Δρόμο Παίρνω, Δρόμο Αφήνω
῾῾Γιατί είμαστε εδώ; Είμαστε εδώ για να φύγουμε᾽᾽ (Why are we here? We’re here to go!), διατεινόταν ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, ο μεταλλικός στρατάρχης της Γενιάς Μπητ (Beat Generation), λάτρης της αέναης μετακίνησης, που η τέχνη του ήταν ένα ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο. Ο ῾῾Παππούς Όλων Μας᾽᾽, όπως τον έχρισε με όλο της το δίκιο η Πάτι Σμιθ.
Ο Μπάροουζ είχε ζήσει, μεταξύ άλλων, στη Βιέννη, στην Ελλάδα, στο Μεξικό, στο Μαρόκο, στο Λονδίνο, στην Ταγγέρη, στο Παρίσι. Είχε λατρέψει τους αεικίνητους πειρατές, είχε γράψει γι᾽ αυτούς, και τους νομάδες. Όλοι οι ποιητές και συγγραφείς της Γενιάς Μπητ διέπονταν από την διάθεση της αλλαγής τόπου. Πασίγνωστος είναι ο Τζακ Κέρουακ και το λαχανιαστό μυθιστόρημά του, το On the Road (Στο Δρόμο, μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης, εκδ. Πλέθρον). Αλλεπάλληλες τσάρκες με το αμάξι, ο Κέρουακ, μαζί με τον επιστήθιό του φίλο, τον Νιλ Κάσαντι, οργώνει τις Ηνωμένες Πολιτείες για να συναντήσει την περιπέτεια, τον έρωτα, τη φιλία, βραχνιασμένα βλέμματα, ηλιανθούς, καντίνες, μηλόπιτες, μουσικούς, αλήτες, πλανόδιους ποιητές, μικροεγκληματίες, αγέρωχους μπλουζίστες.
Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο τον Απρίλιο του 1951 με μια φόρα διάρκειας μόλις τριών εβδομάδων στον θρυλικό ρολό (scroll), τον καμωμένο από οχτώ ενιαία φύλλα χαρτί, μήκους συνολικά σαράντα μέτρων, που ο Κέρουακ προσάρμοσε στον κύλινδρο της γραφομηχανής ώστε να γράφει ακατάπαυστα, με αλλεπάλληλες τζαζ ανάσες, χωρίς να χρειάζεται με αλλάξει χαρτί.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Κέρουακ και Εμπειρίκος
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος χαιρέτησε ποιητικά την Μπητ Γενιά, ιδίως στην Οκτάνα (εκδ. Ίκαρος). Τρία μεγάλα πεζά/ποιήματα στεγάζουν ρητές αναφορές στις κεντρικές φυσιογνωμίες της γενιάς ή/και στους τρόπους τους: ῾῾Οι Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως Άγιοι᾽᾽, ῾῾Beat, beat, beatitude and love and glory’’, και ῾῾Ο Δρόμος᾽᾽. Το πρώτο ποίημα είναι ένας αίνος στον οίνο της γραφής και της ζωής του Κέρουακ (ή Κερουάκ όπως τον γράφει ο Εμπειρίκος για λόγους ρυθμού, αλλά και εξαιτίας της γαλλικής καταγωγής του μπητ δημιουργού). Ο Εμπειρίκος συνθέτει μια ρυθμική προσωπογραφία, ένα παλλόμενο πορτρέτο. ῾Ἁνοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές — φωτοστεφής ο Κερουάκ διαβαίνει, πίνοντας το νέκταρ της καθημερινής ζωής παντού όπου το βρίσκει, πίνοντας και προσφέροντας το νέκταρ που περισσότερο κι απ᾽ τον Νιαγάρα ρέει, όταν ο πόθος μέσα μας υπερισχύει και ο ευλογημένος άνθρωπος στο ῾εν τούτω᾽ νίκα του έρωτος ομνύει᾽᾽. Μέθεξη. Μέθη. Μαγεία.
