Οχτώ μήνες πριν κυκλοφορήσει το δεύτερο μέρος του «Νονού», που είχε καθηλώσει εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο, είχε δημιουργήσει ήδη το μύθο του και είχε βάλει τις βάσεις για να πάει ο κινηματογράφος ένα βήμα μπροστά, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα (Francis Ford Coppola) θα παρέδιδε, «στριμωγμένη» ανάμεσα στα δύο επικά γκανγκστερικά του έπη, τη «Συνομιλία» (“The Conversation”), ένα πραγματικά αξεπέραστο αριστούργημα όσα χρόνια και αν περάσουν.
Η Συνομιλία – Η ανακοίνωση της προβολής
Ήταν τέτοιες μέρες, πριν από μισό αιώνα, όταν ανακοινώθηκε η προβολή της «Συνομιλίας» (η πρεμιέρα δόθηκε στις 7 Απριλίου του 1974 στη Νέα Υόρκη), ένα συγκλονιστικό πολιτικό θρίλερ, για τη σκοτεινή πλευρά της Αμερικής κι ενώ ο Κόπολα βρίσκεται στην πιο δημιουργική στιγμή της ζωής του. Ο Ιταλοαμερικάνος σκηνοθέτης, ψυχογραφεί ένα έθνος που ανέχθηκε τον «βρόμικο πόλεμο» του Βιετνάμ και την πολιτική σαβούρα που αποκάλυψε το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, προκαλώντας ανατριχίλες, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει το αίσθημα ενοχής και προσπαθεί να αφυπνίσει για έναν αγώνα, που πρέπει να δοθεί, έστω και αν μοιάζει μάταιος. Για να κατανοήσουν καλύτερα τη σπουδαιότητα της ταινίας του οι σημερινοί θεατές πρέπει να έχουν όμως και μια εικόνα της εποχής. Ο Νίξον έχει αποκαλύψει το πραγματικό του πρόσωπο, με το σκάνδαλο «Γουότεργκειϊτ», ο πόλεμος στο Βιετνάμ έφτανε στο τέλος του, με τους Αμερικάνους στρατιώτες να εγκαταλείπουν την ασιατική χώρα ηττημένοι και βαθιά πληγωμένοι, ο Κίσιγνκερ είχε αναλάβει δράση σε όλο τον κόσμο, ενώ οι ΗΠΑ ζούσαν και πάλι μία περίοδο οικονομικής ανάκαμψης.
«Blow Up» και Γουότεργκεϊτ
Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή. Ο Κόπολα, που έχει ήδη αναστατώσει με τον «Νονό» του τον παγκόσμιο κινηματογράφο και δουλεύει για το δεύτερο μέρος, νιώθει την ανάγκη να μιλήσει για τις παρακολουθήσεις, αφού έχει δει πριν από δυο χρόνια το θρυλικό «Blow Up» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, που τον έχει επηρεάσει καθοριστικά. Ο Κόπολα σοκαρίστηκε όταν έμαθε ότι στο «Blow Up» χρησιμοποιήθηκε ο ίδιος εξοπλισμός παρακολούθησης με αυτόν που χρησιμοποίησαν πράκτορες του Νίξον για τους πολιτικούς αντιπάλους του στο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Μόνο, που ο πανούργος σκηνοθέτης πάει ένα βήμα παρά πέρα την υπόθεση της ταινίας του. Γιατί αν το «Blow Up» είναι ένα θρίλερ που χάνει την αλήθεια, η «Συνομιλία» είναι μια ακόμη βαθύτερη ταινία καθώς ο ήρωας βλέπει να χάνει τον έλεγχο. Η πεποίθηση του ήρωα Χάρι Κόουλ, ενός εξπέρ των παρακολουθήσεων – «δεν με ενδιαφέρουν οι ανθρώπινες ιστορίες, με ενδιαφέρει μια καλή ηχογράφηση» – θα κομματιαστεί όταν συνειδητοποιεί ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται και πως δεν είναι τίποτα άλλο από ένα εξάρτημα σε μια συνωμοσία.
