Το έργο
Γραμμένη το 1670, η τραγωδία Βερενίκη του Ρακίνα ακολούθησε τη μεγάλη του επιτυχία, τον Βρετανικό. Μολονότι το θέμα της Βερενίκης είναι ο έρωτας, ωστόσο, σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Georges Forestier, η πολιτική κατέχει εξίσου σημαντική θέση στο έργο. Πρόκειται για μια ιδιότυπη τραγωδία, καθώς απουσιάζουν οι αιματοχυσίες, οι φόνοι αλλά και οι θάνατοι. Θα μπορούσε μάλλον να χαρακτηρισθεί ως τραγωδία δακρύων, αφού είναι διάχυτος ο πόνος, η απογοήτευση και η θλίψη.
Το κείμενο πραγματεύεται τη μεγάλη ιστορία αγάπης ανάμεσα στη Βερενίκη και τον Τίτο. Το ζευγάρι είχε γνωριστεί πριν από πέντε χρόνια, όταν ο Τίτος εκστράτευσε στην Ιουδαία. Επιστρέφοντας στη Ρώμη πήρε μαζί του και την αγαπημένη του Βερενίκη, στην οποία είχε υποσχεθεί ότι θα την παντρευτεί. Όταν όμως ο Τίτος, απροσδόκητα, ανέβηκε στο θρόνο ως αυτοκράτορας, αναγκάστηκε να αθετήσει την υπόσχεσή του, γνωρίζοντας ότι ο λαός δεν θα του επέτρεπε να παραμείνει με τη «βάρβαρη» βασίλισσα Βερενίκη.
Ο Ρακίνας πραγματεύτηκε στο έργο του το δίλημμα μπροστά στο οποίο βρέθηκε ο Τίτος, διχασμένος αφενός, ανάμεσα στο λαό και μια αυτοκρατορία και αφετέρου, στην αγάπη του για την Βερενίκη. Ο Γάλλος συγγραφέας, προκειμένου να επιτείνει τη δραματικότητα του διλήμματος του νέου αυτοκράτορα, έβαλε τον Τίτο να έχει διαβεβαιώσει, κατά το παρελθόν, τη Βερενίκη ότι δεν πρόκειται να την εγκαταλείψει, όποιες και αν ήταν οι εξελίξεις στο κράτος του. Επιπλέον, η Βερενίκη δεν υπήρξε απλώς ερωμένη του, αλλά ο άνθρωπος ο οποίος τον μεταμόρφωσε, δείχνοντάς του τον δρόμο της αρετής και της σωφροσύνης και βοηθώντας τον, ουσιαστικά, να στεφθεί αργότερα αυτοκράτορας.
Η παράσταση
Ο Ρομέο Καστελλούτσι βασίστηκε στην τραγωδία του Ρακίνα προκειμένου να παρουσιάσει την τραγωδία μιας ερωτευμένης, πληγωμένης και εκτεθειμένης στα βλέμματα του κόσμου γυναίκας. Διόλου τυχαίο ότι η Βερενίκη στο τέλος της παράστασης ζήτησε, επιτακτικά σχεδόν, από το κοινό να πάψει να την κοιτά (“Ne me regardes pas!”). Απηύθυνε αυτή την έκκληση/παράκληση/διαταγή, αφότου είχε σηκωθεί ο τέταρτος τοίχος της παράστασης, είχαν ανάψει τα φώτα και δεν υπήρχαν υπέρτιτλοι, γεγονός το οποίο θέτει υπό συζήτηση, εάν η φράση ειπώθηκε από την Βερενίκη ή/και από την ηθοποιό- Ιζαμπέλ Υπέρ. Με αυτό τον τρόπο, ο σκηνοθέτης τόνισε το στοιχείο της μετα-θεατρικότητας, το οποίο κυριάρχησε καθόλη την παράσταση, μολονότι φρόντισε ώστε η σκηνή να μοιάζει απολύτως απομονωμένη και περιχαρακωμένη.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Εν προκειμένω, ο Καστελλούτσι έπαιξε με την κλασσική τραγωδία του Ρακίνα βαδίζοντας ανάμεσα στον κόσμο της Αναγεννησιακής Γαλλίας του συγγραφέα και στην αρχαία Ρώμη του Τίτου και της Βερενίκης, ενώ παράλληλα έκλεισε το μάτι στη σημερινή εποχή. Εικόνες από τον ρουν της Ιστορίας εναλλάσσονταν στα μάτια του κοινού. Ενδεικτικά, ο σταυρός που ορθώθηκε φέροντας κορδέλες στα χρώματα της Γαλλικής σημαίας, υπενθύμισε ότι στο βωμό της εξουσίας με πρόσχημα την πατρίδα και τη θρησκεία έχουν θυσιαστεί δισεκατομμύρια ανθρώπων. Έτσι, ο σκηνοθέτης υπογράμμισε τη διαχρονικότητα του έρωτα, του πόνου της αγάπης, αλλά και της δύναμης που η εξουσία κατέχει στην ανθρώπινη ύπαρξη. Εκτεθειμένος ο άνθρωπος μπροστά στη βάσανο της εξουσίας, καταλήγει λαβωμένος από έρωτα, όπως συμβαίνει και με την Βερενίκη.
