Κάθε Ιούνιο στο Hydra School Projects, με τη σταθερότητα και την προσήλωση που τον χαρακτηρίζει ως επιμελητή και ως καλλιτέχνη, ο Δημήτριος Αντωνίτσης παρουσιάζει μία ομαδική έκθεση που λειτουργεί κάτω από ένα στιβαρό εννοιολογικό πλαίσιο επάνω στο οποίο καλούνται να δουλέψουν επιλεγμένοι νέοι δημιουργοί μαζί με ένα tour de force διεθνώς καθιερωμένων καλλιτεχνών, σε ένα εικαστικό γεγονός που αναμένουμε κάθε χρόνο με αδημονία και μεγάλη χαρά.
Φέτος ο θεσμός ενηλικιώνεται, και με μία φανερή διάθεση ενδοσκόπησης κοντοστέκεται και αφουγκράζεται τις δονήσεις, αντανακλώντας το γενικευμένο κλίμα της παγκόσμιας αβεβαιότητας σχετικά με τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που βιώνει ο άνθρωπος στο κατώφλι της τρίτης δεκαετίας της νέας χιλιετίας.
Ο τίτλος Loss–Απώλεια δεν αναφέρεται τόσο στη διαχείριση του τραύματος της αφαίρεσης ή απουσίας όσο σε μία συνθήκη μεταμόρφωσης και αναθεώρησης του τρόπου που βλέπουμε τα πράγματα, ανοίγοντας νέες διόδους αντίληψης, κατανόησης και μετάφρασης καταστάσεων που εκλαμβάνουμε ως δεδομένες ως προς την τελεολογική τους έκβαση.
Με την είσοδό μας στην κεντρική αίθουσα ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα σκοτεινά λογοτεχνικό δωμάτιο σαν να ξεπήδησε από τις σελίδες ενός Ντοστογιέφσκι ή ενός Τολστόι. Τα πορτραίτα του Φιλανδού Mikka Vaskola από μελάνι, κάρβουνο και κιμωλία σε καμβά, αντιστρέφουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου παρουσιάζοντας το ‘αρνητικό’ της εικόνας που μοιάζει φασματικό και απόκοσμο, το οποίο όμως με τη χρήση της αναστροφής χρωμάτων, χρησιμοποιώντας την εφαρμογή της προσβασιμότητας στα κινητά τηλέφωνα για άτομα με προβλήματα όρασης, επιστρέφει στον αρχικό της χαρακτήρα εμφανίζοντας δύο εκδοχές της αλήθειας. Στο Ask Him Why Yelling Don’t Reach His Mind, το μεγάλο πορτραίτο μίας κάπως απολυταρχικής φιγούρας του προβάλλεται από το παρελθόν, ο καλλιτέχνης πολλαπλασιάζει την εικόνα στο ίδιο το πρόσωπο του καθήμενου, ο οποίος σαν ουροβόρος όφις καταβροχθίζει τον εαυτό του και τον επανασχηματίζει σε μία κραυγή μέσα από το στόμα του, σε ένα ψυχαναλυτικό παιχνίδι ‘βρώσις εαυτού’ ως πρακτική αυτογνωσίας. Τα εβένινα μαύρα γλυπτικά παλίμψηστα στο έδαφος από τον Σωκράτη Φατούρου από βιομηχανικό μπίτσουμεν και μεμβράνες πολυουρεθάνης λειτουργούν ως γέφυρες μεταξύ ενός ένδοξα κατεστραμμένου παρελθόντος και ενός δυστοπικού παρόντος σε ένα αστικό τοπίο που τα κρατά εγκλωβισμένα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στην ενδιάμεση αίθουσα που ακολουθεί, το σκοτάδι φωτίζεται από τη σταυροειδή φωτεινή εγκατάσταση από τέσσερα lightboxes στον τοίχο της Kiki Smith. Τα άλικα θραύσματα του ανθρώπινου σώματος που προβάλλονται αντιστοιχούν σε πραγματικές σωματικές εμπειρίες της καλλιτέχνιδας, η οποία, μέσα από τη δύναμη της εικόνας, επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει το ανθρώπινο σθένος εμπρός στη θνητότητα, όπως στην προκειμένη περίπτωση να διαπραγματευτεί την ανθρώπινη αγωνία πέρα από την ασθένεια, την προκατάληψη, την παραίτηση.
Μία διαφορετική άποψη της ιστορίας της ανθρώπινης ευθραυστότητας παρουσιάζει ένας από τους σημαντικότερους Ολλανδούς εικαστικούς, ο Michael Raedecker. Ράβοντας κλωστές σε laser print ακρυλικά, υπερθέτει εικόνες επάνω σε εικόνες σε ένα ιδιότυπο οπτικό ανάγνωσμα οικείων αστικών props, όπως έπιπλα, ταπετσαρίες, υφάσματα, κήποι, οι οποίες αποτελούν τους βουβούς μάρτυρες ενός αμφίσημου καθημερινού δράματος, προερχόμενο από ασύνδετες πηγές όπως Ολλανδικές νεκρές φύσεις του 17ου αιώνα, στιγμιότυπα ταινιών, φωτογραφίες και παλιές εκδόσεις. Η σύνδεση μεταξύ σταθμών στην ιστορία της τέχνης και μιας ‘ιερής καθημερινότητας’ προβάλλει την ανάγκη του καλλιτέχνη να δώσει μία νέα τροπή στα παραδοσιακά μοτίβα του genre painting με αναφορές σε στερεότυπα όπως οι still life αλληγορίες ή οι τρόποι και οι λόγοι εμφάνισης της χειροτεχνίας ως γυναικεία υπόθεση μέσα από την τέχνη.
