«Παντού τα συγκεκριμένα και τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα… Πρόσωπα, όχι δόγματα. Εικόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις». Κωστής Παλαμάς.

Το εικαστικό επετειακό αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη συντίθεται από εκατό περίπου «σημειώσεις» καλλιτεχνών που με αφορμή την έκθεση ξανα-διάβασαν Παπαδιαμάντη, επιλέγοντας διαφορετικούς άξονες αναφοράς και επάλληλες αφετηρίες εικονοποιίας. Σταχυολογώντας τα έργα τους, επιχειρώ στο κείμενο που ακολουθεί να ιχνηλατήσω κάποια από τα διαφορετικά μονοπάτια των αναγνώσεων, των συλλογισμών και του βλέμματός τους.

Η γνωστή για τη σπανιότητά της και εξακολουθητικά προσφιλής ως ελάχιστη οπτική γέφυρα επικοινωνίας με τον Παπαδιαμάντη φωτογραφία του στο καφενείο του μπαρμπα-Γιάννη στη Δεξαμενή, τραβηγμένη «με χίλιες προφάσεις» από τον Παύλο Νιρβάνα με τη ζωηρή επιθυμία της απαθανάτισης της μορφής του 1, αποτέλεσε έναυσμα μιας πρώτης ενότητας έργων: η αδυναμία του Παπαδιαμάντη να ποζάρει, διαμαρτυρόμενος με συστολή για πρώτη και τελευταία φορά στα οικεία του γαλλικά («-Nous excitons la curiosité du public») και παραμένοντας καθιστός με το κεφάλι σκυφτό σε στάση «βυζαντινού αγίου», η αποτύπωση της ασκητικής μορφής του σαν «ξεσηκωμένης από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του» ή σαν «έργο του Πανσέληνου ή του Θεοτοκόπουλου», στάθηκαν η περιρρέουσα πρώτη ύλη για την επανασύσταση ενός αχνού αρχετυπικού πορτρέτου του Παπαδιαμάντη όπου οι χρησιμοποιούμενες πλαστικές ύλες που κυρίως επιστρατεύτηκαν (Βαγγέλης Θεοδωρίδης – πυρογραφία σε ξύλο, Σπύρος Καράμπελας – άμμος τσίγκος, κόλλα πλακιδίων και κάρβουνο σε καμβά, Χριστόφορος Κατσαδιώτης – οξυγραφία, Τάσος Μαντζαβίνος –μελάνι σε χαρτί, Μαρίνα Προβατίδου  -μικρό ακρυλικό σε καμβά, Κώστας Σιαφάκας -μολύβι σε χαρτί, Γιάννης Ψυχοπαίδης) παραπέμπουν περισσότερο σε μια απόπειρα ψηλαφητικής ιχνηλάτησης του εκτοπίσματος της μορφής του με ταπεινά μέσα και λιγότερο σε μια επιθυμία αντιγραφικής επανασύστασης του πορτρέτου του μέσω μιας ύλης σταθερής και περισσότερο μνημειακής όπως η ελαιογραφία.