Το πυρακτωμένο στεφάνι το οποίο κατέβηκε από τον ουρανό, κυκλώνοντας το ζωτικό χώρο της Βερενίκης, κατέστησε ακόμα πιο γλαφυρή την ισχύ της πολιτικής εξουσίας, η οποία φυλακίζει, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τον άνθρωπο. Την ίδια στιγμή όμως που η ερωτευμένη γυναίκα ανακαλύπτει ότι θυσιάστηκε στο βωμό της πολιτικής ισχύος, οι άνδρες συσκέπτονταν στη Σύγκλητο για να συζητήσουν το μέλλον. Ο σκηνοθέτης τοποθέτησε τους άνδρες ηθοποιούς στο μπροστινό μέρος της σκηνής, όπου και αποκαλύφθηκε η αλήθεια: οι άνδρες που συσκέπτονται και αποφασίζουν για το μέλλον και την τύχη των λαών, δεν είναι παρά νεαρά αγόρια, που παίζουν με μπάλες, αλλά και με το ίδιο το στεφάνι της εξουσίας. Απομένουν σταδιακά γυμνοί, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι παρά ανδρείκελα, που ενδύθηκαν το μανδύα της σοβαροφάνειας και της δύναμης, ικανά ωστόσο να επιφέρουν την απόλυτη καταστροφή. Αυτό όμως δεν είναι διαχρονικά το τίμημα που πληρώνει η ανθρωπότητα;

Η ηθοποιός
Η Ιζαμπέλ Υπέρ, αέρινη, αλλά ταυτόχρονα απολύτως γήινη, απέδωσε με μοναδικό τρόπο την ερωτευμένη, αρχικά, και στη συνέχεια προδομένη και πληγωμένη γυναίκα. Σε έναν δύσκολο μονόλογο, η ηθοποιός οδηγήθηκε στη συνειδητοποίηση της προσωπικής ψυχικής της καταρράκωσης, ενώ βρισκόταν εκτεθειμένη ενώπιον της ιστορίας, αλλά και του σύγχρονου θεατρικού κοινού. Τόσο ως βασίλισσα, όσο και ως καθημερινή γυναίκα, η Υπέρ παρουσίασε τις συνέπειες της διαχρονικά κακοποιητικής πατριαρχικής κοινωνίας, η οποία συνθλίβει τη γυναικεία φύση, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Με την τελευταία της κραυγή, η οποία θύμισε πληγωμένο ζώο, έδειξε να προτιμάει την ανυπαρξία της ομολογώντας την, προδιαγεγραμμένη μάλλον, ήττα της απέναντι στην ανδροκρατούμενη εξουσία.
Οι Συντελεστές
Οι φωτισμοί (Andrea Sanson) κατείχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση, σημειώνοντας τα συναισθήματα, υπογραμμίζοντας την κατάσταση, αλλά και προσδιορίζοντας τον χώρο. Άλλοτε αποδίδοντας το κόκκινο του πάθους, αλλά και του αίματος, και άλλοτε σηματοδοτώντας τον κίνδυνο και την αγωνία. Ιδιαίτερης συμβολικής σημασίας επίσης ήταν τα κοστούμια (Iris van Herpen), κυρίως της Ι. Υπέρ, αλλά και των δεκατεσσάρων ανδρών που την πλαισίωσαν. Έτσι, η Βερενίκη αρχικά παρουσιάστηκε με ένα ολόλευκο φόρεμα, το οποίο θύμισε παλαιότερες αυτοκράτειρες, καλύπτοντας όλο της το σώμα και αποδεικνύοντας την αγνότητα των συναισθημάτων της. Στο τέλος όμως, κατέληξε με ένα πολύ πιο αέρινο φόρεμα, το οποίο άφηνε ακάλυπτα διάφορα σημεία του σώματός της, ενώ έμοιαζε με το εσωτερικό του ανθρώπινου σώματος. Έμοιαζε δηλαδή σαν στην τελευταία σκηνή η ηρωίδα να είχε αποκαλύψει τον εσωτερικό της κόσμο, εκθέτοντάς τον στα διερευνητικά μάτια του κοινού.
Εν κατακλείδι
Με αφορμή μια τραγωδία του γαλλικού κλασικισμού, ο Ρομέο Καστελλούτσι θέλησε να μιλήσει για το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης. Μολονότι το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από οργανικά στοιχεία και ενώσεις, ωστόσο κυριαρχείται από επίκτητα χαρακτηριστικά, σαν το χρήμα (αν και βρίσκεται σε αναλογία 0,00001%, με τη συνολική μας σύσταση), όπως πληροφορείται το κοινό στην αρχή της παράστασης.
Ο σκηνοθέτης, συνεπώς, αντιμετώπισε στην παράσταση τον άλυτο γρίφο της ανθρώπινης ύπαρξης, ιδωμένο τόσο μέσα από το πρίσμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όσο και της αναγεννησιακής Γαλλίας, με έντονες παραλληλίες στο παρόν. Μια παράσταση με πολλαπλά νοήματα, ερεθιστικό αισθητικό αποτέλεσμα και τη σαγηνευτική υποκριτική ερμηνεία της Ιζαμπέλ Υπέρ.
Photo credit: Jean Michel Blasco
Διαβάστε επίσης:
Θέατρο στη Στέγη: Βερενίκη, από τον Ρομέο Καστελούτσι με την Ιζαμπέλ Ιπέρ