Η New Star παρουσιάζει για πλήρη την Σοσιαλιστική Τριλογία του Pabst σε ενιαίο πρόγραμμα…
… την εβδομάδα 31 Ιανουαρίου-6 Φεβρουαρίου 2013, στον κινηματογράφο Titania Cinemax.
ΠΕΜΠΤΗ 31/01 – ΤΕΤΑΡΤΗ 06/02/2013
17.00 – Η ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ
19.00 – ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
20.30 – ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
22.00 – ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑ
Ο Pabst, πιο επίκαιρος παρά ποτέ ανήκε μαζί με τον Λανγκ και τον Μουρνάου στις πιο δημιουργικές μορφές της χρυσής εποχής του γερμανικού κινηματογράφου. Η ανομοιομορφία της δουλειάς του και η διφορούμενη στάση του στη διάρκεια του πολέμου, έφεραν ένα σημαντικό πλήγμα στη φήμη του, η οποία ποτέ δεν αποκαταστάθηκε πλήρως, όμως τα έργα που δημιούργησε παραμένουν και σήμερα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η κριτική του ματιά απέναντι στους αστούς και στην ηθική εκείνης της εποχής είναι εμφανής στις ταινίες του. Η αριστερή στάση του και η απέχθεια του προς το διογκούμενο τότε, γερμανικό εθνικισμό, επισφραγίστηκαν από τις τρεις ταινίες «Στο Δυτικό Μέτωπο» (1930), «Η Όπερα της Πεντάρας» (1928) και «Συντροφικότητα» (1931) που ονομάστηκαν «Σοσιαλιστική τριλογία».
Ο Pabst, με τις ταινίες του είχε σκοπό να προωθήσει τις ιδέες της εργατικής αλληλεγγύης και της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Μετά τον αναβρασμό που είχε προκύψει από την ταινία του «Στο Δυτικό Μέτωπο» ο Pabst τα βάζει για τα καλά με τη λογοκρισία και διψά για ταινίες με πολιτικό μήνυμα, και με ηθική, περισσότερο από αισθητική αποστολή, συνεχίζοντας με τις ταινίες «Η Όπερα της Πεντάρας» και «Συντροφικότητα».
Την ταινία του «Συντροφικότητα» αφιερώνει στους ανθρακωρύχους όλου του κόσμου, δίνοντας ένα πανανθρώπινο μήνυμα στους εργάτες, που η δύναμή τους φαίνεται να βρίσκεται στην ενότητά τους και στη διαπίστωση του κοινού εδάφους διεκδικήσεών τους.
Ο Pabst, μαζί με τους Erwin Piscator και Heinrich Mann, είχε ιδρύσει τον Εθνικό Σύλλογο Κινηματογραφικής Τέχνης το 1930 (Volteverbund fur Filmkunst), για να προωθήσει με τον κινηματογράφο τις σοσιαλιστικές ιδέες. Την ίδια εποχή ήταν διευθυντής και του Συνδικάτου των Γερμανών Κινηματογραφικών Εργατών και προσπαθούσε πάντα να αντιτίθεται στη λογοκρισία.