Προχωρώντας πέρα από την καθαρή απόπειρα προσωπογράφησης, κάποιοι από τους συμμετέχοντες, ανακαλώντας το πολυσχιδές εκτόπισμα της παρουσίας του Παπαδιαμάντη στη διάρκεια των δικών τους μαθητικών χρόνων, επιχειρούν να ανασυνθέσουν τη μορφή του συγγραφέα «από μνήμης» (όπως το ντοστογιεφσκικής ατμόσφαιρας φλουταρισμένο πορτρέτο με βιβλία του Στάθη Φλώρου ή το έμπλεο άναρθρων γραφημάτων πορτρέτο του Κυριάκου Μορταράκου («Α.Π.») και το πορτρέτο του Χάρη Περιορρέλη «Παπαδιαμάντης – Άπνους», φτιαγμένο με μελάνι, χρυσό και φωτιά), την αναζητούν «Στο φως του απογεύματος» (Ανδρέας Κοντέλλης), τον φαντάζονται ως άχρονο περιπλανώμενο αφηγητή παλίμψιστων εξιστορήσεων όπου η αλήθεια συναντά το διηγηματικό όραμα (Κωνσταντίνος Μάσσος –«Ο αφηγητής»), ως ποιητή (Θοδωρής Δασκαλάκης), «ως παπά ή ως δάσκαλο, μοναχικό αλλά συχνά συντροφευμένο από παιδιά» (Κάτια Βαρβάκη -«Ο Δάσκαλος και οι μαθητές του», τον αναζητούν και τον ανασυνθέτουν αποσπασματικά μέσω μιας συμπυκνωμένης και  τεμαχισμένης αφήγησης (όπως στο εννοιολογικό έργο του Σταμάτη Ζέρβα «Nous excitons la curiosité du public» που συνδιαλέγεται με το πνεύμα του συγγραφέα, στο άτιτλο έργο του Ευριπίδη Παπαδοπετράκη όπου ελάχιστο σύμβολο παρουσίας του Α.Π. είναι τα δύο γλυπτά χέρια από γραφίτη σε στάση προσευχής και ετοιμότητα γραφής ή στο πολύπτυχο έργο του Λέανδρου Ντόλα με τίτλο «Ο άνθρωπος» που αποτελείται από πέντε σχέδια-σπαράγματα με αναφορά στο ομιχλώδες πρόσωπο, στο εξακολουθητικά απασχολημένο με τη γραφή χέρι του συγγραφέα αλλά και στη μοναχικότητά του που προβάλλεται μέσω του τελευταίου σχεδίου με την αναγνωρίσιμη όρθια μορφή του Α.Π. που στρέφεται στη θάλασσα). Στην ανθρώπινη μοναχικότητα του Παπαδιαμάντη αναφέρεται και το άτιτλο έργο του Δημήτρη Κατσιγιάννη (μια ανδρική φιγούρα καθιστή ανάμεσα στα σπάρτα με την πλάτη στον θεατή, στραμμένη στον ορίζοντα), ενώ στον συγγραφικό εγκλεισμό του και ταυτόχρονα στις εισρρέουσες αναγνωστικές μνήμες του έργου του αναφέρεται το έργο-εγκατάσταση του Βασίλη Πέρρου με τον εύγλωττο τίτλο «Προσφιλῆ εἰς τἁς ἀναμνήσεις», όπου κάτω από το αιωρούμενο προτρέτο του συγγραφέα στήνεται το ζωγραφισμένο γραφείο του ως παλίμψηστο εικονοποιητικό πεδίο όπου εναποτίθενται θραύσματα του προσωπικού του βίου και των λογοτεχνικών αφηγήσεών του. Αλλά το μοναχικό -τρισδιάστατο πλέον- γραφείο του συγγραφέα επανέρχεται ως μετα-φυσικός συμβολικός τόπος και μονοδρομική κατοικία της ύπαρξής του και σε άλλα έργα, όπως στις εγκατάστασεις του Μάριου Βουτσινά («Βάσανο»), του Θανάση Σαράντου και της Εύας Μανιδάκη («Όνειρο στιο Κύμα») και του Γιώργου Τσεριώνη («Το Μοιρολόγι της Φώκιας»).

Σε μια απόπειρα συμβολιστικής προσωποποίησης του φυσικού και του εννοιολογικού «τόπου» του συγγραφέα, ο Νίκος Αγγελίδης ανασυνθέτει το ζωγραφικό «Μνημείο Α.Π.», έναν πλωτό ερειπιώνα μνήμης, στον μοναδικό εναπομείναντα ορθό τοίχο του οποίου κυριαρχεί το πορτρέτο του συγγραφέα τοποθετημένο σε παλιομοδίτικη οβάλ κορνίζα, κάτω από ένα εικονοστάσι με βυζαντινές εικόνες, ενώ ο Μιχάλης Μαδένης οικοδομεί τη θρησκευτικότητα του συγγραφέα σε ορατό τόπο στο έργο του «Το εκκλησάκι». Ο Σάββας Γεωργιάδης επισκέπτεται τη μορφή του Παπαδιαμάντη τονίζοντας και εκείνος το στοιχείο της ιερότητας («Ο Άγιος»), ενώ με την επιθυμία της καθοσιωμένης μνημόνευσης αν και με εντελώς διαφορετική γραφή συντάσσεται και το πυκνότατο έργο του Μάριου Σπηλιόπουλου, με τίτλο «Γράμμα στους γονείς,18 Απριλίου 1874»: πρόκειται για μια σύνθεση όπου η διάχυτη επιθυμία της ζωγραφικής χειρωναξίας συνδέεται τόσο με τον βίο όσο και με τη γραφή του συγγραφέα: στο «δύσκολο σταυρόλεξο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη» (αναγραφόμενος και στην επιφάνεια του ίδιου του έργου υπότιτλος) όλα συγκλίνουν στην ταύτιση του συγγραφέα με τους πάσχοντες ήρωές του: κάτω από τη ζωγραφισμένη απόδοση της φωτογραφίας του Νιρβάνα, από κοινού με βιογραφικά στοιχεία και άλλες υπομνήσεις, τοποθετείται η σπαρακτική επιστολή του συγγραφέα στους οικείους του: «Μάνα μου εγώ’μαι τ’ άμοιρο το σκοτεινό τρυγόνι/ όπου το δέρνει ο άνεμος βροχή που το πληγώνει…». Τέλος, με όχημα και σχήμα την αγιογραφία αλλά επιλέγοντας έναν σύγχρονο τρόπο επιμέρους αφήγησης, ο Γιάννης Δέδες στο έργο του «Δέησις» «ιστορεί» τον ένθεο βίο του συγγραφέα προχωρώντας στη σύνταξη μιας εικόνας με χρυσό βάθος όπου το κεντρικό πορτρέτο του Α.Π. περικλείεται από σκηνές του βίου του και ήρωες του έργου του, ακολουθώντας τα βυζαντινά εικονογραφικά πρότυπα. 2

Ακολουθώντας τα βήματα του συγγραφέα «στο σκιόφως», κάποιοι από τους καλλιτέχνες «επισκέπτονται» τη Σκιάθο, άλλοτε επιλέγοντας να απεικονίσουν το εκχύλισμα του υπαίθριου τοπίου, της κατοικίας του συγγραφέα και του περιβάλλοντος θαλασσινού στοιχείου που ανασυντίθεται ως φυσικός χώρος δράσης στα γραπτά του Παπαδιαμάντη (π.χ. Ρούλα Ακαλέστου –«Η Σελήνη» & «Τ’αγριόχορτα», Κατερίνα Ανταχοπούλου -«Θαλασσινό τοπίο», Άννα Γρηγόρα -«Θερισμός», Τάνια Δημητρακοπούλου –«Στο καφενείο», Νίκη Ελευθεριάδη -«Ύπαιθρος (Κίτρινο Τοπίο), Αλεξάνδρα Ισακίδη –«Σκιάθος», Βασίλης Λιαούρης –«Το σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη», Θανάσης Μακρής -«Τοπίο», Άννα Μπίλη «Σχέδιο τοπίου», Στέφανος Πετρίδης «Ο κύριος Α. στο νησί», Ελιάννα Προκοπίου «Αναζητώντας τον Α.Π.», Δημήτρης Σαρασίτης –«Γιαλός», Λίλα Σωτηρίου –« Μικρή Γεωγραφία του Α.Π.», Γιώργος Χαδούλης «Το ρόδινο νησί») και άλλοτε περπατώντας ξανά στα ίχνη του στην Αθήνα, πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», αποτυπώνοντας τη Δεξαμενή και τον Άγιο Ελισσαίο στην Πλάκα όπου έψαλλε με τον εξάδελφό του Α. Μωραϊτίδη (Μαρία Γιαννακάκη, Πάβλος Χαμπίδης) ή τα λερά σοκάκια και τη μεταλλαγμένη σε όψη σήμερα αλλά ακόμη εν λειτουργία μπακαλοταβέρνα του Καχριμάνη στου Ψυρρή (Κωνσταντίνος Έσσλιν –«Στου Ψυρρή», Γιάννης Μπεκιάρης –«Η ταβέρνα του Καχριμάνη»), όπου ο συγγραφέας σύχναζε επί σειρά είκοσι ετών και που χρησιμοποιούσε σχεδόν ως συγγραφικό και μεταφραστικό γραφείο.

