Η Ιόλη Ανδρεάδη τα τελευταία χρόνια φιγουράρει σταθερά ανάμεσα στα ονόματα της νέας γενιάς σκηνοθετών που ερευνούν και εξελίσσουν το νεοελληνικό θέατρο. Είχε την τύχη να μεγαλώσει σε ένα ιδιαίτερα παραγωγικό πνευματικό περιβάλλον, μέσα οποίο διαμόρφωσε την δημιουργική της οπτική.
Οι παραστάσεις της έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα μεγάλων θεσμών, όπως το Φεστιβάλ Αθηνών, το Θέατρο Τέχνης, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, αλλά και το Φεστιβάλ Φιλίππων.
Το καλοκαίρι του 2017, σκηνοθέτησε για πρώτη φορά τον Ίωνα του Ευριπίδη, σε μια διασκευή για δύο πρόσωπα. Η παράσταση παρουσιάστηκε σε ελληνικά φεστιβάλ, στο Θέατρο Άλφα Ιδέα, ενώ έγινε δεκτή και στο The Tank της Νέας Υόρκης. Μία ούτως ή άλλως σημαντική διάκριση για ελληνική παραγωγή.
Με αφορμή λοιπόν, την μικρή περιοδεία του Ίωνα και λίγο πριν «ανοίξει τα φτερά του» στο εξωτερικό, η Ιόλη Ανδρεάδη μιλά για το έργο, αλλά και για τα ενδιαφέροντα στοιχεία που συνθέτουν την δική της καλλιτεχνική προσωπικότητα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
– Ο «Ίων», μετά από μια επιτυχημένη πορεία ενός έτους, συνεχίζει να παρουσιάζεται σε Ελλάδα και εξωτερικό. Πώς είναι για έναν δημιουργό να βλέπει την δουλειά του να «ανθίζει», να «απλώνεται» και να κερδίζει εν τέλει το κοινό σε βάθος χρόνου;
Είναι πολύ όμορφο μία παράσταση που αγαπάς να έχει συνέχεια, να τη βλέπεις να εξελίσσεται από βραδιά σε βραδιά, να αναπτύσσεται, να προχωρά ακόμη βαθύτερα η δουλειά των ερμηνευτών και η σχέση τους και, βέβαια, να τη βλέπουν άνθρωποι που δε θα είχαν καταφέρει να τη δουν αν είχε σταματήσει νωρίτερα.
– Τι σας κεντρίζει το ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο κείμενο; Ποια στοιχεία της υπόθεσής του το καθιστούν τόσο ξεχωριστό κατά τη γνώμη σας;
Το κείμενο αυτό είναι ένα αριστούργημα τόσο δομής, όσο και πλοκής. Αυτή του η δύναμη ξεκινά «εν σπέρματι» ακόμη, από την αρχική πρόθεσή του. Έχουμε ένα γιο ο οποίος, από την αρχή, ψάχνει την καταγωγή του και τη μητέρα του. Ταυτόχρονα, μια μητέρα, εξαρχής, ψάχνει για αυτό(ν) που έχει αφήσει πίσω της, για το χαμένο της γιο. Αυτά τα δύο ισχυρά κίνητρα είναι που συγκρούονται στην πορεία και, μέσα από αυτή τη σύγκρουση, προκύπτει τελικά η ένωση, αυτά τα δύο κίνητρα δηλαδή τελικά αλληλοσυμπληρώνονται προσφέροντας τη «λύση» του δράματος. Άρα, αυτά είναι που «κινούν» και όλο το έργο, το οποίο θα μπορούσε να διαβαστεί σα μια μεγάλη «αναγνώριση».
– Γιατί στην διασκευή σας όλοι οι ρόλοι ερμηνεύονται από δύο ηθοποιούς; Μιλήστε μας για αυτήν την προσέγγιση και επιλογή.
