτέχνιδος που αποπνέουν μοναξιά και αβεβαιότητα μέσα σε ένα no man’s land άδειο τοπίο.
Το Mappemonde, 1988, του Γιώργου Λάππα αποτελείται από έναν διαφορετικό, εγκιβωτισμένο χώρο του καλλιτέχνη, ένας χάρτης του κόσμου του που ανοίγει, ξεδιπλώνεται και αφορά όλη την ανθρώπινη εμπειρία, από το προσωπικό στο συλλογικό, από το οικείο στο ανοίκειο, από το οριοθετημένο στο ανοιχτό και ελεύθερο.
Ένα ανεστραμμένο σπίτι γεμάτο από μαύρα διάτρητα σχέδια ζωντανεύει ένα θέατρο σκιών, όπου σιλουέτες ανθρώπων, αντικειμένων, συναισθημάτων και αναμνήσεων, ‘ξεφλουδίζονται’ από τους τοίχους για να συστήσουν μία οπτική εμπειρία πλεγμένη από ρευστούς αραβουργηματικούς φθόγγους αλλά και διάκενα γεμάτα νοηματοδοτημένη ένταση και αιχμές σμηλεμένες. Τα μικρά αυτά μεταλλικά γλυπτά στήνονται ορθά και μοιάζουν να παρελαύνουν στο διάβα μιας ζωής που κάποιοι ζουν και κάποιοι προσπερνούν.
Ο καλλιτέχνης-νομάς και η κιβωτός του, η συγκλονιστική εγκατάσταση στην κορυφή του ΕΜΣΤ The Boat of My Life, 1993, από τον Ilya Kabakov, αποτελεί ένα έργο ζωής. Ολόκληρη η ζωή σαν τέχνη τοποθετείται σε κουτιά μέσα στη ξύλινη λέμβο φυσικού μεγέθους και πλέει μέσα στο μυαλό των θεατών ως μία ποιητική μεταφορά του ταξιδιού της προσωπικής εξέλιξης. Ο κόσμος του Kabakov γίνεται ο κόσμος του κάθε δημιουργικού ανθρώπου που έχοντας ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής του διερωτάται τι πραγματικά αξίζει να μείνει πίσω ως πνευματική παρακαταθήκη.
Ένας αντισυμβατικός καλλιτέχνης που αποτελεί από μόνος του μία μοναδική προσωπικότητα στον χώρο του πολιτισμού, ο Pier Paolo Pasolini γίνεται ο πρωταγωνιστής σε ένα δυναμικό ζωγραφικό πορτρέτο από τον Ηλία Παπαηλιάκη, 2015. Η ζωγραφική είναι εδώ για να σκάψει μέσα στον μύχιο κόσμο του Pasolini, ο οποίος το 1975 δολοφονήθηκε ενώ αναζητούσε την αγάπη του εφήμερου, πιστός σε μία στάση ζωής με άξονες την ελεύθερη σκέψη και την βαθιά διανόηση. Το έργο του Παπαηλιάκη, είναι εμπνευσμένο από το τραγικό συμβάν και παρουσιάζει τον σκηνοθέτη σφριγηλό και σε μία δυναμική περιδίνηση θυμίζοντας τους ύστερους Σκλάβους του Μιχαήλ Άγγελου, τη στιγμή που επιχειρούσαν να δραπετεύσουν μέσα από το υλικό της πέτρας που τους γέννησε.
Ειδική μνεία χρήζει η παρουσίαση εμβληματικών Ελληνίδων καλλιτέχνιδων στη συλλογή του ΕΜΣΤ, όπως η Χρύσα, η Ναυσικά Πάστρα, η Μπία Ντάβου, που καταπιάστηκαν με διαχρονικά ζητήματα της λογικής της τέχνης, αλλά και εκφράζοντας κοινωνικό σχολιασμό όπως η Άσπα Στασινοπούλου, η Ρένα Παπασπύρου, Λήδα Παπακωνσταντίνου, η Μαρία Παπαδημητρίου, η Άρτεμις Ποταμιάνου, για τις οποίες θα μιλήσουμε σε νέο αφιέρωμα.