῾῾Ο Αζαρίας, ο Ανανίας και ο Μισαήλ, ο Κερουάκ, ο Γκίνσμπεργκ και ο Κόρσο καθώς και προ αυτών ο μέγας πυρσός Ανδρέας Μπρετόν και η πλειάς του᾽᾽, γράφει/ψαλμωδεί στο δεύτερο ο Εμπειρίκος. Εγκωμιάζει και εδώ το ταξίδι, την περιπλάνηση, το ῾῾φεύγετε να φεύγουμε᾽᾽, όπως παρακινούσε κι ο Νίκος Καρούζος. Ενθέτει το υπερρεαλιστικό πρόγραμμα/πρόταγμα: lâchez tout, partez sur les routes — Παρατήστε τα πάντα, πάρτε τους δρόμους.
Το τρίτο ποίημα, με τίτλο ῾Ὀ Δρόμος᾽᾽, αποτελεί σαφέστατη αναφορά στο μυθιστόρημα του Κέρουακ. Ο Έλληνας υπερρεαλιστής εδώ δεν αινεί τους ταξιδιώτες και τους περιπλανώμενους αλλά τον ίδιο τον δρόμο, τα υλικά του, την ομορφιά του, την ποιητική απεραντοσύνη του, τον ερωτισμό του, τον απόλυτο διεθνισμό του, τα τοπία του, τον διονυσιασμό του, την επαγγελία αιωνιότητας και την άρση του θανάτου που ο δρόμος φέρει. ῾῾Και ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια κι αν είναι η χώρα, όποιο κι αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Αγίων Πάντων᾽᾽.
Εμπειρίκος και Χατζημιχάλης
Γόνιμες είναι πάντα, και γοητευτικές, οι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις τέχνες. Ο Κλοντ Ντεμπισί επηρεάστηκε από τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, βάσισε σε αυτούς τις μουσικές συνθέσεις του και τους τρόπους του. Ο Gregory Markopulos έκανε κινηματογράφο μέσα από την ποίηση. Ο Jonas Mekas επίσης, αλλά και επηρασμένος από τη λατρεία του για τη φιλοσοφία. Ο Τζάκσον Πόλλοκ χόρευε πάνω στους πελώριους καμβάδες του ακούγοντας μουσικές των Ινδιάνων.
Ο ζωγράφος Γιώργος Χατζημιχάλης, βαθύς γνώστης της λογοτεχνίας, συνέλαβε την ιδέα να μεταφέρει στο εικαστικό σύμπαν το ποίημα ῾῾Ο Δρόμος᾽᾽ του Εμπειρίκου. Είχε ακούσει, ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μιαν ηχογράφηση του ποιήματος και το 1974 το διάβασε σε ένα τομίδιο στα περιλάλητα ῾῾τραμάκια᾽᾽. Το 1976, συνέθεσε ένα έργο αποτελούμενο από 39 μικρές ζωγραφιές, εμπνευσμένες από τα ονόματα και τοπωνύμια που κοσμούν το ποίημα. Τριάντα χρόνια αργότερα, το 2006, ο Χατζημιχάλης ξανάπιασε το έργο αυτό, προσθέτοντας ζωγραφιές εμπνευσμένες και από τα πρόσωπα που εμφανίζονται στο ποίημα. Έτσι, το ολοκληρωμένο έργο συντίθεται από 64 εικόνες, μεγέθους 12Χ12Χ1,2 εκατοστά, όλες ακρυλικά και λάδια πάνω σε ξύλο. Ο τίτλος είναι Ο ῾῾Δρόμος᾽᾽ του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Αυτός ο έξοχος φόρος τιμής στην ποίηση και στην περιπλάνηση εξετέθη στο βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ τον Μάιο του 2007. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε σε έναν κομψό δεμένο τόμο ακριβώς στις διαστάσεις των ζωγραφιών.
Όλοι οι Δρόμοι οδηγούν στην Ύδρα
Η Ύδρα, ο άχρονος βράχος στη μέση του Σαρωνικού, ενέπνευσε Beat συγγραφείς όπως οι Allan Ginsberg, Gregory Corso, Harry Norse, και ως σήμερα τελεί ως το ζηλευτό ακρογιάλι μιας διαρκούς grand tour γεμάτης ποίηση και οίηση, που αποθανατίστηκε από τις πένες των Henry Miller, George Johnston, Charmian Clift, Patrick Lee Fermor, Leonard Cohen, με το Υδραίικο φως να διαχέεται και στα γραπτά μεγάλων Ελλήνων όπως ο Σεφέρης και ο Ελύτης. Την ίδια στιγμή αμέτρητοι διεθνείς εικαστικοί από τον Chagall έως τους νεώτερους YBAs γεύτηκαν την ambiance του νησιού.