Στην παράσταση αυτή παρακολουθούμε αυτούσιο το έργο του Ευριπίδη σε νέα μετάφραση. Έχουν «κοπεί» μόνο κάποια μικρά και πολύ συγκεκριμένα κομμάτια. Ο λόγος που το έργο, αυτούσιο, προσαρμόστηκε για δύο ηθοποιούς και έναν μουσικό, είναι αυτός που μόλις σας ανέφερα, το ότι δηλαδή οι πιο ισχυρές φωνές στο έργο του Ευριπίδη είναι δύο: αυτή της μάνας και αυτή του γιου. Σε αυτή τη θεμελιώδη σχέση βασίζεται και η κεντρική δραματουργική και τελικά σκηνοθετική επιλογή: να κάνει δηλαδή το παιδί, ο Ίων, «δώρο», προσφορά στη μητέρα του, την Κρέουσα, την ίδια την παράσταση. Σαν το παιδί που, καθώς παίζει, νιώθει περηφάνια όταν το παρακολουθούν οι γονείς του. Να παίζει δηλαδή για χάρη της όλα τα πρόσωπα ενώ εκείνη κάθεται στο κοινό ως – ενεργή – θεατής και τον παρακολουθεί αντιδρώντας σε αυτά που βλέπει. Η επιθυμία του παιδιού είναι να κερδίσει την προσοχή, το θαυμασμό, την αγάπη της μητέρας του.
– Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια και για την προσεχή παρουσίαση του «Ίωνα» στην Νέα Υόρκη;
Η παράσταση θα παρουσιαστεί σε ένα σημαντικό off off Broadway θέατρο του Μανχάταν, το The Tank. Έχει επιλεγεί για να αποτελέσει μέρος του ρεπερτορίου του την προσεχή άνοιξη. Είναι λοιπόν μια ωραία ευκαιρία να «μεταφερθεί» εκεί η ιστορία του Ίωνα και η προσέγγισή μας, σε ένα διαφορετικό κοινό, με αγγλικούς υπέρτιτλους. Έτσι, το κοινό που θα παρακολουθήσει την παράσταση, θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει και τη νέα μετάφραση από τα αρχαία αυτή τη φορά στα αγγλικά, αλλά και την πρόταση της παράστασης για ένα ανέβασμα αρχαίου δράματος με ησυχία, με καθαρές γραμμές και με έμφαση στη «θερμοκρασία» μεταξύ μητέρας και γιου, έτσι όπως αυτή γεννιέται μεταξύ δύο σπουδαίων ηθοποιών, της Δήμητρας Χατούπη και του Κωνσταντίνου Μπιμπή και αναδεικνύεται μέσα από τη θερμοκρασία που επίσης εμπνέει επί σκηνής ο Νίκος Τουλιάτος.
– Διαθέτετε ένα αξιοζήλευτο βιογραφικό σε σπουδές και συνεργασίες, με μια καλή επαγγελματική πορεία στο εξωτερικό. Ποιες είναι οι σπουδαιότερες εμπειρίες σας από την εποχή του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης; Θεωρείτε ότι είναι βασικό για την εξέλιξη ενός καλλιτέχνη να εκπαιδευτεί και να εργαστεί εκτός Ελλάδας;
Θεωρώ ότι η εμπειρία είναι πολύ σημαντικό πράγμα για έναν άνθρωπο και πως η εμπειρία εμπλουτίζεται κατά πολύ μέσα από τη δυνατότητα δράσης του σε διαφορετικά μεταξύ τους περιβάλλοντα. Το πώς «αντιδρά», με τη χημική σχεδόν έννοια, κανείς εκεί, έξω από τα «νερά» του, είναι άξιο προσοχής. Με αυτή την έννοια είναι σκόπιμο και το ταξίδι. Αλλά δεν είναι και πανάκεια. Υπάρχουν καλλιτέχνες που συγκεντρώνουν την ενέργεια και τη δύναμή τους σε ένα μόνο μέρος, ακόμη και σε ένα μόνο χώρο, που το έχουν ως τη μοναδική τους βάση, και γεννούν κάτι σημαντικό.
– Πώς θα χαρακτηρίζατε την φάση που διανύει αυτή τη στιγμή το ελληνικό θέατρο;
Μια φάση απορίας και διερώτησης για το μέλλον. Για το τι είναι σκόπιμο δηλαδή να γίνει μέσα στα επόμενα χρόνια. Ίσως να είναι και μια φάση όπου, μετά από έναν απίστευτο καλλιτεχνικό πλουραλισμό, αρχίζουν, λόγω και των πρακτικών παραγόντων, να ξεπηδούν πιο επιτακτικά ερωτήματα σχετικά με την επιβίωση των θιάσων και των καλλιτεχνών μέσα στο χρόνο. Σημαντικό ρόλο εκεί θα παίξει η κρατική και θεσμική αρωγή, αλλα και η φαντασία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
– Οι σημαντικές διακρίσεις και η ευρύτερη αναγνώριση της δουλειάς σας, τι σκέψεις και τι «ευθύνες» ίσως, σάς δημιουργούν, ως προς τα επόμενα επαγγελματικά βήματα;
Αυτό που μου δημιουργείται, τόσο από το γεγονός της εντατικής δουλειάς των προηγούμενων χρόνων όσο και από την προσωπική καλλιτεχνική ικανοποίηση από αυτήν, είναι μια παράξενη ανεμελιά. Δε νιώθω δηλαδή κάποια ευθύνη. Θέλω μόνο να είμαι πιστή σε κάτι. Στο να εξελιχθούν τα πράγματα οργανικά και όχι να ακολουθήσω κάποια συνταγή έξωθεν προτεινόμενη. Δεν υπάρχει συνταγή που να είναι πιο ισχυρή από το προσωπικό ένστικτο. Ακόμη, γνωρίζω όλο και καλύτερα το τι μπορώ και επιθυμώ και το τι δεν μπορώ και δεν επιθυμώ να κάνω και κινούμαι με αυτό ως ένα επιπρόσθετο κριτήριο σχεδιάζοντας μελλοντικά βήματα.
– Μεγαλώσατε μέσα σε ένα ιδιαίτερα αξιόλογο καλλιτεχνικό-πνευματικό περιβάλλον. Ποιες προσωπικότητες με τις οποίες «συναντηθήκατε», θα λέγατε ότι σας καθόρισαν ή σας «προίκισαν» ως δημιουργό;
Οι άνθρωποι που θεωρώ πως με «προίκισαν» είναι οι δάσκαλοί μου, οι συνεργάτες-δάσκαλοί μου, η οικογένειά μου και οι φίλοι μου. Αν έπρεπε να πω ενδεικτικά μερικά ονόματα θα ήταν ο Μίνως Βολανάκης, η Εύα Στεφανή, η Κάτια Γέρου και ο μουσικός Γιώργος Παπαδάκης. Ωστόσο, όλοι οι άνθρωποι που γνωρίζουμε είναι προκλήσεις και μαθήματα. Όλες οι γνωριμίες μας μπορούν να μετασχηματιστούν σε κάτι δημιουργικό, αν «αντιδράσει» (πάλι, σχεδόν με τη χημική έννοια) ο οργανισμός μας με δημιουργικό τρόπο.
– Πλην του θεάτρου, τι άλλο σας γεμίζει και σας εμπνέει εν γένει σαν προσωπικότητα;
Με γεμίζουν τα ταξίδια, όχι ως αφορμή για αδράνεια αλλά ως ένα είδος καθαρισμού, εξαγνισμού θα έλεγα. Ακόμη, η κολύμβηση. Η γιόγκα. Η τέχνη της διατροφής. Το διάβασμα. Ο κινηματογράφος.
– Υπάρχουν κάποια ανακοινώσιμα πλάνα για την ερχόμενη σεζόν;
Αυτή τη στιγμή που μιλάμε μεταφράζω τον «Ίωνα» στα αγγλικά και περιμένω με χαρά το απαιτητικό αυτό ταξίδι στη Νέα Υόρκη. Απαιτητικό γιατί χρειάζεται πολλή δουλειά σχεδιασμού και προγραμματισμού, προσαρμοσμένου ειδικά σε ένα άλλο περιβάλλον, με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς. Ακόμη, αναμένω μια ευχάριστη συνέχεια του «Όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα», της παράστασης με τη Μελίνα Θεοχαρίδου, αυτό το φθινόπωρο. Σχεδιάζω και τα μαθήματα που θα διδάξω φέτος, στη Σχολή Δήλος της Δήμητρας Χατούπη, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πιο ανεξάρτητα, καθώς και τις επόμενες παραστάσεις.
– Σας ευχαριστώ!
Εγώ ευχαριστώ πολύ!