Η μετάφραση και η διασκευή ανήκουν στους Αντώνη και Κωνσταντίνο Κούφαλη, για ένα έργο που αποτελεί μία παραβολή σχετικά με την έννοια του καλού.

Ένα σπουδαίο θεατρικό εγχείρημα πάνω στην πρόθεση του συγγραφέα να αναπαραστήσει έναν αληθινά τέλειο και ευγενή άνθρωπο. Δηλαδή τη μελέτη της Απόλυτης Ομορφιάς, που ταυτίζεται με το ιδανικό. Το μυθιστόρημα ξεκίνησε να το γράφει στα τέλη του 1867, στην Ελβετία, μια εποχή έκπτωσης των αξιών σε όλη την πολιτισμένη Ευρώπη. Έτσι, τη δύσκολη εκείνη εποχή η μόνη μορφή απόλυτης ομορφιάς, κατά τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, φαντάζει να είναι ο Χριστός, μία ορατή εμφάνιση του Ωραίου.

Ο θεματικός πυρήνας του συγγράμματος αφορά στην προσωπική ιστορία του πρίγκιπα Μίσκιν που επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη από την Ελβετία. Μετά από μακρόχρονη απουσία, όλα του φαίνονται ξένα και αλλαγμένα και προσπαθεί να αποκτήσει φίλους για να γλυκάνει τη μοναξιά του. Η κοινωνία τον υποδέχεται με δυσπιστία και τον χαρακτηρίζει ή τυχοδιώκτη ή ηλίθιο.

Το μυθιστόρημα ο «Ηλίθιος», έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα που υπέφερε από επιληπτικές κρίσεις. Προσπαθεί, λοιπόν, να κατασκευάσει έναν ήρωα που πάσχει από την έλλειψη της κακίας μέσα του. Πλάθει μία μορφή που αρνείται το κακό εξορκίζοντάς το με ιδιαίτερα έντονο τρόπο που αγγίζει τα όρια του νευρωσικού συνδρόμου. Ο πρίγκιψ Μίσκιν είναι άρρωστος, γιατί δεν αναγνωρίζει μέσα του το κακό, καθώς, το από τους άλλους προερχόμενο «επιβλαβές», το έχει εντοπίσει και καταλυτικά το έχει περικόψει.

Νιώθει ότι δεν είναι κάτι το σπουδαίο ή αξιόλογο και αυτός είναι ένας από τους λόγους που ανέχεται και τα δεινά των άλλων με συμπόνοια και ανεκτικότητα.

Βλέπουμε ένα απόλυτα καλό πρόσωπο που είναι «ωραίο» μέσα από την ηθική του πιστότητα. Γίνεται συνεχώς αντικείμενο χλευασμού και επικριτικών σχολίων από ανθρώπους που είναι υποταγμένοι στο κέρδος, στη σάρκα και την πνευματική παρακμή. Η αγαθή φύση του είναι εντελώς ξένη προς τα στερεότυπα της εποχής και της κοινωνικής τάξης που τον περιβάλλει. Τους εξάπτει την περιέργεια, για κάτι τόσο αληθινό και δυσεύρετο, γι αυτό τον θεωρούν άτομο μειωμένης αντιληπτικής ικανότητας. Και αυτός όταν συναντά μία φρενίτιδα από ανθρώπινες ψυχοπνευματικές διαταραχές και πάθη, με στωικότητα, χωρίς αναστολές, μένει παρών.

Ο φθόνος, η αλαζονεία του έρωτα, το αίσθημα της υποτίμησης, η έπαρση και τα προσωπικά αδιέξοδα με πινελιές πολιτικής ιδεολογίας, συνιστούν ένα δυσεπίλυτο παζλ. Ενδεικτικά στοιχεία ηθικής συρρίκνωσης στον κοσμικό κύκλο που κινείται, δηλαδή ένα κολασμένο περιβάλλον για την αγνότητα της δικής του ψυχής. Παρόλα αυτά ο αλτρουισμός και η αγάπη του γίνονται το βάλσαμο στα κατώτερα ένστικτα και τις ωφελιμιστικές προθέσεις των άλλων.

Οι αρρωστημένες συνθήκες που αντιμετωπίζει βοηθούν να μεταπίπτει η «βλακώδης» υπόστασή του σε συναισθηματική φιγούρα πλήρης θετικότητας. Γίνεται ένας ρωμαλέος αντικομφορμιστής εν αγνοία του, απέναντι στο status της εποχής.

Η σκηνοθετική γραμμή του Νίκου Διαμαντή γήινη, με έμπνευση και βάθος, μας οδηγεί να ζήσουμε ολοκληρωτικά αυτή την προσωπικότητα. Η μαγεία και η ανωτερότητα που εκπέμπει ως υπέρτατο ον, σβήνει την όποια υποβάθμιση χαρακτηρίζει το μελαγχολικό και αφελές «είναι» του.

Με ελάχιστα σκηνικά (Λίλη Πεζανού), ο σκηνοθέτης οργανώνει τη γεωμετρία του έργου, ούτως ώστε να καταδεικνύονται όλες οι κρυφές και φανερές πτυχές των ηρώων. Φανερώνει την «ιερότητα» του «μωρού» Μίσκιν και μια μυσταγωγική απογείωση που τον πλημμυρίζει. Όλο αυτό τον κρατάει στο κέντρο της ψυχής και έτσι αποκτά νόημα η ζωή του. Αυτή την εκστατική διάσταση ο Ν. Διαμαντής την εξορύσσει δημιουργώντας την αναγκαία μέθεξη του κοινού με τη σκηνική «περιπέτεια» του πρωταγωνιστή και όχι μόνο.