Το άγονο νησί της Ύδρας προσφέρεται πάντα ως η γόνιμη αρχή μίας πολιτιστικά γαστριμαργικής καλοκαιρινής εκστρατείας. Με σύγχρονο θεματοφύλακα το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, στον γνώριμο χώρο των Σφαγείων, στη θέση που πιθανόν θα καταλάμβανε ο Jeff Koons, όπως μας είχε προϊδεάσει σε μία συζήτηση που είχαμε μαζί του πέρυσι στην έκθεση της Kiki Smith, φέτος παρουσιάζει μια σιωπηρή ιστορική πραγματεία από τον Κωστή Βελώνη με τίτλο «199», όσα δηλαδή τα χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση κατά της Τουρκικής κατοχής, ένα χρόνο πριν τη μεγάλη επέτειο. Πρόκειται για ένα έργο διαφορετικό, ενδοσκοπικό και σιωπηλό που κορυφώνεται με την υποβλητική εγκατάσταση ορειχάλκινων νεκρικών προσωπείων αγωνιστών του 1821 από τη Συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, με πρωταγωνιστές τους Κωνσταντίνο Λαγουμιτζή, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Παναγιώτη Γιατράκο, Φρειδερίκο ΄Εντουαρντ φον Ράινεκ, Ιωάννη Μπούκουρη, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Κωνσταντίνο Μπότσαρη, Ιωάννη Μακρυγιάννη.
Η διαχείριση της μνήμης από την κάθε ιστοριογραφική της απόδοση, είναι μία από της παραμέτρους που καθιστούν την αφήγηση της συχνά επισφαλή καθώς εμφιλοχωρούν οι εκάστοτε ερμηνείες ανάλογα με τα κοινωνικοπολιτικά αφηγήματα της κάθε εποχής. Ο Κωστής Βελώνης κάνει ακριβώς το αντίθετο από ότι θα έκανε ένας πανηγυρικός εορτασμός της επετείου.
Ανθρωποποιεί το μέτρο του ήρωα μέσα από τη χρήση της νεκρικής μάσκας ως memento mori και ίσως και ως vanitas. Αν θεωρήσουμε ότι η κινητήριος δύναμη μίας ηρωοποιημένης περσόνας είναι η προσωπική ανάγκη για ελευθερία και η οποία μέλλει να γίνει κοινό έδαφος για όλους τους καταπιεσμένους, αυτή όμως η ανάγκη δεν μπορεί να αποτρέψει τις θυσίες που εμπεριέχονται σε έναν τέτοιο αγώνα, ούτε την περιρρέουσα αμφίδρομη βαρβαρότητα που σκάβει πρόσωπα και συνειδήσεις. Αναπόφευκτα, όσο περισσότερο ειδωλοποιείται το πρόσωπο τόσο η ανθρώπινη του διάσταση φθίνει με τη φυσική εξέλιξη του χρόνου, που θερίζει ακόμα και τα πιο ευαγή ιδανικά μέσα από την απομυθοποίηση του αυστηρού διαχωρισμού του καλού και του κακού, και της απάλυνσής των μέσα από το τραγικό της ανθρώπινης φύσης.
Διαρρηγνύωντας ανεπαίσθητα την αχλή του μύθου, το «199» είναι περισσότερο με τη μεριά του Στωικού ανθρώπου, παρά με τους εορτάζοντες, μα ούτε και με τους νιχιλιστές. Μία πολύ σοβαρή δουλειά, η οποία λόγω του χώρου των Σφαγείων αποκτά περεταίρω συμβολισμούς σε σχέση με σύγχρονους εγκλεισμούς, τα αισθήματα ασφυξίας και ανασφάλειας σχετικά με το μέλλον του πλανήτη, και τις θυσίες που δίνονται καθημερινά και αντιηρωικά για την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Ο Δημήτρης Αντωνίτσης και το Hydra School Project, για 21η συνεχόμενη χρονιά και για δεύτερο χρόνο στο Διδακτήριο της Σχολής Εμποροπλοιάρχων παρουσιάζουν την ομαδική έκθεση «MATRIX : AKASHIC FIELDS FOREVER».
