To ντοκιμαντέρ «ΚΑΙ ΕΛ ΚΑΙ ΑΛ» (2025) του Ιλίρ Τσούκο, σε παραγωγή του Onassis Culture, αφηγείται μια σειρά από ιστορίες που δεν είναι ούτε μόνο αλβανικές ούτε μόνο ελληνικές. Είναι και τα δύο.

Σύνοψη ταινίας

Τα παιδιά και τα εγγόνια των Αλβανών μεταναστών της δεκαετίας του ’90 γεννήθηκαν και μεγαλώνουν στην Ελλάδα. Η Ντενίσα, ο Δημήτρης, η Στεφανία και ο Ορέστης μάς αφηγούνται το βίωμά τους. Όχι το βίωμα της μετανάστευσης αυτό καθαυτό, αλλά τη δική τους ιστορία. Μια ιστορία που δεν είναι ούτε μόνο αλβανική ούτε μόνο ελληνική. Είναι και τα δύο. Κάτι νέο, κάτι καθαρό και ελπιδοφόρο γεννιέται από αυτή τη γενιά. Τη στιγμή που οι πόλεμοι των ταυτοτήτων μαίνονται σε όλο τον κόσμο και, φυσικά, στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια, η κάμερα του σκηνοθέτη φωτίζει τις πολλαπλές ταυτότητες όχι ως βαρίδια της ιστορίας, άλλα ως πυξίδες για ένα καλύτερο μέλλον.

Στιγμιότυπο από την ταινία «ΚΑΙ ΕΛ ΚΑΙ ΑΛ»

-Τι σας έκανε να ξεκινήσετε το ντοκιμαντέρ σας με τους συνεντευξιαζόμενους να ετοιμάζουν «τούρκικο»/ «ελληνικό» / «αλβανικό» / «αραβικό» καφέ;

Γιατί είναι ο ίδιος καφές. Αλλά, επειδή έχουμε μια μανία να ονοματίζουμε τα πάντα με βάση τα σύνορά μας, καταλήξαμε να διαφωνούμε για κάτι που πίνουμε όλοι, χωρίς να αναρωτιόμαστε αν έχει σημασία το όνομα ή η γεύση. Αυτός ο καφές είναι μια μικρογραφία του ζητήματος της ταυτότητας. Αντικατοπτρίζει το πώς κάτι μπορεί να είναι κοινό, αλλά να το βλέπουμε σαν ξένο. Ήθελα να ξεκινήσει έτσι η ταινία γιατί είναι μια μεταφορά για το ότι, τελικά, ίσως δεν έχει τόση σημασία αν κάποιος είναι Έλληνας, Αλβανός ή και τα δύο—σημασία έχει η εμπειρία, η μνήμη, το βίωμα.

-Στο «ΚΑΙ ΕΛ ΚΑΙ ΑΛ» δίνετε τον λόγο σε άτομα στην Ελλάδα που ανήκουν στη δεύτερη γενιά μεταναστών από Αλβανία. Γιατί επιλέξετε αυτούς τους συγκεκριμένους τέσσερεις ανθρώπους;

Καταρχάς, γιατί οι ίδιοι έχουν κάτι να πουν. Το “ΚΑΙ ΕΛ ΚΑΙ ΑΛ” δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ που προσπαθεί να μιλήσει για τη δεύτερη γενιά, αλλά να της δώσει τον χώρο να μιλήσει η ίδια. Ο Ορέστης, η Στέφη, ο Δημήτρης και η Ντενίσα έχουν διαφορετικές διαδρομές, αλλά όλοι τους κουβαλούν αυτό το ερώτημα: «Πρέπει να επιλέξω;» – Η απάντησή τους είναι όχι. Δεν ζουν ανάμεσα σε δύο κόσμους, αλλά μέσα σε έναν κόσμο που έχει χώρο και για τις δύο τους ρίζες.

