Η One from the Heart παρουσιάζει τη νέα ταινία του Θάνου Αναστόπουλου και του Davide Del Degan, Η Τελευταία Παραλία (L’Ultima Spiaggia).

Η ταινία γυρισμένη σε διάρκεια δύο χρόνων αποτελεί ένα από τα ελάχιστα ντοκιμαντέρ που επιλέχθηκαν φέτος για το επίσημο πρόγραμμα του 69ου Φεστιβάλ των Καννών. Η Τελευταία Παραλία, τέταρτη ταινία του Θάνου Αναστόπουλου, σε συν-σκηνοθεσία του Davide Del Degan, συνιστά ένα σπάνιο ντοκιμαντέρ για μια παραλία μοναδική στην Ευρώπη και τους εξίσου ξεχωριστούς «κατοίκους» της.

Η ταινία έκανε την ελληνική της πρεμιέρα στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας παρουσία των σκηνοθετών Θάνου Αναστόπουλου και Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν και την ιταλική πριν από λίγες μέρες στον τόπο που γυρίστηκε, στην Τεργέστη, παρουσία συντελεστών και πρωταγωνιστών στο θέατρο Sala Tripcovich όπου πλήθος κόσμου έμεινε εκτός αίθουσας καθώς καλύφθηκαν και οι 1.000 θέσεις.

Στη συνέχεια η ταινία θα αρχίσει να προβάλλεται στις αίθουσες σε Αθήνα (Ταινιοθήκη, Άστορ, Δαναός) και Θεσσαλονίκη (αίθουσα Τζον Κασσαβέτης – Λιμάνι) στις 6 Οκτωβρίου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ταινία προβάλλεται με το νέο της cut (διάρκειας 118’) που έκαναν οι σκηνοθέτες για την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες της Ελλάδας και του εξωτερικού όπου η ταινία θα διανεμηθεί στη Γαλλία και την Ιταλία, μεταξύ άλλων.

Μια παραλία, οι άνθρωποί της, η Ευρώπη και τα σύνορα

Η Τελευταία Παραλία αποτελεί μια συγκινητική όσο και αστεία περιήγηση στον μικρόκοσμο μιας λαϊκής παραλίας στην Τεργέστη της Ιταλίας στην διάρκεια των τεσσάρων εποχών του χρόνου, που αποκαλύπτει σταδιακά  μια μοναδική ταινία για τα σύνορα, τις ταυτότητες και τις διαφορετικές εποχές, μια τραγικωμωδία για την ανθρώπινη φύση.

Η επίσημη ονομασία της παραλίας είναι δημόσιο θέρετρο «Λα Λαντέρνα», αλλά όλοι στην Τεργέστη το αποκαλούν απλά «Ελ Πεντοτσίν», μια δημοτική  παραλία στην καρδιά της Τεργέστης, που ακόμα χωρίζεται στα δύο από έναν τοίχο. Στη μία πλευρά είναι οι άντρες και στην άλλη οι γυναίκες.  

Ένας άλλος κόσμος, ένα νησί που ο χρόνος σταμάτησε να κυλάει, με θέα σε μια θάλασσα που χωρίζει κι ενώνει την ίδια στιγμή, που διευρύνει και συγχέει τα σύνορα, τα επανακαθορίζει και φέρνει κοντά Ιταλούς και Σέρβους, Έλληνες και Σλοβένους, Εβραίους και Γερμανούς, Αυστριακούς και Αμερικανούς. Την ίδια στιγμή, η παραλία αυτή αποτελεί  το τελευταίο καταφύγιο για τους ανθρώπους που της εμπιστεύονται ένα μεγάλο κομμάτι της  ζωής τους.

Οι δύο σκηνοθέτες παρακολούθησαν την παραλία έναν ολόκληρο χρόνο. Το χειμώνα με ελάχιστους λουόμενους, κυρίως άντρες, που γεμίζουν εκεί το χρόνο που δεν περνά. Την άνοιξη, όταν ο ήλιος γίνεται πιο ζεστός και το θέρετρο σταδιακά ζωντανεύει. Το καλοκαίρι σε μια κατάμεστη παραλία, όπου οι ναυαγοσώστες εκτελούν τα καθήκοντά τους υπό το άγρυπνο βλέμμα των γυναικών. Και τέλος, το φθινόπωρο, όταν μαζεύονται οι σημαδούρες και οι μήνες που πέρασαν βαραίνουν τη σκέψη, όταν οι τακτικοί λουόμενοι λένε αντίο μέχρι την επόμενη χρονιά και φέρνουν στο μυαλό τους εκείνους που «χάθηκαν».

Στις 30 Σεπτεμβρίου, η πύλη ανοίγει για το ετήσιο πάρτι του τέλους της σεζόν. Άντρες και γυναίκες ετοιμάζονται. Φαγητό, κρασί, τραγούδια και κέφι. Στις 12 ακριβώς, ο τοίχος ανοίγει μέσα σε γενική αδιαφορία και όλως περιέργως σχεδόν κανείς δεν περνά στην άλλη πλευρά.

Σε μια πόλη όπου τα σύνορα άλλαζαν αδιάκοπα, όπου τα φράγματα, αληθινά ή συμβολικά, έχουν καταρρεύσει, ο τοίχος του Πεντοτσίν στέκει ακόμα, επειδή παραδόξως δε χωρίζει, αλλά διατηρεί την ελευθερία αντρών και γυναικών. Ένας τοίχος που οδηγεί σε ένα στοχασμό πάνω στην ταυτότητα και σε μια βαθύτερη κατανόηση αυτών των «ψυχικών τειχών» που κληρονόμησε η Τεργέστη, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, από τον 20ο αιώνα. Ταυτόχρονα, όμως, θέτει ερωτήματα γιατί ορθώνονται τα τείχη.

Σημειώματα των σκηνοθετών

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα και ζω στην Τεργέστη οκτώ χρόνια, από τη γέννηση του γιου μου. Μαζί του ανακάλυψα την παραλία Πεντοτσίν, όπου ολόκληρες γενιές παιδιών της περιοχής έκαναν τα πρώτα τους βήματα. Έχοντας μεγαλώσει στις παραλίες της Αττικής, αμέσως ένιωσα οικεία σε μια παραλιακή πόλη όπως η Τεργέστη και άρχισα να αναζητώ ομοιότητες και διαφορές με τα μέρη των παιδικών μου χρόνων. Αυτό με οδήγησε σε ένα μεγάλο και βαθύ στοχασμό για τα σύνορα, τις διακρίσεις, την εθνική και τη σεξουαλική ταυτότητα.

Ένας τοίχος σε μια παραλία στη σημερινή Ευρώπη μοιάζει να αμφισβητεί όλα τα θεμέλια της κοινωνίας μας. Τότε ξεκίνησε αυτό το φιλμ και ήταν ο λόγος που άρχισα να πηγαίνω στην παραλία στη διάρκεια του χειμώνα. Με αυτόν τον τρόπο μπόρεσα να αναπτύξω μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης με τους εργαζόμενους και τους λουόμενους. Ακολουθώντας την καθημερινή τους ρουτίνα ανάλογα με τον καιρό και τη φύση, συνειδητοποίησα ότι ένας ολόκληρος μικρόκοσμος αποκαλυπτόταν μπροστά στα μάτια μου.

