Την Πέμπτη 25 & την Παρασκευή 26 Ιουνίου από τις 12.00 έως τις 19.00 και το Σάββατο 27 Ιουνίου από τις 12.00 έως τις 17.00, πραγματοποιείται η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου της Ίριδας Κρητικού HORTUS CONCLUSUS – Τριάντα έξι ιστορίες ξανακερδισμένης άνοιξης στο ApArt Suite, στην Αθήνα. Στο πλαίσιο της παρουσίασης πραγματοποιείται παράλληλη έκθεση 36 πρωτότυπων έργων του Νεκτάριου Αποσπόρη που φιλοτεχνήθηκαν με αφορμή το βιβλίο.
Πώς νιώθει, άραγε, ένας άνθρωπος που ενώ όλη του τη ζωή γράφει “σεντόνια”, αποφασίζει μια μέρα που απλά δεν αντέχει να κάνει αλλιώς, να γράψει πράγματα διαφορετικά;
Να γράψει για τις μικρές μπαλάντες της εσωστρεφούς καθημερινότητας και για τις συνειρμικές μνήμες που τον κράτησαν όρθιο, αυτοτελή και παράδοξα ευτυχή κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού;
Ο λατινικός όρος Hortus Conclusus που δίνει το όνομά του στον τίτλο του βιβλίου, σηματοδοτεί τόσο κυριολεκτικά όσο και συμβολικά τον περίκλειστο κήπο, που σε πολύ πρώιμη ήδη εποχή, τόσο στο Άσμα Ασμάτων όσο και στη μετέπειτα βυζαντινή περίοδο όπου και συνδέεται με την ίδια την Παναγία, ταυτίζεται με το απαγορευμένο και μη προσπελάσιμο αλλά και με την εύθραυστη θηλυκότητα, την εσωστρέφεια της γυναικείας φύσης, ενώ, κατά τη μεσαιωνική εποχή και την πρώιμη αναγέννηση, ο ίδιος όρος συνδέεται επίσης με την απόλαυση, την πληρότητα και τη θεραπεία.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι 36 μικρές ιστορίες του βιβλίου, γραμμένες στο σύνολό τους κατά την πολύ πρόσφατη περίοδο της καραντίνας και καλύπτοντας έναν διάστημα δύο ακριβώς μηνών (14.3 έως 13.5.20), υπήρξαν το καθημερινό θεραπευτικό καταφύγιο της συγγραφέως. Ακολουθώντας μια νοερή χρονική διαδρομή που σηματοδοτεί μεταξύ άλλων το κινητό ημερολόγιο του φετινού αλλόκοτου Πάσχα, οι ιστορίες αυτές διαδραματίζονται με επίκεντρο τον αστικό πυρήνα της πόλης, και, αν και δεν διανύουν παρά την πολύ μικρή προβλεπόμενη ακτίνα δράσης, διασώζουν εντατικά και αλλεπάλληλα οπτικά ερεθίσματα που συνομιλούν με τον διεσταλμένο χρόνο και τις οξυμένες αισθήσεις, ενώ ενεργοποιούν καταλυτικά τη συνειρμική μνήμη.
Αναπάντεχες συναντήσεις με οπωρικά και λουλούδια, πεταλούδες και σαλιγκάρια στη βεράντα και τα μπαλκόνια του σπιτιού και νοερές μεταβάσεις στον απροσπέλαστο κατά το διάστημα εκείνο κήπο της Αίγινας, άσκοπες βόλτες με τον σκύλο στον Λυκαβηττό και στο χέρσο δίπλα στο εργοτάξιο της Αμερικανικής Πρεσβείας, περίπατοι στην Πλάκα και το ιστορικό κέντρο ή ανακουφιστικές «εκδρομές» στη σαββατιάτικη λαϊκή της Καλλιδρομίου, τρέπονται σε πολύχρωμες μπαλάντες της τελούσας υπό περιορισμό καθημερινότητας, ενώ συστηματικά αν και υπαινικτικά, συνδιαλέγονται με την τέχνη, την ιστορία, τη λογοτεχνία, την ποίηση.
Με αφορμή το βιβλίο και τις ιστορίες του, δημιουργήθηκαν ισάριθμα μικρά ζωγραφικά έργα από τον Νεκτάριο Αποσπόρη, σταθερό συνομιλητή της συγγραφέως από την αρχή αυτής της απόπειρας, τα οποία συμπεριλαμβάνονται επίσης στην έκδοση.