Το ιδιοφυές σενάριο
Το ιδιοφυές σενάριο, που έγραψε ο ίδιος ο Κόπολα, θέλει τον Χάρι Κολ να είναι ένας μοναχικός άντρας, που ασχολείται με τις παρακολουθήσεις και κρατά τη ζωή του στη σκιά. Δεν έχει ουσιαστικά προσωπική ζωή – δεν εμπιστεύεται κανέναν, ούτε καν την κοπέλα του. Η ύπαρξή του είναι ένα ανακάτεμα από αναμνήσεις, υποψίες για τα πρόσωπα με τα οποία συνδέεται, μεταφυσικούς φόβους και σκόρπιες συνομιλίες εκείνων που παρακολουθεί. Όταν ο διευθυντής μιας πολυεθνικής του αναθέτει να καταγράψει τις συζητήσεις ενός άνδρα και μιας γυναίκας, ο εσωτερικός του κόσμος αναστατώνεται. Η συνομιλία, που καταγράφουν τα μηχανήματά του, «μιλά» καθαρά για μια επικείμενη δολοφονία και ο Χάρι θα αναγκαστεί να παραβεί τις δικές του «αρχές προστασίας», προκειμένου να αποτρέψει το μοιραίο. Όμως, τα πράγματα δεν είναι και πάλι όπως φαίνονται και σύντομα αρχίζει να υποψιάζεται ότι και ο ίδιος παρακολουθείται.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η αρχική ιδέα απλή, αλλά όσο προχωρά η υπόθεση της ταινίας τόσο αναδεικνύεται η πολυπλοκότητα των όσων διακυβεύονται. Ο Χάρι Κόουλ, πιστεύει πως έχει τακτοποιήσει πλήρως τη ζωή του, ότι θα είναι για πάντα ασφαλής ως θεατής της ζωής των άλλων. Αρχικά παρακολουθεί αδιάφορα, αποστασιοποιημένος απ’ όσα ακούει. Στην πορεία, όμως, θα καταλάβει ότι η υπόθεση τον αφορά, χάνοντας την αυτοπεποίθηση με την οποία λειτουργούσε. Από θύτης θα μεταβληθεί σε θύμα και η αλήθεια θα είναι εντελώς αντίθετη απ’ αυτήν που πίστευε.
Η παρακολούθηση των πάντων και η ιδιωτικότητα των ατόμων
Ο Κόπολα εστιάζει πάνω στην ιδιωτικότητα, που απ’ τη μία μοιάζει ως υπέρτατη αξία, με το άτομο μόνο του να μπορεί να τα καταφέρει, δεν χρειάζεται κανένα άλλο και από την άλλη, για τους ίδιους λόγους, είναι ευάλωτη και βάλλεται με την εκμετάλλευση της τεχνολογίας. Μία ταινία που ήταν μπροστά από την εποχή της, καθώς προφητικά μιλούσε για ένα δυστοπικό μέλλον, όπου πολύπλευρες δυνάμεις – κάποιες φορές μπορούμε να τις υποψιαστούμε – έχουν τη δυνατότητα να στήσουν έναν μηχανισμό παρακολούθησης ακόμη και μέσα στα σπίτια μας. Όταν το κοινό πρωτοείδε την ταινία, διερωτόταν αν μπορούσαν να γίνουν αυτές οι παρακολουθήσεις και οι πιο υποψιασμένοι άφηναν ένα μελαγχολικό υπομειδίαμα να τους ξεφύγει. Τότε πιστεύαμε ότι κάπου θα μπει ένας «κόφτης» σε όλα αυτά, η Δημοκρατία δεν θα ανεχτεί αυτές τις εκτροπές. Αντιθέτως, πενήντα χρόνια μετά, είναι φανερό ότι η παρακολούθηση των πάντων έχει σχεδόν νομιμοποιηθεί στο όνομα της «έννομης τάξης» ή για λόγους «εθνικής ασφαλείας», ενώ καθημερινά περνά ως κοινή πεποίθηση ότι οποιοσδήποτε που έχει τα χρήματα και τις «άκρες» μπορεί να παρακολουθήσει τον καθένα. Ένα εφιαλτικό πλαίσιο για τη σύγχρονη ζωή, όπως αποτυπώνεται και στο συγκλονιστικό φινάλε που μας επιφυλάσσει ο Κόπολα, με τον ήρωά του ισοπεδωμένο, να αντιλαμβάνεται ότι έβαλε και αυτός το χέρι του για να ζει μέσα σε μία υπαρξιακή κόλαση.
Πολιτικό θρίλερ με ανεπανάληπτη ερμηνεία του Τζιν Χάκμαν
Ο Κόπολα κινηματογραφεί σε εντελώς διαφορετικό ύφος από τον «Νονό», ο ηλεκτρισμός της ταινίας του είναι διάχυτος, απαιτεί την απόλυτη προσοχή του θεατή και τελικά παραδίδει ένα πολιτικό θρίλερ, απ’ αυτά που δεν γυρίζονται σήμερα και το πιθανότερο δεν μπορούν να γυριστούν. Όμως, αν ο δημιουργός και του «Αποκάλυψη Τώρα» κάνει το θαύμα του και κερδίζει θριαμβευτικά τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών, ο Τζιν Χάκμαν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, κάνει την ερμηνεία της ζωής του, όπως έχει παραδεχθεί και ο ίδιος.
«Η Συνομιλία» είναι πραγματικά και μια ταινία του Τζιν Χάκμαν. Ένας τεράστιος ηθοποιός, που χωρίς να είναι ωραίος, θα είναι απ’ αυτούς που πάντα θα αναζητάμε. Είναι ανεπανάληπτος, μπαίνοντας στο πετσί και στο πνεύμα ενός τραγικού αντιήρωα, ενός μεσήλικα, που ο χαρακτήρας του φτάνει στα όρια του κοινωνικού αυτισμού, που παραμένει απαθής σε κάθε συναίσθημα, προτιμώντας να αυτοβασανίζεται, κάνοντας μια δουλειά όπως όλες οι άλλες, μέχρι να αντιληφθεί ότι είναι υποχείριο των αφεντικών του. Και αυτό είναι ότι χειρότερο, σύμφωνα με τον Βίτο Κορλεόνε…
Για την ιστορία, η έξοχη διεύθυνση φωτογραφίας είναι του Μπιλ Μπάτλερ, ενώ κομβική ήταν η συμμετοχή του Γουόλτερ Μαρτς στο μοντάζ και στην ηχοληψία. Επίσης, έπαιζαν και οι εξαιρετικοί Τζον Καζάλε, Άλεν Γκάρφιλντ, Φρέντερικ Φόρεστ, Μάικλ Χόγκινς, Ελίζαμπεθ ΜακΡέι, Χάρισον Φορντ και Ρόμπερτ Ντιβάλ. Αλλά, είπαμε μπροστά σε αυτόν τον Τζιν Χάκμαν όλοι δίπλα του είναι απλώς κομπάρσοι.
Έχασε το Όσκαρ από τον… Φράνσις Φορντ Κόπολα
«Η Συνομιλία», το «μικρό» αριστούργημα του Κόπολα, που στις ΗΠΑ ήταν μία εμπορική αποτυχία, καθώς για μια ακόμη φορά το αμερικάνικο κοινό δεν άντεξε να κοιτάξει στον καθρέφτη, να αισθανθεί τα νοήματα μιας προχωρημένης ιστορίας, είναι πλέον και μια κλασική ταινία, πάντα επίκαιρη και «εξοντωτική». Θα κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, αλλά θα χάσει το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας από τη μοναδική ταινία που μπορούσε να τη νικήσει: Τον «Νονό 2»…
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ | Γράφει ο Χ. Αναγνωστάκης