Η ΌΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ – Die Dreigroschenoper/ L’opéra de Quat’ Sous
ΓΕΡΜΑΝΙΑ/ΓΑΛΛΙΑ – 105’ /98’ – Ασπρόμαυρο
Σκηνοθεσία: Γκέοργκ Βίλχελμ Πάμπστ
Λιμπρέτο: Μπέρτολντ Μπρεχτ
Παραγωγή: Σέιμουρ Nέμπενζαλ
Σενάριο: Λαντίσλαο Βάιντα, Λέο Λάνια, Μπέλα Μπάλας
Πρωτότυπο σενάριο: Τζον Γκρέι
Φωτογραφία: Φριτζ Άρνο Βάγκνερ
Μοντάζ: Χανς Όσερ
Καλλιτεχνικός Διευθυντής: Αντρέι Αντρέγιεφ
Μουσική: Κουρτ Βάιλ
Ενορχηστρώσεις: Άντολφ Γιάνσεν
Γαλλική εκδοχή: Σόλανζ Μπούσι
Εταιρείες παραγωγής: Τobis-Filmkunst/Nero Film/Warner Bros /First National Productions
Οι πρωταγωνιστές στη γερμανική βερσιόν είναι οι:
Ρούντολφ Φόρστερ: Μακήθ
Καρόλα Νέχερ: Πόλυ
Ράινχολντ Σούνζελ: Τάιγκερ Μπράουν
Φρίτς Ρασπ: Πήτσαμ
Βαλέσκα Γκέρτ: κυρία Πήτσαμ
Λότε Λένια: Τζένη
Βλαντιμίρ Σοκόλοφ: Σμιθ
Οι πρωταγωνιστές στη γαλλική βερσιόν είναι οι:
Άλμπερτ Πρεχεάν: Μακήθ
Φλορέλ: Πόλυ
Ζακ Χενιό: Τάιγκερ Μπράουν
Γκαστόν Μοντότ: Πήτσαμ
Λούσυ ντε Μάθα: κυρία Πήτσαμ
Μαργκό Λιόν: Τζένη
Βλαντιμίρ Σοκόλοφ: Σμιθ
Σύνοψη
Η «Όπερα της πεντάρας», γράφτηκε από τον Μπρεχτ το 1928, την παραμονή δηλαδή του μεγαλύτερου ως τότε παγκόσμιου οικονομικού κραχ. Αποτελεί διασκευή του έργου του Τζων Γκαίυ, «H Όπερα του ζητιάνου» (1728), από το οποίο διατήρησε το σατιρικό ύφος, όχι όμως διακωμωδώντας την ιταλική όπερα αλλά καυτηριάζοντας την αστική υποκρισία. Λίγο αργότερα, το 1931 σκηνοθετήθηκε για τη μεγάλη οθόνη από τον Γκεόργκ Βίλχελμ Πάμπστ. Ο Πάμπστ γύρισε την ταινία σε δύο εκδοχές, τη γερμανική και τη γαλλική, με δύο καστ (Γερμανούς και Γάλλους ηθοποιούς), σύμφωνα με την κοινή πρακτική που ακολουθούσαν οι δημιουργοί στις αρχές της περιόδου του ομιλούντος κινηματογράφου. Ογδόντα χρόνια μετά το γύρισμα της ταινίας, το έργο παραμένει επίκαιρο, σαρκαστικό και ένα δριμύ «κατηγορώ» στο καπιταλιστικό σύστημα, που εκμεταλλεύεται ακόμη και τους πιο αδύναμους κρίκους της κοινωνίας σε κάθε εποχή, δηλαδή τους ανέργους και την ανάγκη τους για δουλειά. Εμπόριο μπορούν να γίνουν τα πάντα, ακόμη και η ελεημοσύνη. Πρωταγωνιστές, ένας στυγνός «επιχειρηματίας» με εταιρεία-βιτρίνα που εκμεταλλεύεται τους επαίτες του Λονδίνου αλλά δηλώνει φτωχός, ένας επίορκος αστυνομικός, ένας ληστής που λιγουρεύεται τα μεγάλα «πορτοφόλια», μια διάσημη πόρνη. Μήπως σας φαίνονται κάπως γνώριμα όλα αυτά; Πρόκειται για μορφές βγαλμένες από τη φαντασία του Μπρεχτ με φόντο την αστική τάξη του βικτοριανού Λονδίνου, οι οποίες όμως παραμένουν δυστυχώς εξαιρετικά γνώριμες και σήμερα. Η ταινία είναι μια επίκαιρη επιλογή και κριτικό σχόλιο για τις εποχές που διανύουμε, εποχές όπου το σύγχρονο οικονομικοκοινωνικό σύστημα περνά την πιο βαθιά του κρίση.