Επιπλέον, η δεύτερη γενιά είναι αυτή που καλείται να δημιουργήσει μια νέα αφήγηση. Οι γονείς τους ήρθαν ως ξένοι. Αυτοί, όμως, μεγάλωσαν εδώ. Τους βλέπουμε και τους ακούμε γιατί η ιστορία τους είναι η ιστορία μιας νέας ελληνικής ταυτότητας που έχει βρει τις λέξεις για να περιγράψει τον εαυτό της.

-Εσείς αντλήσατε κάποιο συμπέρασμα σχετικά με την ανάδυση και εξερεύνηση αυτής της νέας ταυτότητας – της «ελληνο-αλβανικής» ή «αλβανο-ελληνικής» κατά τη διαδικασία προετοιμασίας της ταινίας;

Ναι, και ήταν πιο απλό απ’ ό,τι φανταζόμουν: H ταυτότητα είναι σαν τη γλώσσα. Εξελίσσεται. Δεν είναι κάτι που αποφασίζεις, είναι κάτι που ζεις. Οι πρωταγωνιστές της ταινίας δεν έχουν μια σταθερή, αμετάβλητη ταυτότητα. Είναι και Έλληνες, και Αλβανοί, κάτι που διαμορφώνεται συνεχώς.

Η κοινωνία θέλει να βάλει τους ανθρώπους σε κουτάκια: Ποιος είσαι; Από πού είσαι;

Όμως, η απάντηση των πρωταγωνιστών είναι: Και από εδώ, και από εκεί. Αυτό δεν είναι μπέρδεμα. Είναι μια νέα πραγματικότητα.

-«ΚΑΙ ΕΛ ΚΑΙ ΑΛ» – Αλήθεια, πώς καταλήξατε σε αυτόν τον τίτλο; Εμφανίζονται ως συντομογραφίες έτσι, σε κάποιο κρατικό έγγραφο;

Γιατί το δίλημμα πάντα ήταν “ΕΛ” ή “ΑΛ”; Έλληνας ή Αλβανός; Κάθε άνθρωπος δεύτερης γενιάς στην Ελλάδα έχει ακούσει αυτή την ερώτηση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Το “ΚΑΙ ΕΛ ΚΑΙ ΑΛ” είναι η απάντηση. Συνθέτουν μια νέα, υβριδική ταυτότητα, την ελληνοαλβανική ή αλβανοελληνική, όπου τα δύο στοιχεία της δεν ανταγωνίζονται και δεν συγκρούονται, αλλά συνυπάρχουν.
Δεν είναι κάποια συντομογραφία σε κρατικά έγγραφα, αλλά ίσως θα έπρεπε να είναι.

Στιγμιότυπο από την ταινία «ΚΑΙ ΕΛ ΚΑΙ ΑΛ»

-Στην ταινία γίνονται αναφορές και σε έγγραφα άδειας παραμονής, και στις αναμονές για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας. Σε ένα σημείο ακούμε τον Δημήτρη Καπουράνη να λέει πως «όλοι μας μπορούμε να φανταστούμε πως είναι να είσαι σε μια χώρα που σε θεωρεί προσωρινό». Την ασπάζεστε αυτήν την άποψη; Νιώθω πως σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας εθελοτυφλεί σχετικά με αυτά τα ζητήματα. 

Είναι η πραγματικότητα για χιλιάδες ανθρώπους. Υπάρχουν παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, μεγάλωσαν εδώ, μιλούν μόνο ελληνικά, αλλά το κράτος τους θεωρεί προσωρινούς. Η γραφειοκρατία είναι ένα αόρατο σύνορο. Ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας δεν βλέπει το πρόβλημα, γιατί αν δεν το ζεις, δεν το σκέφτεσαι. Η ταινία ακουμπάει για λίγο αυτό το αόρατο σύνορο και να δείξει ότι δεν μιλάμε για αριθμούς, αλλά για ανθρώπους.