Το βιβλίο σχεδιάστηκε από τον Ανδρέα Γεωργιάδη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έλιξ σε επιμέλεια του Γιώργου Φλωράκη.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Οι νεραντζιές της οδού Ευριπίδου (Γ΄ Χαιρετισμοί)
Παρασκευή 20.3.20
Γ΄ Χαιρετισμοί
Περπατώ στην Πραξιτέλους με βήμα σκυφτό κάτω από το κλειστό μας γραφείο κι ίσως να έχω στα μάτια μου κι εγώ το βλέμμα ετούτο του τρελού, ίδιο με εκείνο των λιγοστών οδοιπόρων του τριγώνου με τους οποίους εξακολουθώ να διασταυρώνομαι. Μου έλειψαν τα ανοιχτά καταστήματα της γειτονιάς μας. Τα υαλοπωλεία, τα επιγραφοποιεία και τα ραφτάδικα. Τα καφεκοπτεία, οι βιοτεχνίες αμπαζούρ και τα όρθια ποτάδικα, τα αρχαία καταστήματα κυτιοποιίας και γραφικής ύλης. Τα στιλβωτήρια παπουτσιών, τα μαγαζάκια που πουλούν βελούδινα πουγκάκια, χάρτινες σακούλες σε δεκάδες και κορδέλες με το μέτρο. Τα καταστήματα με ηλεκτρικά είδη και θερινά φωτάκια Χριστουγέννων, τα μικρά κομπολογάδικα και οι αλιείς των μαργαριταριών από συνθετική ύλη.
Γ΄ Χαιρετισμοί
Μα να που στρίβω στην Ευριπίδου παρορμητικά, ακολουθώντας τη νέα ευωδιά του υγρού απογεύματος. Μια ευωδιά θριαμβική που κυριεύει το μελαγχολικό αθηναϊκό λυκόφως και σαρώνει με ορμή τις χρόνιες οσμές του κοιμισμένου εμπορικού δρόμου. Που εξολοθρεύει τα κεφάλια των τυριών, τα ξηροκάρπια, τα μπαχαρικά, τις γυάλες των τουρσιών, τα κρεμασμένα αλλαντικά, τα αλίπαστα. Μια ευωδιά που εισχωρεί κάτω από τις κλειστές πόρτες των βυζαντινών ναών, που ανάβει τα κεριά στα άδεια μανουάλια τους. Μια μυρωδιά αλάνθαστη από άνοιξη και θάνατο και Ανάσταση μαζί.
[…]
Τα χαμομηλάκια της πλατείας Μαβίλη
Σάββατο 2.5.20
Τα χαμομήλια τις περισσότερες φορές, πρώτα τα πατώ και ύστερα τα μυρίζω. Κρυμμένα στα χορτάρια, αγκαλιασμένα με εκρήξεις κόκκινου, εκπέμπουν ένα ύστατο ευγενικό άρωμα πριν ξεψυχήσουν κάτω από τα βαριά πέλματα απρόσεκτων εκδρομέων, κάτω από τα χαρμόσυνα ποδοβολητά των μικρών παιδιών που απλά επιθυμούν να ξεχυθούν στην ύπαιθρο. «Δεν μπορείς να με πιάσεις…», «πιάσε με αν μπορείς…», φωνάζουν ολοένα το ένα στο άλλο».
Όποτε εισπνέω τη χλωρή τους ύπαρξη, επιθυμώ σφοδρά κι εγώ εξοχές και άγνωστες διαδρομές ανάμεσα σε δασωμένα σπάρτα και βυζαντινούς ερειπιώνες. Γεύματα ελαφρά με ελάχιστους συντρόφους, γοργά στρωμένα κάτω από σφενδαμιές και κυπαρίσσια.
Ακολουθώντας χθες πρωί το ανυπόμονο λουρί του σκύλου στο χωματένιο μονοπάτι που διασχίζει το άκτιστο ανακουφιστικό οικόπεδο στο πλάι της Πρεσβείας, πρώτα τα μύρισα, κι ύστερα, αποφεύγοντας να τα πατήσω, προχώρησα ως τη μικρή πλατεία που ορίζει το τέρμα της συγκεκριμένης διαδρομής. Στάθηκα επιστρέφοντας στην όχθη του οικείου χέρσου κι έκοψα δυο γεμάτες χούφτες από τον λιλιπούτειο κάμπο που είχε απροειδοποίητα ανθίσει στις κοίτες του μονοπατιού.
Ίσως το λευκοκίτρινο δοξαστικό του εδάφους να ξεπρόβαλλε αιφνιδίως γιατί επιτέλους ξεκουράστηκαν το χώμα και ο αέρας. Ίσως, ωστόσο, τα χαμομηλάκια της Μαβίλη να φυτρώνουν κάθε άνοιξη ακριβώς εδώ, στο μικρό άδειο οικόπεδο της πόλης, αθέατα ως σήμερα κι απόρθητα από το δικό μου βλέμμα…