Η υπόθεση
Η ταινία ακολουθεί την ιστορία του Μακήθ Μέσερ ή Μακ του Μαχαιροβγάλτη. Ενός δολοφόνου, βιαστή, εμπρηστή και κλέφτη. Ο Μακήθ, εμφανίζεται ως αξιοπρεπής κύριος με το στενό του κοστούμι, το γκρι του καπέλο και την ακριβή πίπα τσιγάρου από ελεφαντόδοντο, κι έτσι ρίχνει εύκολα τους άλλους στα δίχτυα του. Γι’ αυτόν τα μαθαίνουμε όλα από έναν πλανόδιο μουσικό, που διασκεδάζει το πλήθος στο δρόμο λέγοντας ιστορίες με τα κατορθώματα του περιβόητου κακοποιού. Στην ιστορία μπαίνει τώρα ο Ιερεμίας Πήτσαμ, ο οποίος δηλώνει φτωχός, αλλά είναι ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης εταιρείας ζητιάνων στο Λονδίνο, την «Τζόναθαν Τζερεμάια Πήτσαμ Α.Ε.». Ο Πήτσαμ προσλαμβάνει ανέργους και τους εκμεταλλεύεται, μετατρέποντάς τους σε «εξειδικευμένους» ζητιάνους που εργάζονται γι’ αυτόν. Ο Μακήθ, ερωτεύεται την όμορφη Πόλυ, κόρη του Πήτσαμ ενώ βάζει στο μάτι και την «επιχείρηση» του. Έτσι, παντρεύεται κρυφά την Πόλυ με σκοπό να βάλει χέρι στα κέρδη. Ο γάμος γίνεται σε μια σκονισμένη υπόγεια αποθήκη, διακοσμημένη πολυτελώς με κλεψιμαίικα από τα καλύτερα μαγαζιά του Λονδίνου και με την παρουσία ζητιάνων και ληστών, αλλά και του Τάιγκερ Μπράουν (ή Μπράουν ο Τίγρης), αρχηγού της αστυνομίας και κολλητού του Μακήθ! Όταν ο Πήτσαμ το μαθαίνει, καταλαβαίνει ότι η «εταιρεία» του κινδυνεύει, και αποφασίζει να εκδικηθεί τον Μακήθ. Προσπαθεί λοιπόν να τον καταδώσει στην αστυνομία, και απειλεί τον Τάιγκερ Μπράουν πως αν δε συλλάβει τον Μακήθ, θα οργανώσει εξέγερση όλων των ζητιάνων της πόλης με σκοπό τη διατάραξη της επικείμενης στέψης της βασίλισσας. Ο Τάιγκερ προειδοποιεί τον Μακήθ, και ο Μακήθ καταφεύγει στην Τζένη, την ερωμένη του, ζητώντας της να τον κρύψει. Η Τζένη όμως θα τον προδώσει από ζήλια και θα τον παραδώσει στην αστυνομία. Ο Μακήθ κλείνεται στη φυλακή, περιμένοντας την κρεμάλα. Εντωμεταξύ, η Πόλυ έχει αναδειχτεί σε εξαιρετική αρχηγός των ζητιάνων – παίρνοντας την «κλίση» του πατέρα της. Η πανουργία του Πήτσαμ βρίσκει συνεργό την πεποίθηση του Μακήθ ότι όλα λύνονται με απειλές και χρήμα, κι έτσι, συμφωνούν από κοινού ότι ο πιο εύκολος τρόπος να ληστεύουν τους άλλους δεν είναι πλέον με τον παράνομο τρόπο, αλλά με την ίδρυση μιας τράπεζας, μέσω της οποίας θα ληστεύουν τους άλλους νόμιμα! Έτσι, με αυτό το «χαρούμενο» τέλος, μένουν όλοι ευχαριστημένοι!
Κουρτ Βάιλ
Ο Κουρτ Βάιλ, εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στο Ντεσούμ το 1900 και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο το 1920. Ήταν συνθέτης και μαέστρος και σπούδασε σύνθεση δίπλα στους Ε. Χίμπερντινγκ και Φ. Μπουζόνι. Το 1919-1920 έδωσε θεατρικές παραστάσεις ως μαέστρος και σκηνοθέτης στο Ντεσσάου και Λούντενσαϊντ. Το 1923 αρχίζει να συνεργάζεται με έναν από τους πιο σημαντικούς δραματικούς συγγραφείς, τον Γκέοργκ Κάιζερ. Με τον Μπρεχτ συνεργάζεται από το 1927 στο «Μικρό Μαχαγκόνυ», που παίζεται στο φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής του Μπάντεν Μπάντεν και που αποτελεί προπομπό για την περίφημη «Όπερα της πεντάρας». Ο Βάιλ έγραφε πάνω στα έργα του Μπρεχτ πρόσθετα νούμερα, τραγούδια ή μπαλάντες και αργότερα όπερες πάνω σε λιμπρέτα. Το 1933 μετανάστευσε στη Γαλλία. Έζησε επίσης στην Αγγλία και από το 1935 άρχισε να εργάζεται στις ΗΠΑ στα θέατρα του Μπρόντγουεϊ, γράφοντας μουσική για μιούζικαλ, προσπαθώντας να εισαγάγει στο διαδεδομένο αυτό είδος κοινωνικό και κριτικό περιεχόμενο. Εκτός από τη μουσική του θεάτρου έγραψε πολλά έργα για ορχήστρα, μουσική δωματίου, μουσική για τον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο. Μερικά από τα πιο γνωστά του τραγούδια είναι τα Alabama Song, Mandalav και Youkali Tango. Η μουσική του Βάιλ έχει στοιχεία τζαζ, επιρροές από στρατιωτικά εμβατήρια, από μουσικά καμπαρέ και από ψαλμούς.