Τεργέστη. Μια κοσμοπολίτικη και πολυπολιτισμική πόλη, ιταλική και ταυτόχρονα αυστριακή, βαλκανική, ελληνική και εβραϊκή. Μια πόλη όπου κανείς δεν αισθάνεται ξένος, επειδή όλοι είναι ξένοι ως ένα βαθμό, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Μια πόλη που θα μπορούσε να είχε γίνει η ευρωπαϊκή Νέα Υόρκη, αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά στη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων πολέμων. Ένας «παλιός κόσμος» που χάθηκε, όπου ένα παρελθόν γεμάτο υποσχέσεις έχει μετατραπεί σε απογοήτευση και διαψευσμένες ελπίδες. Ένα μέρος όπου κανείς δεν ντρέπεται να θεωρεί τον εαυτό του χαμένο, επειδή εδώ είναι συνηθισμένο συναίσθημα, στάση ζωής. Μια συνοριακή πόλη που κλονίζει τις αντιλήψεις μας περί καταγωγής, ταυτότητας και ένταξης, όπου ένας τοίχος μπορεί να γίνει το σύμβολο μιας ουτοπίας και να γκρεμίζει τα «ψυχικά τείχη» που όλοι κρύβουν εσωτερικά. Η αφήγηση της ιστορίας του τοίχου του Πεντοτσίν είναι σαν να λέμε τη δική μας ιστορία, πιστοί θαμώνες της δικής μας τελευταίας παραλίας, καθώς ψάχνουμε τη θέση μας κάτω από τον ήλιο.

Θάνος Αναστόπουλος

Γνώριζα ήδη καλά την παραλία και τις χιλιάδες ιστορίες που αργότερα συνέθεσαν την αφηγηματική γραμμή της ταινίας. Είχα ήδη ζήσει την ατμόσφαιρά της, είχα ακόμα στο μυαλό μου τα πρόσωπα αυτών των ατόμων, αληθινών ανθρώπων που κουβαλούν το βάρος μιας εύθραυστης ανθρωπιάς. Είχα πολύ καιρό να επισκεφτώ το Πεντοτσίν, αλλά εκεί μεγάλωσα κι εκεί βρίσκεται η καρδιά μου. Το να ανακαλύπτω εκ νέου τις ρίζες μου μετά από πολλά χρόνια ήταν μια  καθαρτική εμπειρία. Οι μικρές και μεγάλες ανθρώπινες περιπέτειες που συγκεντρώνονταν σε ένα τόσο μικρό μέρος, όλο αυτό το ανθρώπινο εύρος και η δύναμη, έφεραν απίστευτη ενέργεια στη δουλειά μας.

Όλες οι μέρες που περάσαμε με τα πόδια μας βυθισμένα στην άμμο της παραλίας, με τα μάτια μας καρφωμένα σε γυμνούς άντρες και γυναίκες, σε παράξενα παλιά κτίρια, στη θάλασσα,  με επηρέασαν με έναν τρόπο που υπερβαίνει το χρόνο. Στην αρχή επέλεγα να βιώνω τα πάντα με τη ματιά, την προοπτική και τις διαστάσεις του παιδιού που ήμουν κάποτε, σαν ονειροπόληση. Αργότερα ανακάλυψα ένα είδος παλιομοδίτικου ανδρισμού, ανίκανο να κατανοήσει ή να συλλάβει οτιδήποτε πέρα από τον εαυτό του.

Καθώς περνώ από μαυρισμένα κορμιά θυμάμαι τη δική μου οπτική ως παιδιού, τότε που τρόμαζα από τα κάποιες φορές υπερβολικά μεγάλα στήθη άγνωστων και ωστόσο γνώριμων γυναικών, ενώ μια στιγμή αργότερα βλέπω με τα μάτια ενός ενήλικα, που αναγνωρίζει τη δύναμη και τη χειραφέτηση των ατόμων που αισθάνονται ελεύθεροι να είναι όπως ακριβώς είναι. Μετά από αρκετούς μήνες προετοιμασίας καταφέραμε να αναπτύξουμε το είδος της σχέσης με τους λουόμενους που μας έδωσε τη δυνατότητα να παράγουμε ένα ντοκιμαντέρ παρατήρησης, οι ιστορίες των οποίων εμφανίστηκαν μόνες τους, μόνο με τη βοήθεια του χρόνου και χωρίς την παραμικρή παρέμβαση ή επιρροή από την πλευρά μας.