Πολλοί από τους συμμετέχοντες ωστόσο, επέλεξαν να αναγνώσουν εκ νέου και να τρέψουν σε εικόνα έναν ή περισσότερους ήρωες, ένα ή περισσότερα αποσπάσματα του συγγραφικού του έργου. Εδώ, η «Φόνισσα», «τραγωδία μεγαλοπρεπεστάτη» κατά τον Ξενόπουλο, υπερέχει στις προτιμήσεις τους, ίσως για λόγους αντίστοιχους με εκείνους που εξακολουθούν να καθηλώνουν μεγάλο μέρος των αναγνωστών του. Η σκοτεινή αφήγηση όπου το δράμα της αναπόδραστης γυναικείας ύπαρξης ενσταλλάσεται στην ενστικτώδη ζοφερή αλλά απενοχοποιημένη πράξη της Φραγκογιαννούς, αποτέλεσε τον ενωτικό πλοχμό για μια σειρά συναρπαστικών ζωγραφικών και γλυπτών έργων:  Στέλιος Αλεξάκης -«Πριν τον Άη Σώστη», Βίκυ Γεωργιοπούλου –«Άτιτλο»,  Ευαγγελία Γούλα «Εγκατάσταση για τη Φόνισσα», Όλγα Ευαγγελίδου «Φόνισσα» & «Φραγκογιαννού», Αλεξία Ευσταθοπούλου  -«Εἰς τὸ στόμα της εἰσήρχετο τὸ ἁλμυρὸν καὶ πικρὸν ὕδωρ», Αλεξάνδρα Κοττάκη –«Μεταξύ της Θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης» & «Σιώπα παιδί μου…να μην πεις πως με είδες, Φιλιππίνα Λιβιτσάνου –«Νύφη», Ντίμη Μπιτσάκου –«Σκίτσο για τη Φόνισσα», Έλενα Παπαδημητρίου –«Φόνισσα», Βασίλης Πούλιος –«Άτιτλο (σχόλιο στη Φόνισσα)», Θανάσης Ραχούτης –«What are you hoping for?», Δημήτρης Σεβαστάκης –«Η τρίτη ανάγνωση της Φόνισσας ΙΙ», Βασίλης Σούλης –«Φόνισσα», Ελευθερία Τσέικο –«Φόνισσα» κ.ά.. Αλλά η αυθαίρετη και αποτρόπαια εκτροπή της μοίρας από τη Φραγκογιαννού στο αφήγημα της «Φόνισσας» εξακολουθεί να μας καθηλώνει, ίσως γιατί συντελείται από συμπόνοια για τον άνθρωπο που εγκλωβισμένος πάσχει: τα έργα της Σπυριδούλας Πολίτη, της Μαρίνας Στελλάτου («Βρεφοκρατούσα») και του Ηλία Χαρίση, αποφεύγοντας να αναφερθούν σε ένα συγκεκριμένο διήγημα, αφουγκράζονται το αίσθημα της συμπόνοιας και μιλούν για την εύθραυστη ανάγκη της αγάπης που διαπνέει τον κόσμο του Παπαδιαμάντη από άκρη σε άκρη.

Πυκνές είναι ακόμη οι αναφορές σε άλλα μυθιστορήματα και διηγήματα του Παπαδιαμάντη, καθώς διαδοχικά εικονοποιούνται σκηνές και ήρωες από τους «Έμπόρους των Εθνών» (Ειρήνη Γκόνου –«Το φόρεμα της Αυγούστας», Μίλτος Παντελιάς –«και ήρχισε να γράφει επί του γόνατος», Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος -«Μάρκος Σανούδος»), καθώς και από τα διηγήματα «Αγάπη στον γκρεμό» (Κατερίνα Πειρουνίδου – «Άγγελος Έρωτας»), «Θέρος-ἔρος / Εἰδύλλιον τῆς Πρωτομαγιᾶς» (Χαρίτων Mπεκιάρης  -«Μικροὶ ἀκούσιοι εἰδωλολάτραι…», «Η Νοσταλγός» (Άρτεμις Αλκαλάη -«Το ταξίδι – Η Νοσταλγός», Παναγιώτης Πασάντας –«Η Νοσταλγός»), «Η Φαρμακολύτρια» (Σπύρος Καράμπελας –«Ύπαγε, ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου…»), «Μια ψυχή» (Άρτεμις Αλκαλάη –« Το δώρο – Μια ψυχή»), «Ναυαγίων Ναυάγια» (Άγγελος Αντωνόπουλος,  Χριστόφορος Κρανιώτης), «Ο Αμερικάνος» (Άρτεμις Αλκαλάη –« Τα πακέτα – Ο Αμερικάνος»), «Ο Έρωτας στα χιόνια» (Άρτεμις Αλκαλάη –« Ο Ύπνος – Έρωτας στα χιόνια», Μαριλίτσα Βλαχάκη -«Ο έρωτας στα χιόνια», Πέννυ Γκέκα & Απόστολος Παπαγεωργίου, «Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!…», Στέλλα Μελετοπούλου -«Το όραμα του μεθυσμένου», Παναγιώτης Μπρέντας -«Έρωτας στα χιόνια»), «Ο ξεπεσμένος δερβίσης» (Δημήτρης Γιαννέλος), «Ολόγυρα στη λίμνη» (Ειρήνη Ηλιοπούλου), «Παιδικὴ Πασχαλιὰ» (Μίλτος Γκολέμας -«καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν»), «Έρως – Ήρως» (Αννίτα Αργυροηλιοπούλου), «Όνειρο στο Κύμα» (Φώτης Βάρθης,  Πέγκυ Καλογεροπούλου, Ιωάννα Καφίδα, Θανάσης Σαράντος & Εύα Μανιδάκη, Βασίλης Τσάφος), «Οι Χαλασοχώρηδες» (Γιώργος Μπουκής, Παναγιώτης Μπρέντας), «Στο Χριστό, στο Κάστρο (Μανώλης Ζαχαριουδάκης -«Στο Χριστό, στο Κάστρο», Γεύσω Παπαδάκη -«Ο Χριστός στο Κάστρο», Μαρία Τσάγκαρη -«Εισελεύσομαι εις τον οίκο Σου»), «Το μοιρολόγι της φώκιας» (Αλέξης Βερούκας, Γιώργος Τσεριώνης), «Τ’ αγνάντεμα» (Χριστίνα Ακτίδη –«Σύρε, πουλί μου στὸ καλὸ – καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα», Χρύσα Αρώνη –«Ως τόσον αι γυναίκες των θαλασσινών αγνάντευαν»), «Της Κοκκώνας το σπίτι» (Βασίλης Παπασάικας –«Ο Αγγελής μετράει τα λεφτά του»,Κώστας Παππάς –«…ὡραία, ὑψηλή, μὲ χρυσόξανθα μαλλιά, λευκὴ καὶ μὲ χαρακτῆρας λεπτοτάτους, μὲ βλέμμα τὸ ὁποῖον κάτι ἔλεγε στὴν καρδιά», Έφη Σούτογλου -«Της Κοκκώνας το σπίτι-παλιά Σκιάθος»), Υπηρέτρα (Μαριλίτσα Βλαχάκη), «Υπό την βασιλικήν δρύν» (Πανταζής Τσέλιος –«Υπό την βασιλικήν δρύν», Νικόλας Χριστοφοράκης –«…ως να ήτο πλάσμα έμψυχον»), «Ω! τα βασανάκια» (Δημήτρης Σκουρογιάννης – «Τα κορίτσια στην ταράτσα»), «Τα Ρόδινα Ακρογιάλια (Χρήστος Κεχαγιόγλου), «Γυνή πλέουσα» (Μηνάς Καμπιτάκης), «Η συντέκνισσα» (Πέτρος Καραβέβας  -«Η Τσολοβίκαινα»), «Λαμπριάτικος Ψάλτης (Ανδρέας Γεωργιάδης – «… καὶ τὸ φεγγάρι θ᾿ ἀργήσει τρεῖς ὦρες νὰ βγῇ… σκοτάδι ἄσ’βος!»). Ακόμη, η ατμόσφαιρα κάποιων από τα χριστουγεννιάτικα ή τα πασχαλινά διηγήματα του συγγραφέα, αποτέλεσε έναυσμα για την εκ νέου δημιουργία έργων (Πάβλος Χαμπίδης -«Άσμα βουβό, βουκολικό -μια νύχτα στο Svenska Klubben») ή για την επιλογή άλλων με εξαιρετικά σχετική ατμόσφαιρα (Μάρκος Καμπάνης -«Μακέτες για την εικονογράφηση του βιβλίου «Χερσέ, Βασιλόπιττες και άλλα-Το μικρασιάτικο τραπέζι του Δωδεκαημέρου»», έκδοση Μπ. Λέγγα).

Τέλος, κάποιοι από τους καλλιτέχνες επιχειρούν να αποτυπώσουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του παπαδιαμαντικού έργου (Γιάννης Βαλαβανίδης –«Το νησί της ουτοπίας», Θεόφιλος Κατσιπάνος –«Χωρίς τίτλο», Αλίνα Μάτσα –«Μοναχικά ταξίδια», Νίκος Στεφάνου –«Μοναχικό») ή επικεντρώνονται στη διαδικασία του στοχασμού, της προσηλωμένης ανάγνωσης ή της αναπόλησής της (Ηώ Αγγελή -«Πρόσωπα με αφορμή τον Παπαδιαμάντη», Άννα Αμπαριώτου -«Το βλέμμα», Κλεομένης Κωστόπουλος –«Ο Νοσταλγός», ,Παναγιώτης Μπελντέκος  -«Χωρίς τίτλο (Φιγούρα)», Στέλιος Πετρουλάκης –«Κοπέλα που διαβάζει», Αφροδίτη Σεζένια –«Παιδικό δωμάτιο»), στη διασταλτική ιδιότητα του παπαδιαμαντικού βιβλίου ως προορισμού και ζώντος τόπου (Λήδα Κοντογιαννοπούλου -«Σύνθεση», Ραφαήλ Μπάικας -«Διαβάζοντας και ακούγοντας Παπαδιαμάντη», Τίμος Μπατινάκης –«Νεκρή φύση με βιβλία», Χρήστος Παλλαντζάς -«Νεκρή φύση»), ή, ακόμη, στη συμβολική μεταφορά της γραφής του στον χλοερό τόπο μιας ανεξίτηλης παιδικής ηλικίας (Βάλλυ Νομίδου –«Άνοιξη»).