Μπέρτολντ Μπρεχτ
Γερμανός δραματουργός, λιμπρετίστας, συγγραφέας, ποιητής, θεωρητικός του θεάτρου και σκηνοθέτης. Το έργο του, πάνω από δεκατρείς χιλιάδες σελίδες, περιλαμβάνει θεατρικά έργα, ποιήματα, πεζά, θεωρητικά κείμενα για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τέχνη, τη λογοτεχνία, μελέτες, σχόλια, σημειώσεις, ημερολόγια. Ο Μπρεχτ γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας. Μαθητής ακόμη στο γυμνάσιο (1908-1916) δημοσιεύει τα πρώτα του κείμενα, ποιήματα και διηγήσεις, στο περιοδικό του σχολείου του και στην τοπική εφημερίδα. Το 1917, γράφεται στο τμήμα λογοτεχνίας της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Λούντβιχ Μαξιμίλιαν του Μονάχου, όπου παρακολουθεί σχεδόν αποκλειστικά τα μαθήματα του ‘Αρτουρ Κούτσερ, θεατρολόγου και φίλου του Φρανκ Βέντεκιντ. Το 1933 γράφει το πρώτο του θεατρικό έργο «Βάαλ». Η πρώτη περίοδος του Μπρεχτ τελειώνει το 1923 με τη διασκευή του «Εδουάρδου Β’» του Μάρλοου σε συνεργασία με τον Φόϋχτβανγκερ. Το 1926, μια νέα παραλλαγή του «Βάαλ», με τίτλο «Βίος και πολιτεία του Βάαλ του αρσενικού», ανεβαίνει στη Νέα Σκηνή του Ντόυτσες Τεάτερ σε δική του σκηνοθεσία. Ο Μπρεχτ μιλάει για το «Επικό θέατρο». Το 1927, εκδίδει το «Προσευχητάρι του Μπέρτολτ Μπρεχτ», μια συλλογή ποιημάτων που τον προηγούμενο χρόνο είχαν κυκλοφορήσει ως «Προσευχητάρι της τσέπης». Παράλληλα, συνεργάζεται με τον συνθέτη Κουρτ Βάιλ: το «Μικρό Μαχαγκόνυ», παίζεται τον Ιούλιο στο φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής του Μπάντεν Μπάντεν. Η συνεργασία τους συνεχίζεται και στην «Όπερα της πεντάρας». Συνεχίζοντας τη συνεργασία τους, το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 1928, ο Μπρεχτ και ο Βάιλ ετοιμάζουν το «Βερολινέζικο Ρέκβιεμ», καντάτα για το ραδιόφωνο, που θα παιχτεί στις 22 Μαίου του 1929, προκαλώντας επέμβαση της λογοκρισίας. Το 1933 αρχίζει η αυτοεξορία του Μπρεχτ και της οικογένειάς του, που. θα διαρκέσει 15 χρόνια. Σε αυτά τα χρόνια, χωρίς χρήματα, χωρίς θέατρο, ζώντας σε χώρες που δεν μίλαγε τη γλώσσα τους, ο Μπρεχτ θα γράψει πάνω από δέκα θεατρικά έργα, πολλά ποιήματα, θεωρητικά κείμενα και μυθιστορήματα. Ο Μπρεχτ πεθαίνει στις 14 Αυγούστου από έμφραγμα, στο σπίτι του, στο Βερολίνο. Κηδεύεται στις 17 Αυγούστου στο νεκροταφείο του Ντοροτεενφρίντχοφ.
Στο Δυτικό Μέτωπο – (VÄSTFRONTEN 1918)
Δράμα – Γερμανία – 1929 – 133΄ – ασπρόμαυρο
Σκηνοθεσία: Georg Wilhelm Pabs
Σενάριο: Ladislaus Vajda, βασισμένο στη νουβέλα του
Ernst Johannsen “Vier von der Infanterie”
Πέτερ Μάρτιν Λάμπελ
Μουσική: Alexander Laszlo
Παραγωγή: Seymour Nebenzal
Παίζουν: Φριτς Κάμπερς: ένας Βαυαρέζος
Γκούσταβ Ντίσλ: Καρλ
Χανς Γιοάχιμ Μέμπιους: ένας φοιτητής
Κλάους Κλάουζεν: ο Διοικητής
Γκούσταβ Πίτγερ: ένας από το Αμβούργο
Τζάκι Μονίερ: Υβέτ
Χάνα Χέσριχ: γυναίκα του Καρλ
Άιζε Χέλλερ: μητέρα του Καρλ
Καρλ Μπάλχαους: ένας χασάπης
Σύνοψη
Η ιστορία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών του Α ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στα γερμανικά χαρακώματα κοντά στην πρώτη γραμμή. Τα πράγματα είναι στάσιμα, οι Γερμανοί κατέχουν τις θέσεις τους ενάντια στις γαλλικές επιθέσεις. Η καταπολέμηση φουντώνει και μετά υποχωρεί. Μια μέρα οι Γερμανοί χτυπιούνται άμεσα από τους Γάλλους. Οι στρατιώτες σπεύδουν να σώσουν τους συντρόφους τους από ασφυξία. Ένας νεαρός στρατιώτης-φοιτητής είναι εθελοντής να λάβει ένα μήνυμα. Γνωρίζεται με μια Γαλλίδα. Ο Karl επιστρέφει στο σπίτι με άδεια και ανακαλύπτει τη γυναίκα του με τον βοηθό του χασάπη, ο οποίος κέρδισε την εύνοιά της με επιπλέον μερίδες κρέατος. Επιστρέφει απογοητευμένος στην μάχη και μαθαίνει ότι ο φίλος του, ο νεαρός φοιτητής, έχει σκοτωθεί από ένα Γάλλο συνταγματάρχη. Ο Karl, επιδιώκοντας το θάνατο, πηγαίνει σε μια αναγνωριστική αποστολή. Ο Βαυαρέζος πληγώνεται βαριά κατά την άμυνα μιας επίθεσης των Γάλλων. Ο διοικητής από κλονισμό νεύρων κατά την διάρκεια μιας επίθεσης των τανκς αρχίζει να φωνάζει ασταμάτητα “ζήτω” και να χαιρετάει τους πεσόντες μέχρι που τον βρίσκουν οι τραυματιοφορείς και τον μεταφέρουν στο υπαίθριο νοσοκομείο. Ο Καρλ πληγώνεται βαριά και όταν τον ψήνει πυρετός στο παραλήρημα βλέπει την γυναίκα του. Ο Καρλ ξεψυχάει. Ένας Γάλλος τραυματίας του πιάνει το χέρι και το σφίγγει λέγοντάς του: «από εχθροί θα γίνουμε φίλοι».… Μαρτυρικές κραυγές διαπερνούν τον αέρα. Γάλλοι και Γερμανοί στρατιώτες βρίσκονται να πεθαίνουν δίπλα-δίπλα. Ένας στρατιώτης αρπάζει το χέρι και μουρμουρίζει στον εχθρό του, το ” Never again war.” («Ποτέ ξανά πόλεμος»).
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑ – KAMERADSCHAFT
Κοινωνική, 1931, Γερμανία-Γαλλία, b/w, 93’
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: G.W. PABST
ΣΕΝΑΡΙΟ: Anna Gmeyner, Peter Martin, Karl Otten, Gerbert Rappaport, Ladislaus Vajda, Léon Werth
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Seymour Nebenzal
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ: Alexander Granach, Fritz Kampers, Ernst Busch, Elisabeth Wendt, Gustav Püttjer, Oskar Höcker
Η υπόθεση
Γερμανία, 1919, τα δύσκολα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η ήττα για τη Γερμανία είναι βαριά, η ανεργία και ο πληθωρισμός καλπάζουν, οι συνθήκες εργασίες έχουν επιδεινωθεί, ενώ περισσότερο από ποτέ δοκιμάζεται η αγάπη για τον συνάνθρωπο, πόσο μάλλον όταν ανήκει σε άλλη εθνικότητα. Οι Γάλλοι, ύστερα από την -ταπεινωτική για τους Γερμανούς- συνθήκη των Βερσαλλιών, θεωρούνται εχθροί περισσότερο από ποτέ. Μέσα σε αυτό το κλίμα έρχεται μια ανθρώπινη και συγκινητική ιστορία να ανατρέψει τα ανθρώπινα μίση, εθνικισμούς και διαφορές… Σε ένα ορυχείο, στα γαλλο-γερμανικά σύνορα, μια ομάδα Γάλλων ανθρακωρύχων παγιδεύεται στα έγκατα της γης, ύστερα από μια τρομακτική έκρηξη. Η μόνη τους ελπίδα για σωτηρία είναι ένα εγκαταλειμμένο τούνελ, που έχει απομείνει από τον πρόσφατο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Γερμανοί ανθρακωρύχοι που δουλεύουν από την άλλη μεριά των συνόρων, βλέπουν την τραγωδία και αποφασίζουν να μην κάτσουν με σταυρωμένα τα χέρια. Ζητούν από τους εργοδότες τους, να τους αφήσουν να πάνε να βοηθήσουν τους άμοιρους συναδέλφους τους. Παραμερίζοντας τις εθνικές και πολιτικές διαφορές που χωρίζουν εδώ και καιρό τις δύο χώρες, μια ομάδα Γερμανών ανθρακωρύχων οργανώνει έτσι μια αποστολή διάσωσης. Για πρώτη φορά, μετά τον πόλεμο, καταστρέφεται ένα κομμάτι των συνόρων, και η ομάδα μπαίνει στην άλλη πλευρά και μέσα στο τούνελ, για να βρει τους εγκλωβισμένους Γάλλους συναδέλφους τους. Οι Γερμανοί εργάτες τώρα θα κάνουν μια τιτάνια προσπάθεια να σώσουν τους γάλλους εργάτες, σε ένα χώρο που και η παραμικρή κίνηση μπορεί να προκαλέσει κατολίσθηση και το οξυγόνο λιγοστεύει…
Georg Wilhelm Pabst
Γεννημένος στη Βοημία από Βιεννέζους γονείς, ο Georg Wilhelm Pabst ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία με το θέατρο το 1906. Αφού εργάστηκε ως θεατρικός σκηνοθέτης στην Ευρώπη και για λίγο διάστημα στην Αμερική μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γύρισε τη Βιέννη τη δεκαετία του ’20 και έγινε ένας από τους πρωτοστάτες του πειραματικού θεατρικού κινήματος της εποχής εκείνης. Αυτό τον οδήγησε σταδιακά στο ενδιαφέρον του για τον κινηματογράφο. Αναγνωρισμένος κινηματογραφικός σκηνοθέτης το 1923, έδωσε το δικό του στίγμα στον κινηματογράφο, μέσα από ταινίες πεσιμιστικού ρεαλισμού, με ιστορίες πολύ ανθρώπινες και αληθινές, ανάμεικτες με έναν αέρα ιμπρεσιονιστικής εικόνας. Σκηνοθέτησε τη Γκρέτα Γκάρμπο στο περίφημο «Τα δράματα στους οίκους ανοχής» (1925) και βοήθησε να δημιουργηθεί η μυστηριώδης περσόνα της Λουίζ Μπρουκς, της αμερικανίδας ηθοποιού με το χαρακτηριστικό καρέ μαλλί, που αποτέλεσε διαχρονικό πρότυπο ομορφιάς. Με τη Λουίζ Μπρουκς γύρισε δύο ταινίες: το διάσημο «Το κουτί της Πανδώρας», το οποίο την καθιέρωσε, και «Diary of a lost girl», και τα δύο τολμηρές για την εποχή τους κοινωνικές ταινίες σχετικά με τη σεξουαλικότητα και τη γυναίκα. Η Μπρουκς αργότερα μίλησε για τον Pabst, τονίζοντας πόσο η επιτυχημένη ερμηνεία της οφειλόταν σχεδόν εξολοκλήρου στην υπέροχη ικανότητα του Pabst να έχει ήδη φανταστεί στο μυαλό του σχεδόν την τελική μορφή του φιλμ, πριν ακόμα ξεκινήσει να γυρίζει.