-Από τα γυρίσματα σας έχει εντυπωθεί κάποιο ιδιαίτερο στιγμιότυπο που θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας;

Ναι, η στιγμή που ο παππούς της Ντενίσα στην Αλβανία την αποδέχεται χωρίς δισταγμό. Όταν τον ρωτάμε αν η εγγονή του είναι Ελληνίδα ή Αλβανίδα, απαντάει απλά: «Είναι Ελληνίδα, αφού ζει εκεί.» Και αυτό ήταν. Χωρίς πολιτικές αναλύσεις, χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις.

-Άρα για εκείνους που είδαν τους ανθρώπους τους να φεύγουν, όπως ο παππούς της Ντενίσα, δε γίνεται αντιληπτό αυτό το θέμα της διττής ταυτότητας;

Όχι με τον ίδιο τρόπο. Η πρώτη γενιά έζησε την αποχώρηση ως μια τομή. Για εκείνους, η ταυτότητα είχε να κάνει με τον τόπο. Για τη δεύτερη γενιά, είναι πιο ρευστή. Οι παππούδες της Ντενίσα την αγαπούν για αυτό που είναι—δεν τους νοιάζει η εθνική της ταμπέλα. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να καταλάβει και η κοινωνία που ζει.

Στιγμιότυπο από την ταινία «ΚΑΙ ΕΛ ΚΑΙ ΑΛ»

-Και τελικά, εσείς τι καφέ πίνετε;

Ό,τι σερβίρεται εκεί που βρίσκομαι. Αν είμαι στην Ελλάδα, ελληνικό. Στην Αλβανία, αλβανικό. Στην Τουρκία, τούρκικο. Η ουσία είναι η ίδια. Και αυτό ίσως λέει πολλά για τη συζήτηση που κάνουμε.

***

Το «ΚΑΙ ΕΛ ΚΑΙ ΑΛ» θα προβληθεί στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, στο πρόγραμμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες», την Παρασκευή 7 Μαρτίου, στην Αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης», στις 21:00.

Το ντοκιμαντέρ θα είναι διαθέσιμο και στην online πλατφόρμα του φεστιβάλ, από το Σάββατο 8 Μαρτίου στις 10:00.

Συντελεστες «ΚΑΙ ΕΛ ΚΑΙ ΑΛ»

  • Εμφανίζονται: Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι, Δημήτρης Καπουράνης, Στεφανία Κόστα, Ορέστης Σκιάου
  • Παραγωγή: Onassis Culture
  • Σκηνοθεσία: Ιλίρ Τσούκο
  • Σενάριο: Δημήτρης Χριστόπουλος, Γεωργία Σπυροπούλου, Μπιόρνι Λέκα
  • Επιστημονικός Σύμβουλος: Δημήτρης Χριστόπουλος
  • Executive Producers: Δημήτρης Θεοδωρόπουλος, Πάσκουα Βοργιά
  • Διεύθυνση Φωτογραφίας: Κάρλος Μουνιόθ
  • Μοντάζ: Λεάρτ Ράμα
  • Χρωματική Επεξεργασία: Μαρία Τζωρτζάτου
  • Ηχοληψία: Μανώλης Μακριδάκης, Φίλιππος Μάνεσης
  • Μείξη Ήχου: Κώστας Ντόκος
  • Πρωτότυπη Μουσική: Λεάρτ Ράμα
  • Υπότιτλοι: Ελεάνα Ζιάκου
  • Εκτέλεση Παραγωγής: EYE FILM – Βικτώρια Βελλοπούλου, Γιάννης Καραχάλιος
  • Ευχαριστίες: Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Υπουργείο Εσωτερικών Αλβανίας, Αστυνομικό Τμήμα Κακαβιάς και συνοριακές Αρχές, Θέατρο του Νέου Κόσμου (Αθήνα), Μαρίνα Γαβριηλίδου, Κωνσταντίνα Παυλή, Arben και Sava Bajraktari, Fatbardh και Hydajete Bajraktari, Δημήτρης, Ηλίας, Tunel Terrace Club (Τίρανα), Star Sport Club (Βούλα), Κωνσταντίνα Καϊμάρα