Ένα homage στις Μάγιες και τις Ολυμπίες των καταγώγιων της Τεχεράνης του 50, που συμβολίζουν όλες τις θεές και εταίρες που αποτελούν τα κομμάτια του παζλ της απενοχοποίησης της λαγνείας από την τέχνη, επιχειρεί ο Vali Mahlouji, συνθέτοντας σπάνιο αρχειακό υλικό και φωτογραφίες της εποχής. Μέσα από αυτό το υλικό, ο Mahlouji μας εμπλέκει σε μία αναθεώρηση της λογοκρισίας μιας κουλτούρας στις παρυφές της αραβικής κοινωνίας, όπου ζητήματα κατακραυγής και χειραφέτησης φαντάζουν ακόμα πιο επίκαιρα στις μέρες ενός άκρατου πουριτανισμού. Αποτυπώματα από τους δρόμους της Καμπούλ και τα δράματα που διαδραματίζονται επάνω τους έχει αποσπάσει ο Σωκράτης Φατούρος δημιουργώντας αραβουργηματικά τοπία όπου εγγράφει τις αφηγήσεις της η ιστορία. Ο Διονύσης Χριστοφιλογιάννης συνθέτει φωτογραφίες βομβαρδισμένων τοπίων με καρτ ποστάλ κεντρικών μνημείων της Δύσης σε ανατριχιαστικές δυστοπικές εικόνες ενός κοντινού μέλλοντος όπου όλα είναι πιθανά σε ένα πολιτικό σενάριο εξουσίας και εξόντωσης.
Μέσα από μία άλλη αφήγηση, τα ασπρόμαυρα γραμμικά σχέδια Written Language της Sophie Tottie αναφέρονται σε μία γλώσσα που παραιτείται της περιγραφικότητας και αφήνεται στην αρμονία του ανείπωτου, αφήνοντας πίσω της σεμαντικούς κυματισμούς, όπου το φως συνομιλεί με τη σκιά. Στο αρχιτεκτονικό πλέγμα που διαγράφεται επικάθονται τα στρώματα (sediments) της ιστορίας με μία πράξη φαινομενικά μεθοδική όπου όμως ενέχεται το τυχαίο και το ατελείωτο. Ο Gregor Hildebrandt χρησιμοποιεί επίσης το λόγο για να ορτσάρει τα μαύρα του ιστιοπλοϊκά πανιά κατασκευασμένα από μαγνητοταινίες που περιέχουν λιμπρέτα όπερας και αρχειακό υλικό ιστορικών γεγονότων. Το πέρασμα τους από τη θάλασσα διαγράφει μία ποιητική πορεία Οδύσσειας όπου διαρκώς επικάθεται και σβήνεται η ιστορία.
Η δραματουργική μεταμφίεση του Αρκαδικού τοπίου, σε έναν αλλόκοτο τόπο που συνομιλεί με το sublime, παραδομένο σε μία ανεξέλεγκτη, αδηφάγα βλάστηση, εξελίσσεται με ορμή στους μεγάλους καμβάδες από κάρβουνο του Παναγιώτη Καράμπαμπα, ενός από τους πιο υποσχόμενους νέους ζωγράφους. Μορφές προβάλλουν και εξαφανίζονται μέσα στο ονειρικό τοπίο που θυμίζει Ernst και Rousseau, και συνδυάζει τον εξπρεσιονισμό με τα σουρεαλιστικά cadavre exquis. Τα μανεκέν από όνυχα και fiberglass του Daniel Silver αναβιώνουν τη σχέση μεταξύ κλασικής αρχαιότητας και μοντερνισμού, ενώ φέρουν ψυχαναλυτικές αναφορές γύρω από την ιστορία του Πυγμαλίωνα, σε μία αντιληπτική πραγματεία γύρω από το μυστήριο της μορφής. Τα γλυπτά της Αναστασίας Δούκα αναφέρονται στις σύγχρονες εφαρμογές της δημόσιας γλυπτικής, στην έννοια των μνημείων και στην επιρροή τους στο αστικό τοπίο όπου η μνημειακότητα του μάρμαρου μετατρέπεται σε εύθραυστο χάρτινο σημείο μέσα σε ένα τοπίο που διαρκώς μετασχηματίζεται.
Οι φωτογραφίες στη σειρά σε άσπρο και μαύρο φόντο, από κρανία αιγοπροβάτων, The Arcadians, που βρήκε ο καλλιτέχνης στα βουνά της Ύδρας, κάνουν τα πορτραίτα του Antonio Girbés να φαντάζουν ως μία σιωπηρή ελεγεία του μεγαλείου της φθαρτότητας. Μέσα από τη συζήτηση που είχα με τον καλλιτέχνη αντιλαμβάνομαι την μαγεία που εξασκούν αυτές οι εικόνες ανά τους αιώνες, όχι μόνο ως παγανιστικά θεολογικά σύμβολα, αλλά ως γραφήματα ενός βουκολικού τοπίου που διασχίζουν όρη και ρήγματα, ρυάκια και χάσματα, ένας τόπος άγρια όμορφος στις παρυφές του Υψηλού.
Κεντρική φωτογραφία άρθρου: Vali Mahlouji
Info:
Loss–Απώλεια
Hydra School Projects – παλιό Σαχτούρειο Γυμνάσιο της Ύδρας
Διάρκεια έκθεσης: 22 Ιουνίου – 30 Σεπτεμβρίου