Ο τίτλος αναφέρεται στη θεωρία των Ακασικών Αρχείων που υποστηρίζει πως όλοι είμαστε συνδεδεμένοι με ένα αόρατο πεδίο μέσα στο οποίο καταγράφονται τα πάντα, όλα όσα υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν. Σαν ένα θησαυροφυλάκιο μνήμης, μέσα του εμπεριέχονται όλες οι πληροφορίες για όσα συμβαίνουν στο σύμπαν, όπου τίποτα δεν χάνεται ακόμα κι αν «πεθάνει», καθώς όλα είναι έκδοχα αυτού του υπερ-συμπαντικού αλγόριθμου. Σε αυτή λοιπόν αναπόδραστη τελεολογία 12 σύγχρονοι εικαστικοί επιχειρούν είτε την κατανόηση του άρρηκτου ή τη μεγάλη διάρρηξη του.
Επιλέξαμε να σας παρουσιάσουμε ενδεικτικά τον Δημήτρη Αντωνίτση (Ελλάδα), μέσα από τη σταθερή του ενασχόληση με τον κατακερματισμό της παράδοσης μέσα από γλυπτικά σπαράγματα αγγείων από αλουμίνιο (Interjection Series, 2020) και βίντεο (Mother’s Day, 2000), όπου συρράφει τις σιωπές/παύσεις της αφήγησης της μοναχής Πελαγίας στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Ύδρας, της οποίας ολόκληρη η διαβίωση είναι δομημένη σε ένα συγκεκριμένο τελετουργικό ενός θεολογικού matrix. Επίσης τα 4 υφαντά επάνω σε βιομηχανικά υλικά της Zoe Paul, την οποία είδαμε πρόσφατα στην Πειραιώτικη Transmission, είχαν αυτή τη χειρονακτική ποιητικότητα του κεντητού πατρόν, ένα χειροποίητο grid που έρχεται σε αντιδιαστολή με το matrix της τεχνολογίας και των ηλεκτρονικών παιχνιδιών.
Πάντα στο Hydra School βρίσκουμε νέες και ενδιαφέρουσες δουλειές, όπως όταν η φύση μοιάζει να σχηματοποιείται μέσα την τυχαιότητα, από αραβουργηματικές δαντέλες και τιμαλφή από αδειανά πουκάμισα τζιτζικιών και πεσμένα φύλλα μπλεγμένα με άνθη, με εμμονή φυσιοδίφη από την Άλκηστη Μαυροκεφάλου (Ελλάδα). Άλλη μία αξιόλογη πρόσληψη της επαναληπτικότητας αποτελούν οι αφαιρετικοί καμβάδες της Heidi Lampenius (Φινλανδία), που εστιάζουν στη δόνηση, στην παλμικότητα και σε ένα λεπτοφυές οργανικό σχέδιο σαν να αναδεύονται από μέσα του διάφανοι ασπόνδυλοι οργανισμοί. Ο Tom Friedman (ΗΠΑ) επαναεφευρίσκει την ποίηση που ενδημεί μέσα σε έναν φθίνοντα πολιτισμό, συλλέγοντας απορρίμματα του σύγχρονου ανθρώπου και τον επαναδημιουργεί νέο-πλατωνικά από πλαστικά καλαμάκια ή μέσα από τη δύναμη του να αλλάζει την υπόσταση της φύσης, όπως μέσα από μία ταρυχευμένη πασχαλίτσα.
Επίσης, στα καταστήματα της Δημοτικής Αγοράς Ύδρας, με οργάνωση του ΚΕΔΥ και σχεδιασμό του Αλέξη Βερούκα, μόλις ξεκίνησε η ομαδική έκθεση 15 καλλιτεχνών για τον Υδραίο Μίλτο Σαχτούρη, με τίτλο «ο Κληρονόμος των Πουλιών», και έργα ποιητικά και ανίερα όπως τα γαλαζωπά συμπλέγματα σε πηλό από το Νίκο Τρανό.
Μία Λυρική Κιβωτός
Από την άνυδρη Ύδρα βρεθήκαμε σε έναν αρχέγονο κατακλυσμό. Πίσω στην ηπειρωτική χώρα, οι άνεμοι μας τράβηξαν προς τη Μικρή Επίδαυρο, και σε ένα λυρικό θεατρικό δρώμενο που αποτέλεσε ένα από τα highlights του περιορισμένου λόγω των συνθηκών φετινού Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2020.
Η «Κιβωτός του Νώε» του Μικελάντζελο Φαλβέττι, μέσα από την εύφορη σύμπραξη της Ομάδας Ραφή και των Nova Melancholia, μας αφηγήθηκε οπερατικά το υπέροχο ορατόριο του 17ου αιώνα, που εγείρει ερωτήσεις σχετικές με τον ντετερμινισμό της φύσης, τη θεία τιμωρία και την ανάγκη για προσωπική ελευθερία. Οι λυρικοί περφόμερ εκτός των θαυμαστών ηχοχρωμάτων τους, ξεδίπλωσαν μια μεγάλη γκάμα από δραματικές δεξιότητες, στην ανάπτυξη χαρακτήρων όπως ο σοβαρός και εκδικητικός Θεός, ο ‘ελαφρύς’ Διάβολος, τα σατυρικά Στοιχεία της Φύσης, η απορία του Νώε για την επιλογή του ως ο σωτήρας τη; Φύσης, και η τελική κραυγή για Ελευθερία μέσα από την ενσωμάτωση, ως σημεία σκηνογραφικής μα και ουσιαστικής νοηματοδοτικής στίξης, φράσεων-κραυγών σε πλακάτ όπως ‘I can’t Breathe’ αλλά και ως homage στον Ζακ Κωστόπουλο και στη rainbow flag, μα και στο νέο περιβαλλοντικό παγκόσμιο κίνημα.
Ταξίδι μέσα στο φωτογραφικό και κινηματογραφικό Χρόνο
Ταξιδεύοντας προς το Βορρά, ήρθαμε σε επαφή με μία άλλη Ελλάδα μέσα από τον φωτογραφικό φακό του Fred Boissonnas και της αναδρομικής του “Images from Greece” στο Ριζάρειο Εκθεσιακό Κέντρο στο Μονοδένδρι Ζαγορίου. Οι λήψεις του μεγάλου Γαλλοελβετού φωτογράφου, ενώ έχουν την ντοκιμαντερίστικη ματιά ενός βέρου Grand Tourist, χαρακτηρίζονται από μία αμέριστη τρυφερότητα στην παρουσίαση των τοπίων και των προσώπων. Διαλέγει προσεκτικά πως θα χαϊδέψει με το βλέμμα του ο Boissonnas τις απάτητες πλαγιές, τις ακροθαλασσιές και το αέναο κρυφτό του Μεσογειακού φωτός με τη σκιά, αλλά είναι στα καλύτερα του όταν παρακολουθεί με βουβή συγκίνηση τις συσπάσεις από την πολύωρη εργασία στα πρόσωπα βοσκών και ναυτικών, όταν παρακολουθεί τις χαρωπές παρέες των κοριτσιών με τα μαντήλια, όταν συμμετέχει και ο ίδιος στις γιορτές των Ελλήνων και σκιαγραφεί την ψυχή τους μέσα σε ταπεινά εσωτερικά και αυλές.
Γι όσους πιθανόν να μην γνωρίζουν ο Boissonnas μαζί με τον καλό του φίλο ιστορικό τέχνης και πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης Daniel Baud Bovy, και τον κυνηγό Χρήστο Κόκκαλο ήταν οι πρώτοι που ανέβηκαν στον Μύτικα, στα έδρανα του θεών του Ολύμπου μια μέρα σαν σήμερα το 1913, όπως μας τα διηγείται ο απόγονος του Baud Bovy, του οποίου η αγάπη για τη χώρα πέρασε σε όλες τις επόμενες γενιές. Μαζί με τον Boissonnas ανέπτυξαν την τέχνη της φωτογραφίας μέσα από την ανακάλυψη της ορθοχρωματικής πλάκας, με την οποία ο Fred φωτογραφίζει την λευκότητα του Mont Blanc χωρίς ρετούς. Μεγάλο μέρος της συλλογής των φωτογραφιών του Fred Boissonnas έχει δωριστεί στο Μουσείο Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης.
Εκεί στο όμορφο Ζαγόρι είχαμε τη χαρά να παρευρεθούμε στην τελευταία βραδιά του εναλλακτικού φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Zagoriwood, το οποίο έχει μεγάλη απήχηση στους νέους κινηματογραφιστές, και χαρήκαμε τις κινηματογραφικές εργασίες των σπουδαστών των εργαστηρίων που πραγματοποιούνται παράλληλα, με μόνα εργαλεία και φέτος ‘τον άνθρωπο με μία κάμερα κι έναν υπολογιστή’ ως μία πλήρης μονάδα παραγωγής οπτικοακουστικού έργου, ενός Φεστιβάλ που πραγματοποιείται εδώ και 11 χρόνια στα βουνά της Ηπείρου και έχει παράξει 30 ταινίες μικρού μήκους, με αρκετές διακρίσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Διαφορετικές καλλιτεχνικές συγγένειες
Το ταξίδι αυτή τη φορά ολοκληρώθηκε πίσω στην αρχετυπική αφετηρία κάθε ταξιδιού που σέβεται τον εαυτό του, στο λιμάνι των Αργοναυτών. Στον φιλόξενο χώρο της γκαλερί ‘δ’ στο Βόλο, η ομαδική έκθεση ζωγραφικής 20 καλλιτεχνών με τίτλο «Συγγενείς Διαφορετικότητες» την οποία επιμελείται ο εικαστικός Νίκος Ποδιάς, φέρει κάτι από την γλυκιά λήθη ενός καλοκαιρινού απομεσήμερου. Συγκεκριμένα ο Ποδιάς συνομιλεί στην ονειρική του θαλασσογραφία με μία ακόμα απεραντότητα του Αλέξανδρου Ψυχούλη, νονού του τίτλου της τέταρτης έκδοσης της καλοκαιρινής αυτής έκθεσης, με έργα στα οποία δεν μας έχουν συνηθίσει οι δύο δημιουργοί, όπου διαφαίνεται μια βαθιά ανάγκη έκφρασης μέσα από, και ίσως επιστροφής, στη ζωγραφική.
Ψάχνοντας για τη συγγένεια στη διαφορετικότητα επιβιβαστήκαμε στο καΐκι του Πασχάλη Αγγελίδη με φόντο ένα αρχέγονο χρυσό ημικύκλιο ηλιοβασιλέματος που μας ταξίδεψε μέχρι το κολάζ κάτοπτρο του Γιάννη Μιχαηλίδη. Ακούσαμε το κελάηδισμα ενός αδιόρατου πουλιού στην πρωινή αχλή από τον Κωνσταντίνο Μπομπό, και νιώσαμε να αναμοχλεύουν μέσα μας τα αδιόρατα αλλά επίμονα και επίπονα σχεδιασμένα, βιομορφικά σχήματα της Κατερίνας Διακομή. Το αιώνια εναλλασσόμενο τοπίο του ανθρώπινου προσώπου αποτέλεσε το προκλητικό μοτίβο για διαφορετικά μα εξίσου συγκινητικά πορτρέτα ψυχής στα έργα των Σταμάτη Λάσκου, Ιωακείμ Μιναρετζόπουλου, Γιώργου Κουρκούβελου και Βασίλη Κοντογεώργου σε δημιουργική αντιπαραβολή με τον άνθρωπο μονάδα στο πλήθος της Μαρίας Χατζηνικολάου. Και συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε μέσα από τα υπόλοιπα μαγευτικά σχήματα και χρώματα μιας ευαίσθητης έκθεσης που δεν φοβάται την ομορφιά…
Ωραία των Τεχνών η ευγένεια και η σκυταλοδρομία! Κι ας μην ξεχνάμε τη φράση των πειρατών ῾῾Navigare necessse es. Vivare no es necessity” (Αναγκαίο να ταξιδεύεις, κι όχι αναγκαίο να ζεις), μια φράση που απαθανάτισε στα αγγλικά ο Ουίλιαμ Μπάροουζ και πάλι στο βιβλίο του The Job, το 1969. “It is necessary to travel. It is not necessary to live.”
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Αλέξανδρος Ψυχούλης