Δε σχεδιάσαμε επίσης τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα πρόσωπα ούτε προτείναμε θέματα προς συζήτηση. Όλα προέκυψαν αυθόρμητα από τη ζωή σε αυτή την παραλία και τη φυσική ροή του χρόνου, η οποία κατά μία έννοια μάς ανάγκασε να παραβιάσουμε τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και στο ντοκιμαντέρ προκειμένου να περιγράψουμε το κλασικό αρχέτυπο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ζωή, θάνατος, πολιτισμικές και ηθικές αξίες. Σε μια συνοριακή πόλη που αντιπροσωπεύει την πολυπολιτισμικότητα στον υπέρτατο βαθμό και παραμένει σφιχτά δεμένη με το ιστορικό της παρελθόν.

Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν

Έγραψαν για την ταινία:

«Στην Τεργέστη, ένα κάποτε δυναμικό πολυπολιτισμικό λιμάνι στη βορειοανατολική Ιταλία, βρίσκεται μια δημοτική παραλία με ένα ψηλό τσιμεντένιο τοίχο που χωρίζει την πλευρά των ανδρών από την πλευρά των γυναικών. Αυτό το πικρό, βαθυστόχαστο και τρυφερό ντοκιμαντέρ σκηνοθετημένο από τον Έλληνα δημιουργό Θάνο Αναστόπουλο (Η Κόρη) που ζει στην Τεργέστη και από τον Ιταλό συνάδελφο του Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν, μας παρουσιάζει τις σημαντικότερες στιγμές ενός έτους που πέρασαν οι δύο σκηνοθέτες παρατηρώντας τους κατοίκους αυτής της παράξενης διαχωριστικής γραμμής της παλιάς Ευρώπης. Μια μεταφορά; Ναι, αλλά όχι με έναν προφανή τρόπο που μπορεί να περιμέναμε.
Περισσότερο ελεγειακή παρά διδακτική, Η Τελευταία Παραλία ενθαρρύνει το κοινό της να συλλογιστεί γύρω από την έννοια των συνόρων, γεωγραφικών, σεξουαλικών και άλλων, χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει το τρυφερό βλέμμα της στους εκκεντρικούς θαμώνες που συχνάζουν, είτε με βροχή είτε με ήλιο, σε αυτό το παράξενο κατάλοιπο μιας πιο σεμνότυφης Αυστροουγγρικής παραθαλάσσιας εποχής».

Lee Marschall, Screen International

«Ο Θάνος Αναστόπουλος και ο Ντάβιντε Ντελ Ντέγκαν, ελληνο-ιταλικό κινηματογραφικό δίδυμο, κινηματογραφούν αυτό το αιώνιο ανθρωπολογικό τοπίο που είναι η παραλία, ταυτόχρονα σαν ένα πιθανό τέλος του δυτικού πολιτισμού και του γερασμένου πληθυσμού του και σαν ένα θέατρο αναψυχής και προσωπικής έκφρασης. Θα μπορούσαμε να φοβηθούμε ότι η ταινία θα είχε σκωπτική διάθεση, αλλά ευτυχώς μας χαρίζει μια γενναιόδωρη αποτύπωση των διαφορετικών χαρακτήρων και σωμάτων, σε συνδυασμό με μια αίσθηση καρναβαλιού».

Le Monde  

Μια παραγωγή των:
Mansarda Production (Ιταλία),
Φαντασία Οπτικοακουστική (Ελλάδα),
Arizona Productions (Γαλλία)

Με την υποστήριξη των:
Rai Cinema,
Friuli Venezia Giulia Film Commission,
Fondo Audiovisivo FVG,
EΡΤ – Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση
Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου,
Centre National du Cinéma et de l’image animée –
Ταμείο ενίσχυσης Ελληνογαλλικών συμπαραγωγών.

Συντελεστές:

Σκηνοθεσία: Θάνος Αναστόπουλος – Davide Del Degan
Παραγωγοί: Nicoletta Romeo – Στέλλα Θεοδωράκη -Guillaume De Seille
Φωτογραφία: Ηλίας Αδάμης – Debora Vrizzi
Μοντάζ: Μπονίτα Παπαστάθη
Μοντάζ Ήχου: Matteo Serman
Ήχος: Francesco Morosini
Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης

www.onefromtheheart.gr