Κυρίως, όμως, αυτό που ελπίζω πως μένει σε όλους μας από τη διαδικασία της εκ νέου ανάγνωσης του Παπαδιαμάντη για τις ανάγκες της έκθεσης, πέρα από τις αλλεπάλληλες εμβαπτίσεις στο υγρό στοιχείο και στη φωτιά, πέρα από τις γητειές και τις δεισιδαιμονίες, πέρα από τα αλλεπάλληλα γκρεμίσματα στις ρεματιές και τις χαράδρες της Σκιάθου, πέρα από τους περιπάτους στους ελαιώνες και τις επισκέψεις στα ρυπαρά καφενεία της Αθήνας, πέρα από τις αφουγκράσεις της περίκλειστης επιθυμίας και της «γλύκας της αμαρτίας», πέρα από τη διαπίστωση των ζωτικών ζητημάτων ζωής και  θανάτου που διαπερνούν το έργο του, πέρα από τις ευφραντικές επαναγνώσεις και την ηδονική βύθιση στο ανεξάντλητο δυνητικό σύμπαν των θραυσματικών αλλά στιλπνών εικόνων που επαναφέρει η γιορτινή, ζωγραφική γοητεία της ελληνικής γλώσσας του, οδηγώντας την όραση του βλέμματός μας και τακτοποιώντας το απόθεμα της μνήμης μας, πέρα από τις δεκάδες διαστάσεις του συγγραφέα που απλώνονται αλάνθαστα μπροστά μας, από την κοινωνική και τη μεταναστευτική, την οικολογική και την πολιτική 3 έως την ψυχαναλυτική και την ερωτική, πέρα από τον νόστο για εκείνο το μικρό ελληνικό που χάθηκε, είναι το άυλο απόσταγμα των χειροποίητων ιστοριών του που κατοικούνται από αληθινούς ανθρώπους, προτρέποντας στην επανοικειοποίηση με ετούτο που εξακολουθούμε να είμαστε τώρα, με τον πάσχοντα και ωστόσο ελπίζοντα εαυτό μας, με αυτό που ο Πέτρος Χάρης περιγράφει στη μελέτη του, αινώντας το δρόμο της αληθινής δημιουργίας του Παπαδιαμάντη, ως «την πορεία του αληθινού ανθρώπου» ανάμεσα στα συντρίμμια του ψεύδους, καταμεσής της ζωής «που είναι πόλεμος».4 Διαπιστώνοντας οδυνηρά κάθε ημέρα όπως και ο Παπαδιαμάντης στους Εμπόρους των Εθνών ότι πράγματι «…το ανωφερές έχει κατάβασιν και η πτήσις έχει πτώσιν», εισερχόμαστε και πάλι στο καίριο «περιβόλι του κόσμου του» ανακουφιστικά, διαπιστώνοντας ότι εάν και «η αλήθεια είναι πάντοτε παράλογος», το πιθανότερο κλειδί εξακολουθεί να είναι η αυτογνωσία. 5

Ίρις Κρητικού


1. βλ. τη σχετική διήγηση του Παύλου Νιρβάνα στο περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 163, 1/10/1933»: «”Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα” ήταν η άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είνα ότι παρέδωσα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη…..-Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι… μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια- στο τέλος του μαρτυρίου του».

2. Τη βυζαντινή εικονογραφική και αισθητική παράδοση ακολουθεί και το θαυμάσιο πορτρέτο του Α. Παπαδαιμάντη, φιλοτεχνημένο από τον Νίκο Εγγονόπουλο (Συλλογή Χ. Ποταμιάνου). Ο συγγραφές εικονίζεται ως τη μέση με ανοιχτόχρωμο προπλασμό και φόντο τη σκιαθίτικη θάλασσα αντί του χρυσού βάθους, σε στάση που παραπέμπει σε εκείνη  των Αποστόλων σύμφωνα με το εικονογραφικό πρότυπο της Κοίμησης της Θεοτόκου. Βλ. Νίκος Ζίας, Ο «βυζαντινός» Νίκος Εγγονόπουλος, εφημερίδα «Το Βήμα», 4/4/1999.

3. δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να μνημονεύσω εκ νέου: «Θα έλεγε τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, διά να αποδειχθή, ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν. («Βαρδιάνος στα Σπόρκια»).

4. « Ζωή είναι αυτό, πόλεμος είναι» («Οι Ελαφροΐσκιωτοι»).

5. «Η αλήθεια είναι πάντοτε παράλογος, και διά τούτο δεν την λέγουσι ποτέ οι φρόνιμοι και ηλικιωμένοι άνθρωποι, αλλά την ομολογούσιν οι μεθυσμένοι, οι τρελλοί, οι άρρωστοι και τα μικρά παιδία». («Η Φόνισσα).