Η διαχείριση του υλικού γίνεται με σεβασμό στα συστατικά του λόγου και της δομής του κειμένου, βοηθούμενη από μετάφραση, σκηνικά, φωτισμούς και μουσική.

Ο Πέτρος Φιλιππίδης ως πρίγκιψ Λέων Νικολάγιεβιτς Μίσκιν, εστιασμένος στη δυνατή όσο και περίπλοκη αυτή περσόνα, ερμηνεύει με εκρηκτικό ταπεραμέντο και ευστοχία. Αποκαλύπτει το μελοδραματικό βάθος της ανωτερότητάς του μέσα από τη σχέση του με τις δύο γυναίκες, καθώς αρνείται την όποια αποκλειστικότητα στην αγάπη τους.

Καθηλωτικός και ψυχικά σθεναρός, ενισχύει τη δραματική ένταση και μαζί με έναν εξαίρετο θίασο την εξελίσσει αποκορυφώνοντάς την. Είναι ένας ρόλος εμβληματικός που τον καθορίζει και θα τον συνοδεύει στην πορεία του.

Ο Πορφιόν Ραγκόζιν του Γιάννη Στάνκογλου, στιβαρός, με εσωτερικότητα εντυπωσιάζει.

Η Μαρία Κίτσου ως Ναστάζια Φιλίπποβνα, πειστική, με μία δυναμική που σπάει κόκαλα.  Εύθραυστη και σκληρή παράλληλα, χειμαρρώδης, «καταπίνει» το θεατρικό σανίδι με ορμητικότητα. Σε κάποια σημεία θυμίζει κάτι από επιδαύρεια παρουσία και αυτό τιμά τη νεαρή ηθοποιό.

Η Λένα Παπαληγούρα υποδύεται την Αγλαία Επάντσινα με μεγάλη πειστικότητα, μέτρο, ευαισθησία και χάρη, ενώ η Λιζαβέτα Επάντσινα της Γιώτα Φέστα, είναι άνετη και υποκριτικά αυτοτελής.

Τον Ιβάν Επάντσιν παίζει ο πολύ καλός Γιώργος Κωνσταντίνου με ώριμη και ψύχραιμη σκηνική παρουσία.

Σύνθετος ρόλος για τον Ιωάννη Παπαζήση είναι ο Ιππόλυτος Τερέντιεβ, ο απελπισμένος νεαρός μηδενιστής που ασφυκτιά σε μια κοινωνία αμοραλιστική. Μέσα στο ερμηνευτικό του κέντρο κτίζει με πάθος και ένταση, ένα χαρακτήρα παγιδευμένο στην ιδεοληψία του, ενθουσιώδη, με τις σωστές κορυφώσεις.

Στάθης Μαντζώρος ως Γαβρίλα Ιβόλγκιν, Γιώργος Δεπάστας ως Λουκιάν Τιμοφέγιεβιτς και ο Χάρης Χιώτης ως Κόλια Ιβόλγκιν παίζουν με ρεαλισμό και επιδεξιότητα.

Έτσι συμπληρώνεται το κάδρο μιας παράστασης με συναισθηματικό πλούτο, ψυχικές εναλλαγές και φιλοσοφική εμβέλεια.

Η πολύ καλή μετάφραση / διασκευή των Α. και Κ. Κούφαλη με την αρτιότητά της συμμετέχει ενεργά στο αισθητικό αποτέλεσμα αυτής της θεατρικής εμπειρίας.

Τα κοστούμια ανήκουν στη Λίλη Πεζανού, τα φώτα συντόνισε η Ελευθερία Ντεκώ, την κίνηση φρόντισε ο Γιάννης Γιαπλές και ο Μίνως Μάτσας έντυσε μουσικά το θεατρικό έργο.

Η σπουδαία αυτή παραγωγή επικεντρώθηκε στην θεαματική αντιπαραβολή της «αγιότητας» του ήρωα με ένα καταραμένο περιβάλλον γεμάτο πάθη και καταστροφικές προθέσεις. Οι νοηματικοί άξονες που στηρίζουν το στόρυ της υπόθεσης ενεργοποιούνται πάνω σε δύο άκρα, το καλό και το κακό.

Ο «Ηλίθιος», η προσωποποίηση της αγαθοσύνης ταυτίζεται με την απεικόνιση ενός κόσμου που ευαγγελίζεται την αγάπη. Μιας κοινωνίας που βουτηγμένη στο κακό επιζητεί τη μετουσίωσή του σε αλληλεγγύη και ανεκτικότητα. Μιας κοινωνίας που αντιλαμβάνεται την καταβαράθρωσή της, αλλά αδυνατεί να αντιδράσει παρ’ όλες τις εν δυνάμει επιδιώξεις της.

Ο «ιερός μωρός», όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον Ντοστογιέφσκι ο Μίσκιν, είναι ο κήρυκας της Αγάπης που πάντα καταλήγει στη Σταύρωση.

Μία θεατρική δημιουργία που από μόνη της αποτελεί καλλιτεχνικό γεγονός.


Διαβάστε επίσης:

Ο Ηλίθιος, του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά