Έξυπνη, παιχνιδιάρικη, εκλεπτυσμένη, ασεβής και περιστασιακά σκληρή, η «Σύλβια» είναι μια κωμωδία για τις σχέσεις, τη φύση και τη μοναξιά. Οι MONKS, που έφεραν την “SYLVIA” του A.R. Gurney για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ετοιμάζονται να την ξαναπαρουσιάσουν!

Ο Ιωάννης Καμπούρης, εκτός από τη μετάφραση που δούλεψε μαζί με τον Γιώργο Μιχαλάκο (σκηνοθεσία), θα βρεθεί και επί σκηνής στο Θέατρο Τ, στη Θεσσαλονίκη. Ο ηθοποιός μοιράζεται με τους αναγνώστες & αναγνώστριες του CultureNow τη δική του ανάγνωση πάνω στο έργο, και διερωτάται «Ποια είναι η Σύλβια;».

***

Το ερώτημα που μας ταλανίζει είναι ένα, και αιώνες πριν γεννηθεί του έργο του Gurney, το είχε διατυπώσει και ο Σαίξπηρ: “Who is Sylvia?”, «Ποια είναι η Σύλβια;».

Όλο το μυστήριο αυτού του έργου κρύβεται – και παραμονεύει σαρκαστικά – πίσω από την απάντηση αυτού του ερωτήματος. Το αμέσως επόμενο ερώτημα που προκύπτει, βέβαια, είναι εάν αυτό το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί. Φυσικά, δεν μπορεί να απαντηθεί τελεσίδικα ή «αντικειμενικά» (ό, τι κι αν σημαίνει αυτό), μα μπορεί ο καθένας να αναγνώσει τις δικές του ανησυχίες μέσα στο πρόσωπο της Σύλβιας.

Ναι, λοιπόν, η Σύλβια είναι σκυλί. Και εισβάλλει με βία στη ζωή ενός ζευγαριού, είτε κάνοντάς τους να ξαναθυμηθούν οντολογικές αλήθειες που είχαν ξεχάσει (ή, ενδεχομένως, θάψει) είτε φανερώνοντας συμπλέγματα που θεωρούσαν πως δε θα μπορούσαν ποτέ να ανήκουν σε αυτούς. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: «Ποια είναι η Σύλβια;».

Η Σύλβια γεννάει στον Γκρεγκ μία ακατανίκητη επιθυμία για απελευθέρωση. Από τι; Ούτε ο ίδιος ξέρει. Από τον πολιτισμό; Από την κανονικότητα; Από την «ενηλικίωση»; Από τον μικροαστισμό (με την ευρεία έννοια); Από τη σύγχρονη ζωή; Από την έλλειψη βαθιάς και ουσιαστικής κοινωνικότητας; Ή μήπως, από το αίσθημα απουσίας της ίδιας της ελευθερίας; Απελευθέρωση από την μη-ελευθερία δηλαδή; Ενδεχομένως, από όλα αυτά μαζί. Αλλά και πάλι, δεν απαντάμε στο ερώτημα: «Ποια είναι η Σύλβια;».

Η Κέιτ, από την άλλη, μοιάζει να ζηλεύει. Μα δε ζηλεύει κτητικά. Ζηλεύει αγνά. Ζηλεύει όπως ο τρόφιμος της Κόλασης τον κάτοικο του Παραδείσου. Όχι με φθόνο. Αλλά με καθαρή επιθυμία να βρεθεί κι αυτός εκεί: στα μαλακά, στα ήσυχα, στα ουσιώδη. Αυτό δε σημαίνει ότι η ζήλια της είναι μονάχα καθαρή και δε δηλητηριάζεται. Φυσικά και δηλητηριάζεται και μαυρίζει και σκοτεινιάζει και της ξυπνάει τα πιο ταπεινά ένστικτα μίσους απέναντι στη Σύλβια. Όχι, όμως, για να στερήσει από τον Γκρεγκ αυτήν τη νέα ζωή, μα γιατί απλούστατα θέλει κι αυτή να γίνει μέρος της. Μα εγώ ακόμη απάντηση δεν πήρα: «Ποια είναι αυτή;».

Λένε πως η διαφορά του ανθρώπου από την τεχνητή νοημοσύνη είναι πως η τεχνητή νοημοσύνη δεν έχει επιθυμία. Μπορεί να έχει σκέψεις, αποφάσεις, δράσεις και αντιδράσεις, μέχρι και συναισθήματα, μα ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί. Δεν θέλει. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως συστατικό και αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης του ανθρώπου είναι η επιθυμία ή, αλλιώς, αυτό που λέμε «το θέλημα». Και, κατά συνέπεια, η ελευθερία. Γιατί; Διότι επιθυμία ίσον ελευθερία. Άρα ένα ρομπότ δεν μπορεί ποτέ να είναι ελεύθερο, γιατί ποτέ μα ποτέ δεν θέλει. Ναι, αλλά: «Ποια είναι;»

Εγώ λέω πως είναι αυτό. Η Σύλβια είναι η επιθυμία. Όχι η επιθυμία για κάτι συγκεκριμένο, όχι η επιθυμία για έναν άνθρωπο, όχι η επιθυμία για μια άλλη δουλειά, όχι η επιθυμία για επιτυχία, όχι η επιθυμία για χρήματα ή δόξα, όχι η επιθυμία για ασυδοσία, ούτε καν η επιθυμία για καταστροφή, όχι. Τίποτα από όλα αυτά. Η Σύλβια, για μένα, είναι η επιθυμία άνευ αντικειμένου. Είναι η επιθυμία της επιθυμίας, είναι το «θέλω να θέλω», άρα «θέλω να είμαι άνθρωπος». Και ο άνθρωπος κοιτάζει πάντα μακριά, στο Άπειρο, στο Απόλυτο, στο πλατωνικό Εν, όσο πεζός κι αν μας φαίνεται όταν περπατάει στον δρόμο στις 7 το πρωί με την τσίμπλα στο μάτι. Ίσως, η Σύλβια να είναι αυτό που λέμε «ο Έρως», μα ο Έρως με την πολύ βαθιά και ευρεία σημασία της λέξης. Δηλαδή, έρχεται ένας σκύλος να μας υπενθυμίσει πως είμαστε άνθρωποι; Θαρρώ πως ναι. Ναι, έρχεται ένας ασήμαντος σκύλος να μας καταδείξει πως, μάλλον, αυτό που περισσότερο απ’ όλα επιθυμούμε είναι η επιθυμία του ίδιου του Θεού.

Διαβάστε επίσης:

Sylvia, του A.R. Gurney σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαλάκου στο Θέατρο Τ