Ο σκηνοθέτης ξεκίνησε την καριέρα του στον ομιλούντα κινηματογράφο με τρεις πολύ σημαντικές ταινίες, που αποτελούν την τριλογία του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού: την αντιπολεμική ταινία «Στο Δυτικό Μέτωπο», την «Όπερα της πεντάρας», κινηματογραφική μεταφορά του μιούζικαλ των Brecht/Weill, και την «Συντροφικότητα», μια γαλλο-γερμανική συμπαραγωγή, που δίδασκε την αλληλεγγύη ανάμεσα στα έθνη. Η δύναμη και η πειστικότητα των ταινιών του, έκαναν σύντομα τους Ναζί να τον θέλουν για να γυρίσει τις δικές τους προπαγανδιστικές ταινίες. Ο Pabst αρνήθηκε, πήγε Γαλλία, όπου γύρισε δύο ταινίες και έπειτα Αμερική, όπου το 1934, γύρισε μια μόνο ταινία, το κοινωνικό «A Modern Hero» (1934). Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Pabst βρισκόταν στη Γαλλία και επέστρεψε στη Γερμανία το 1938. Εκεί, γύρισε 2 ταινίες υπό Ναζιστικό καθεστώς, τα «Ο αγώνας μιας γυναίκας» (1941) και Paracelsus (1943). Αυτό το αντιφατικό γεγονός τον έκανε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα και δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να κερδίσει την προηγούμενη αίγλη του στις συνειδήσεις του κόσμου, αν και ο ίδιος εξέφραζε τις απόψεις του σε πολλές αντιναζιστικές μεταπολεμικές ταινίες του, όπως The Trial (1948), μια βραβευμένη ταινία κατά του αντισημιτισμού. Ο Pabst συνέχισε να γυρίζει ταινίες στη Γερμανία, Αυστρία και Ιταλία. Το 1953 σκηνοθέτησε 4 παραστάσεις όπερας στην Ιταλία, σε μια από αυτές ήταν και η Αΐντα με την Μαρία Κάλας. Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1956 και πέθανε στη Βιέννη το 1967. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του βωβού κινηματογράφου ειδικότερα αλλά και του κινηματογράφου γενικότερα.
Επιλεγμένη φιλμογραφία
The treasure (Der Schatz) (1923)
Δράματα στον οίκο ανοχής (Die freudlose Gasse) (1925)
Secrets of the soul (Geheimnisse einer Seele) (1926)
Ο έρως της Ιωάννας Νέι (Die Liebe der Jeanne Ney) (1927)
Όταν τα νιάτα διψούν (Abwege) (1928)
Το κουτί της Πανδώρας (Die Büchse der Pandora) (1929)
Diary of a lost girl (Tagebuch einer Verlorenen) (1929)
Η λευκή κόλαση του Πιτζ Παλού (Die weiße Hölle vom Piz Palü) (1929)
Στο Δυτικό Μέτωπο (Westfront 1918) (1930)
Η όπερα της πεντάρας (Die 3-Groschen-Oper) (1931)
Συντροφικότητα (Kameradschaft )(1931)
Ατλαντίς (L’Atlantide) (1932)
Δον Κιχώτης (Don Quichotte) (1933)
Έρως σε όλα τα πατώματα (Du haut en bas) (1933)
A Modern Hero (1934)
Θεσσαλονίκη, Η φωλιά των κατασκόπων (Mademoiselle Docteur) (1937)
Το δράμα της Σαγκάης (Le drame de Shanghaï) (1938)
Η αγωνία των κοριτσιών (Jeunes filles en détresse) (1939)
Ο αγώνας μιας γυναίκας (Komödianten) (1941)
Paracelsus (1943)
Der Fall Molander (1945)
The trial (Der Prozeß) (1948)
Η φωνή της σιωπής (La voce del silenzio) (1953)
Η κατηγορούμενη σιωπά (Das Bekenntnis der Ina Kahr) (1954)
Οι τελευταίες στιγμές του Χίτλερ (Der letzte Akt) (1955)
20 Ιούλη 1944: Εξέγερση ενάντια στον Χίτλερ (Es geschah am 20. Juli) (1955)
Τριαντάφυλλα για τη Μπετίνα (Rosen für Bettina) (1956)